Ζολτ Ντάρβας: Οι 4 λόγοι πίσω από το ξέφρενο ράλι των ελληνικών ομολόγων

Ζολτ Ντάρβας: Οι 4 λόγοι πίσω από το ξέφρενο ράλι των ελληνικών ομολόγων

Το φιλοεπενδυτικό προφίλ της κυβέρνησης, το μαξιλάρι ρευστότητας που μειώνει τους κινδύνους, το κυνήγι αποδόσεων σε περιβάλλον αρνητικών επιτοκίων, και η εκτίμηση για ένταξη της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα, είναι οι 4 κατά σειρά λόγοι για το ξέφρενο ράλι των τελευταίων ημερών στα ελληνικά ομόλογα, τονίζει στο liberal.gr ο Ζολτ Νταρβας, αναλυτής του ινστιτούτου Bruegel.

Ερωτηθείς αν η ανάπτυξη θα εκτιναχθεί στο 3% και άνω, εφόσον συμβεί ένα μπαράζ θετικών νέων, (επιστροφή κερδών από ANFAs, χαμηλότερα πλεονάσματα, ένταξη στο QE), απαντά ότι λογικά αυτό θα συμβεί, προσθέτοντας ωστόσο ότι χωρίς μεταρρυθμίσεις, η εκτίναξη θα είναι παροδική.

«Τα πάντα εξαρτώνται από την μεσοπρόθεσμη πορεία της Ελλάδας, όχι από την βραχυπρόθεσμη θετική ανάπτυξη ενός-δύο ετών», απαντά ο αναλυτής του Bruegel, εξηγώντας ότι είναι απολύτως φυσιολογικό μια χώρα μετά από μια καταστροφή, όπως η απώλεια του 25% του ΑΕΠ, να επιτυγχάνει κάποια ανάπτυξη, αφού ξεκινά από πολύ χαμηλή βάση. 

Εκείνο που χρειάζεται είναι να γίνει η Ελλάδα ένας μόνιμος πόλος έλξης επενδύσεων, όχι περιστασιακός, να αποκτήσει τις προϋποθέσεις για μια βιώσιμη ανάπτυξη σε βάθος ετών, λέει χαρακτηριστικά. «Στο ερώτημά λοιπόν κατά πόσο η χώρα θα ζήσει ρυθμούς ανάπτυξης 3% και άνω και για αρκετά χρόνια, η απάντηση είναι ότι αυτοί θα εξαρτηθούν από το πόσο αποτελεσματικές θα είναι οι μεταρρυθμίσεις, κάτι που ουδείς μπορεί σήμερα να προβλέψει», σημειώνει με νόημα.

Επισημαίνει ότι η χώρα κινείται προς την σωστή κατεύθυνση, προσθέτει ωστόσο ότι θα χρειαστούν ένα με δύο χρόνια για να φανεί κατά πόσο η ανάπτυξη θα συνοδευτεί από βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών της οικονομίας, από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, από επιστροφή επενδύσεων ή όχι.

Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη.

- Που αποδίδετε το ράλι των ελληνικών ομολόγων και την βουτιά των αποδόσεων στα 10ετή κάτω του 1%;

Είναι πολλοί οι λόγοι αλλά ο κυριότερος σχετίζεται με το φιλο-επενδυτικό προφίλ της νέας ελληνικής κυβέρνησης που μέχρι σήμερα κερδίζει την εμπιστοσύνη των αγορών.

Καλά νέα για παράδειγμα είναι ότι το 2019 έκλεισε τελικά με ρυθμό ανάπτυξης 2,2%, δηλαδή υψηλότερο από αυτόν που αναμενόταν, ότι για φέτος η Κομισιόν αναθεώρησε την πρόβλεψη στο 2,4% έναντι 2,3% τον Νοέμβριο, καθώς επίσης ότι και του χρόνου προβλέπεται ανάπτυξη στα επίπεδα του 2%, ποσοστό σχεδόν διπλάσιο από αυτό της Ευρωζώνης. Δεν είναι μια ανάπτυξη με αλματώδης ρυθμούς, θα έπρεπε να ήταν ταχύτεροι για μια χώρα σαν τη Ελλάδα που έχασε το 25% του ΑΕΠ στην διάρκεια της κρίσης, αλλά τουλάχιστον είναι σταθεροί ρυθμοί και αυτό είναι καλό νέο.

