Ζώντας μακριά από την πραγματικότητα

Ζώντας μακριά από την πραγματικότητα

Του Κυριάκου Αθανασιάδη

Με αφορμή την υπόθεση της νεαρής διαδικτυακής φίλης που, βαριά άρρωστη ούσα, ξέμεινε χωρίς χρήματα, φάρμακα, τροφή και… νερό μέσα στην Αθήνα —στην Αθήνα του 2019 μεν, μια Αθήνα καθημαγμένη δε, σκυθρωπή, άξενη— με μόνη συντροφιά έναν δόλιο σκύλο, για την οποία μιλήσαμε χθες, θυμήθηκα εκείνο το παλιό τραγούδι του Αντρέα Μικρούτσικου, από το 1985, το «Να 'μαστε πάλι εδώ, Αντρέα», σε στίχους του αείμνηστου Ρασούλη. Που λέει λοιπόν κάπου στο ρεφρέν του κι αυτά εδώ τα απλά λόγια: «Καλές οι ΗΠΑ κι η Ρωσία, μα έχω το δράμα μου κι εγώ».

Δεν ξέρω, και συμπαθάτε με, από πού να το πιάσω όλο αυτό. Γιατί καλές οι ΗΠΑ κι η Ρωσία, ναι. Μα έχω το δράμα μου κι εγώ. Κι εσείς. Και οι άλλοι. Όλοι οι άλλοι.

Γιατί, ναι, δεν υπάρχει μέρα που να περνά χωρίς κάτι να μας αποσπά βίαια την προσοχή —και την ουσία μας: θα ξαναγυρίσω σ' αυτό— από τα βασικά, από τα θεμελιώδη, από τα «εκ των ων ουκ άνευ», και να τη στρέφει —βίαια, ξαναλέω— σε όλο αυτό που λέμε «απολέπιση της Δημοκρατίας», στο μέγα, βέβαια, πρόβλημα που περνά ο τόπος, ένα πρόβλημα σωματοποιημένο, ένσαρκο, απτό, που θα εξακολουθεί να ζει και να παφλάζει για καιρό στα στάσιμα νερά του βάλτου μας, ακόμη και όταν με το καλό οι πρωταίτιοι αφήσουν τους μαγαρισμένους θώκους τους, τον Οκτώβριο (όχι πιο πριν), και αποσυρθούν στα έδρανα της αντιπολίτευσης ή/και στους δρόμους.

Βλέποντας κανείς κάθε ευκαιρία να χάνεται και να παρεμποδίζεται, καθετί καλό που υπήρχε να έχει καταδολιευτεί, υπονομευτεί ή καταστραφεί, κάθε λόγο που είχαμε για να παριστάνουμε, έστω, ότι περηφανευόμαστε να έχει εκμηδενιστεί και στη θέση του να έχει σκαρφαλώσει σαν τον πετεινό στο κοτέτσι ένας μαδουρικός καρνάβαλος, ένα σκιάχτρο καμωμένο από τα πιο φτενά υλικά, ισχυρό ωστόσο — βλέποντας όλα αυτά που συγκροτούν, ή συγκροτούσαν, μία σύγχρονη Δημοκρατία να γίνονται ένας πολφός, μια μάζα από παλιά υλικά οικοδομών — αποχαιρετώντας τα τρένα της μεγάλης φυγής των νέων που δεν αντέχουν πια — ριγώντας απέναντι στο θέαμα που παρουσιάζουν τα πανεπιστήμιά μας — τρέμοντας μπροστά στο τριτοκοσμικό νοσοκομειακό δράμα μας — στενάζοντας από το όντως δράμα των μεταναστών και των προσφύγων στα νησιά — ζώντας τόσο κοντά στο Πρόβλημα, αποσπώμεθα βίαια από τα βασικά, από τα θεμελιώδη της ζωής, από τα «εκ των ων ουκ άνευ».

Επιμένω, και το γράφω συχνά, ότι όλα αυτά είναι αποφύσεις θεμάτων που «κανονικά» δεν θα έπρεπε να μας απασχολούν: θα έπρεπε είτε να λύνονται εν τω άμα, είτε να ανετίθεντο στους θεσμούς και τις δομές που έχουν ακριβώς υποχρέωση να απασχολούνται και να λύνουν τα τέτοια προβλήματα. Οι πολίτες έχουν τις κάλπες για να δείχνουν με τον αντίχειρα: προς τα πάνω, δηλαδή στην επιβράβευση, ή προς τα κάτω: στον πολιτικό θάνατο. Αντ' αυτού, το μόνο που βλέπεις στην Ελλάδα είναι μια αποχαυνωμένη μάζα που ασχολείται με όλα τα άλλα πλην του εαυτού της.

Αλλά αυτό είναι ύβρις. Και οι ύβρεις πληρώνονται. Και δεν είναι της ώρας να λέμε στα φωναχτά ότι δεν φταίμε εμείς που παρασυρόμαστε από τα άθλια τρέχοντα. Φταίμε. ΚΑΙ που υπάρχουν αυτά τα άθλια τρέχοντα, ΚΑΙ που παρασυρόμαστε από τα απόνερά τους και συμμετέχουμε με έναν στέρφο τρόπο σε όλο αυτό το γαϊτανάκι της σοσιαλχωριάτικης ματαιοδοξίας.

Ονειρεύομαι μια μέρα που οι πρώτες μας προτεραιότητες θα είναι αν κυκλοφόρησε σήμερα ή αν θα κυκλοφορήσει αύριο το βιβλίο που περιμένουμε πώς και πώς. Αν έκανε εκείνη τη μεταγραφή η ομάδα μας για να ενισχύσει την τρύπια άμυνα. Αν θα πάρουμε πρόσκληση για την τάδε περφόρμανς — ή αν θα μείνουμε στην απέξω. Αν θα βρούμε χρηματοδότες για εκείνη την πρωτότυπη ιδέα που καταθέσαμε. Αν έχει κάτι καλό σήμερα το Netflix. Αν θα μας «στείλει» ο τάδε μήνυμα στο Facebook. Αν θα μας χαμογελάσει ξανά εκείνη στο καφέ, ή αν τελικά ήταν σύμπτωση η πρώτη φορά. Αν θα κάνει καλό καιρό το Σαββατοκύριακο για να πάμε στο Σούνιο, ή στη Νέα Φώκαια. Αν θα μαζευτούν οι γείτονες για να κάνουμε εκείνη την εξόρμηση που συμφωνήσαμε για να στειρώσουμε τα γατιά της γειτονιάς. Αν πήρε υψηλό βαθμό η κόρη μας στα γερμανικά. Αν θα γίνει καλά το σκυλί μας που έχει ωτίτιδα, ή αν θα εξακολουθεί να πονάει.

Αν ζει εκείνη η κοπέλα που της έκοψαν το νερό και που δεν έχει για να πιει.

Ή μάλλον, σε έναν κανονικό κόσμο, αν πήρε το διδακτορικό της.

[ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ]