Ζητούν συναίνεση όσοι ομιλούν περί νέου εμφυλίου και χούντας

Γέμισε όχι μόνο ο έντυπος, αλλά και ο ηλεκτρονικός τύπος από άρθρα – παραινέσεις, που καλούν τον πολιτικό κόσμο σε ευρύτερη πολιτική συναίνεση. Είναι ολοφάνερο, ότι το μήνυμα αποστέλλεται βασικά προς την κυβέρνηση, η οποία εμμέσως πλην σαφώς κατηγορείται, ότι δεν συμβάλλει στη δημιουργία συναίνεσης και συναντίληψης.

Η αρθρογραφία αυτή που δεν εκπορεύεται μόνο από το περιβάλλον του ΣΥΡΙΖΑ. Όμως η επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται είναι το ίδιο μονότονη, όπως και στις αρχές της πανδημίας. Αποφεύγει να κάνει χρήση επιχειρημάτων του τύπου της επίταξης των ιδιωτικών κλινικών, του διορισμού χιλιάδων στον τομέα της υγείας και της εκπαίδευσης και της γενικότερης  ένστασης απέναντι στους χειρισμούς υγειονομικής χροιάς.

Τα άρθρα – παραινέσεις, αποφεύγουν να προσεγγίσουν θέματα σαν τα προαναφερθέντα, στα οποία η πολιτική της αντιπολίτευσης ηττήθηκε κατά κράτος. Αγγίζουν πιο «πιασάρικα» και φθηνά πεδία, μεγεθύνοντας τις επιπτώσεις των μέτρων. Έτσι, διαβάζουμε πάλι για τη συρρίκνωση των ατομικών ελευθεριών και την περιστολή των ατομικών δικαιωμάτων, όπως είναι η ελευθερία της κυκλοφορίας των πολιτών, το δικαίωμα στη διαμαρτυρία και το δικαίωμα στη διαδήλωση. 

Παλαιότερα οι ίδιοι κύκλοι, πριμοδοτούσαν με διαπρύσια και πομπώδη άρθρα, το «κίνημα» της πλατείας στο όνομα της «ελευθερίας στο νεανικό έρωτα» και  στο δικαίωμα της «μωρομάνας» να βγάζει το μωρό της βόλτα.    

Ο ΣΥΡΙΖΑ, αναζητά τη «συναίνεση» ώστε να θέσει ένα τέλος στα μέτρα, τα οποία εκ των πραγμάτων βάλουν κατά του πεδίου μάχης που κινείται. Ένα πεδίο όπως είναι η διαδήλωση, η διαμαρτυρία, η απεργία και η αντίδραση κατά πάντων. Χωρίς να είναι ανοικτό αυτό το πεδίο, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να λειτουργήσει. Διότι η πολιτική του και το DNA του, βασίζεται στην χαοτική αναταραχή.

Το ΠΑΣΟΚ, αναζητά τη «συναίνεση» για να βρει μια ταυτότητα στα πλαίσια ενός εθνικού σχεδίου. Και το ΚΚΕ για να απαγγείλει το ποίημα της προώθησης των αντεργατικών πολιτικών, των Νατοϊκών σχεδιασμών και των καπιταλιστικών εμβολίων.  

Πως όμως είναι δυνατόν να υπάρξει συναίνεση, όταν ακόμα και τα αποκαλούμενα σοβαρά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ εκφράζουν ένα έντονα διχαστικό λόγο; Και όταν το μόνο που τους ενδιαφέρει, είναι η πορεία των εσωκομματικών συσχετισμών και η διέγερση των «αντιδεξιών» συνδρόμων που διακατέχουν ένα τμήμα των οπαδών τους;

Σύμφωνα με έναν σοβαρό πρώην υπουργό της κυβέρνησης Τσίπρα - Καμμένου, η κυβέρνηση «επικαλείται την πανδημία για να εξαφανίσει τις αντιδράσεις. Για να τις απαγορεύσει. Αυτό, εκτός από πρωτάκουστο, είναι και ανέντιμο και επικίνδυνο.» Ταυτόχρονα υποστηρίζει «ότι ο στόχος της θα έπρεπε να είναι η προστασία της υγείας και όχι το να νομοθετεί ακραία νομοσχέδια μέσα σε ένα αποστειρωμένο περιβάλλον χωρίς αντιδράσεις.» Και καταλήγει δηλώνοντας ότι «η Δημοκρατία δεν μπαίνει σε καραντίνα, ούτε σε γύψο». 

Και που παραπέμπει, η αναφορά στον γύψο; Σε δηλώσεις του δικτάτορα Παπαδόπουλου,  κλείνοντας έτσι περίτεχνα το μάτι, σε αυτούς που φωνάζουν ότι «η χούντα δεν τέλειωσε το ‘73» και σε αυτούς που νυχθημερόν αναφέρονται στη σύγχρονη χούντα του Κυριάκου Μητσοτάκη. 

Άλλος σοβαρός πρώην υπουργός, κατηγορεί την κυβέρνηση ότι εξαγγέλλει «διώξεις εναντίον των χιλιάδων νέων και εκπαιδευτικών που συμμετείχαν σε συγκεντρώσεις και πορείες». Υπενθυμίζει ότι «η μνήμη της Αγανάκτησης παραμένει ζωντανή». 

Δηλώνει δε από το βήμα της Βουλής, ότι η κυβέρνηση «πρέπει να απολογηθεί στα χιλιάδες νέα παιδιά που τους κόβει το μέλλον». Την κατηγορεί ότι «δημιουργεί καθεστώς Κορκονέα στα Πανεπιστήμια» και ότι «φτιάχνει φυτώρια για Κορκονέους.» 

Και προσπαθεί να ενεργοποιήσει τα αντανακλαστικά της μερίδας των γηραλέων οπαδών του, λέγοντας ότι «η επιθετικότητα της Δεξιάς κατά της Αριστεράς ισοδυναμεί με υπονόμευση της Δημοκρατίας. Πρόκειται για το πνεύμα ενός νέου εμφυλίου».

Ας μην δαπανούν χρόνο και φαιά ουσία οι καλοθελητές, που γράφουν για αόριστες και γενικές συναινέσεις. Την συναίνεση τους στην κυβέρνηση, την προσφέρουν οι πολίτες, μέσω της αποδοχής με υψηλά ποσοστά των μέτρων και των πολιτικών που εξαγγέλλει και εφαρμόζει. 

Συναίνεση με πολιτικούς, που μηρυκάζουν μονότονα τη διχαστική επιχειρηματολογία περί χούντας και εμφυλίου, δεν μπορεί να υπάρξει. Η συναίνεση των πολιτών, είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσα και πιο σημαντική.