Ένας δεύτερος λόγος είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση διαθέτει ένα μεγάλο μαξιλάρι ρευστότητας που καλύπτει τις χρηματοδοτικές ανάγκες των επόμενων ετών και χρειάζεται να δανειστεί πολύ μικρά ποσά για τα επόμενα 3-4 χρόνια. Ένας τρίτος λόγος για το ράλι είναι ότι οι ελληνικοί τίτλοι είναι ελκυστικοί καθώς έχουν πολύ υψηλότερες αποδόσεις σε σύγκριση με τις αρνητικές που προσφέρουν τα ομόλογα χωρών, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, συνέπεια και της χαλαρής νομισματικής πολιτικής των κεντρικών τραπεζών.

Και ένας τέταρτος λόγος που συνδέεται πιο άμεσα με την Ελλάδα είναι η προσδοκία για ταχύτερη αναβάθμιση των αξιολογήσεων της χώρας από τους οίκους, η ένταξη στην επενδυτική βαθμίδα και άρα η είσοδος των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. 

- 'Άρα λέτε ότι οι αγορές έχουν ήδη «τιμολογήσει» την ένταξη της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα και εν συνεχεία στο QE;

Ασφαλώς και οι αγορές ποντάρουν σε αυτό. Εκτιμούν επίσης ότι τώρα που η ελληνική οικονομία πηγαίνει καλά, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί να συναινέσει σε μείωση των στόχων για τα πλεονάσματα, ωστόσο σε αυτό το θέμα δεν αρκεί μόνο η «ανάγνωση» των αγορών.

- Πρόσφατα πάντως ο Επίτροπος Τζεντιλόνι προανήγγειλε αποφάσεις για την αλλαγή χρήσης των ANFAs και SMPs στο Eurogroup της 11ης Ιουνίου, ενώ για τα πρωτογενή πλεονάσματα παρέπεμψε στις διαβουλεύσεις που θα γίνουν το προσεχές φθινόπωρο για την κατάρτιση του προϋπολογισμού του 2021…

Το μήνυμα από πλευράς Τζεντιλόνι μπορεί να είναι θετικό, ωστόσο τις τελικές αποφάσεις θα τις λάβει το Eurogrοup. Κατά το παρελθόν αυτό είχε τηρήσει πολύ σκληρή στάση, οπότε θα δούμε. Βλέπω μια μάλλον υψηλή πιθανότητα να εγκρίνει το Eurogroup τα ελληνικά αιτήματα, ωστόσο πότε δεν ξέρεις.

- Σε κάθε περίπτωση, εφόσον συμβούν όλα τα παραπάνω, μαζί φυσικά με την επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων, μπορεί τα επόμενα χρόνια να δούμε μια ανάπτυξη 3%, 4% ή και ψηλότερη;

Λογικά το αποτέλεσμα αυτό θα πρέπει να είναι. Και μου έχει κάνει εντύπωση γιατί δεν έχουμε ήδη δει τέτοιους ρυθμούς μέχρι σήμερα. Έπειτα από μια βαθιά ύφεση, οι οικονομίες εκτινάσσονται και πάρτε για παράδειγμα τι συνέβη στην Λετονία όπου υπέφερε ανάλογα με την Ελλάδα, αλλά αμέσως μετά σκαρφάλωσε στην λίστα των ευρωπαϊκών χωρών με τα ταχύτερα ποσοστά ανάπτυξης. 

Σημασία επομένως δεν έχει η βραχυπρόθεσμη εικόνα, όσο η μεσοπρόθεσμη. Τις ημέρες αυτές το ράλι των ελληνικών ομολόγων κάνει τους πάντες σούπερ-χαρούμενους, ωστόσο συνεχίζω να πιστεύω αυτό που σας έχω δηλώσει και παλιότερα. Τα πάντα εξαρτώνται από την μεσοπρόθεσμη πορεία της Ελλάδας, όχι από την βραχυπρόθεσμη θετική ανάπτυξη ενός-δύο ετών. Είναι φυσιολογικό μια χώρα μετά από μια καταστροφή όπως αυτή που υπέστη η Ελλάδα, να επιτυγχάνει κάποια ανάπτυξη, αφού ξεκινά από πολύ χαμηλή βάση. Εκείνο που όμως χρειάζεται η χώρα είναι να αποκτήσει τις προϋποθέσεις για μια βιώσιμη ανάπτυξη σε βάθος ετών, να γίνει ένας μόνιμος πόλος έλξης επενδύσεων, όχι περιστασιακός. 

Στο ερώτημά λοιπόν κατά πόσο η Ελλάδα θα ζήσει ρυθμούς ανάπτυξης 3% και άνω και για αρκετά χρόνια, η απάντηση είναι ότι αυτοί θα εξαρτηθούν από το πόσο αποτελεσματικές θα είναι οι μεταρρυθμίσεις, κάτι που ουδείς μπορεί σήμερα να προβλέψει.

Συντηρητικά μόνο, μπορώ να σας πω ότι αν οι μεταρρυθμίσεις εφαρμοστούν με απόλυτη επιτυχία, τότε σίγουρα η Ελλάδα θα γνωρίσει ταχύτερη ανάπτυξη. Αλλά είναι αδύνατον κανείς να προβλέψει τι θα συμβεί στο μέτωπο των μεταρρυθμίσεων. Αν λοιπόν κάποιος δηλώσει σήμερα μετά βεβαιότητας ότι τα επόμενα χρόνια η Ελλάδα θα αναπτύσσεται με ρυθμούς 3% και πάνω, αυτό θα βασίζεται απλά και μόνο σε ελπίδα, ευχή ή εικασία.

- Στην ουσία λέτε ότι η Ελλάδα κινείται προς την σωστή κατεύθυνση, ωστόσο βρίσκεται ακόμη στην αρχή του δρόμου, σωστά; 

Κινείται προς την σωστή κατεύθυνση, ωστόσο πρέπει να περιμένουμε ακόμη ένα με δύο χρόνια για να δούμε κατά πόσο όλα αυτά θα γίνουν πράξη, κατά πόσο η ανάπτυξη θα συνοδευτεί από βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών της οικονομίας, από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, από επιστροφή επενδύσεων ή όχι. Σας έχω ξαναπεί και στο παρελθόν ότι αν κάποια στιγμή στο μέλλον το δημόσιο χρέος της Ελλάδας αποδειχθεί ότι δεν είναι βιώσιμο, τότε η ανάπτυξη θα φρενάρει, θα προκύψει ξανά πολιτική αβεβαιότητα, με ο,τι αρνητικό σενάριο αυτό συνεπάγεται. 

- Ας πάμε στην παγκόσμια οικονομία και τις πολλές αβεβαιότητες γύρω από αυτήν. Διαβάζουμε για επιβράδυνση, ακόμη και για ύφεση, ποια η γνώμη σας; 

Κατά την γνώμη μου οι κίνδυνοι μιας καθοδικής επιβράδυνσης υπερτερούν εκείνων μιας ανοδικής πορείας της οικονομίας. Και μπορώ να δω πολλά σενάρια με βάση τα οποία η παγκόσμια οικονομία θα επιβραδύνει σημαντικά.  

Η πιο μακρά περίοδος αδιάλειπτης οικονομικής ανάπτυξης στην ιστορία των ΗΠΑ εκτιμώ ότι οδεύει προς το τέλος της. Η χαλαρή νομισματική πολιτική των ΗΠΑ συντηρεί την ανάπτυξη, ωστόσο ακόμη και αν ο Τρμαπ επικρατήσει στις εκλογές του Νοεμβρίου, αργά ή γρήγορα η αμερικανική οικονομία θα επιβραδύνει, κάποια στιγμή θα έρθει η ύφεση και αυτό θα επηρεάσει ολόκληρο τον πλανήτη. 

Σχετικά με την Κίνα, τα σημάδια επιβράδυνσης είναι ορατά, το ιδιωτικό χρέος φουσκώνει επικίνδυνα, ενώ άγνωστη είναι και η έκταση των επιπτώσεων που θα έχει ο κορονοιός στην οικονομία της. Βλέπω λοιπόν μια μεγάλη επιβράδυνση φέτος στην κινεζική οικονομία, αντίστοιχα βλέπω επιβράδυνση στις ΗΠΑ μέσα στα επόμενα χρόνια, αφού αυτή η πολιτική χαλαρής νομισματικής πολιτικής δεν μπορεί να διαρκέσει για πάντα, πρέπει να τελειώσει. Η παγκόσμια οικονομία έχει ένα δυσθεώρητο παγκόσμιο χρέος, έως ένα βαθμό  παρενέργεια των αγορών ομολόγων, της πτώσης του κόστους δανεισμού σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα και της αντισυμβατικής νομισματικής πολιτικής των μεγαλύτερων κεντρικών τραπεζών του κόσμου. Αυτή η τελευταία έχει ημερομηνία λήξης.