Τουρισμός και αγροτική οικονομία συνοδοιπόροι του επιχειρείν
Αρθρο

Τουρισμός και αγροτική οικονομία συνοδοιπόροι του επιχειρείν

Η πρόσφατη ανακοίνωση του υπουργού Τουρισμού περί ανοίγματος της φετινής τουριστικής περιόδου 14ης Μαΐου, αποτελεί ένα θετικό μήνυμα προς την αγορά, η οποία εναποθέτει πολλές από τις προσδοκίες της στη θερινή σεζόν, ώστε το 2021, παρά τις επιπτώσεις του Covid-19, να αποτελέσει μια αναπτυξιακή χρονιά.

Από τον τουρισμό, εξάλλου, εξαρτούν την ανάπτυξή τους βασικοί τομείς της εγχώριας παραγωγής, όπως και ένα μεγάλο μέρος των εταιρειών παροχής υπηρεσιών.

Όλοι γνωρίζουμε ότι, ο τουρισμός συνδέεται άμεσα όχι μόνο με το ελληνικό τοπίο που προσφέρει ένα μοναδικό θέαμα σε κάθε ξένο τουρίστα, αλλά και με τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, κυρίαρχο προσδιοριστικό στοιχείο της ευρωπαϊκής ιστορίας. Αν μάλιστα συνδυάσουμε τη φύση και την ιστορία της Ελλάδας, με την εύκρατη γη της και τα πλούσια, σε γευστικά και θρεπτικά συστατικά, προϊόντα της, αν δηλαδή συνδέσουμε το λεγόμενο «τουριστικό» πακέτο και με τη γαστρονομία, τότε καθίσταται ξεκάθαρο ότι αυτό το οποίο προσφέρει η χώρα σε κάθε ξένο τουρίστα δεν είναι απλά μια ανταγωνιστική πρόταση, αλλά μια μοναδική εμπειρία, που όμοιά της ίσως να μη συναντάται στον κόσμο.

Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που το ΑΕΠ της Ελλάδας εξαρτάται κατά περίπου 13% από την τουριστική δραστηριότητα, με τα συνολικά ετήσια έσοδα από τον τουρισμό να έχουν φθάσει -πριν το ξέσπασμα της πανδημίας- στα 25 δισ. ευρώ και ειδικά από τον εισερχόμενο τουρισμό τα 18,18 δισ. ευρώ και τις τουριστικές αφίξεις να ανέρχονται σε 34 εκατ., με την κρουαζιέρα. Δεν είναι τυχαίο, επίσης, που η Γερμανία, με προ Covid στοιχεία, ήταν η πρώτη χώρα σε τουριστικές αφίξεις για την Ελλάδα με 4,026 εκατ. επισκέπτες το 2019.

Και μια και μιλάμε για τη Γερμανία δεν πρέπει να ξεχνάμε το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που επιδεικνύει ο Γερμανός πολίτης για τον Ελληνικό πολιτισμό. Γενικότερα, ο λαός της Γερμανίας τρέφει ιδιαίτερα αισθήματα για την Ελλάδα, για την ιστορία και τον πολιτισμό της και η επιλογή της χώρας ως βασικός τουριστικός προορισμός καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από αυτό ακριβώς το στοιχείο.

Αν, δε, συνυπολογίζουμε το ενδιαφέρον του μέσου Γερμανού καταναλωτή για την υγιεινή διατροφή, για τα φρέσκα - ποιοτικά προϊόντα όπως και για τα βιολογικά αγροτικά αγαθά, που πλούσια προσφέρει η ελληνική γη, τότε γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι, ο Γερμανός τουρίστας έχει έναν ακόμη λόγο να διατηρεί ψηλά στις επιλογές του την Ελλάδα.

Διότι δεν είναι μόνο η εμπειρία ενός μοναδικού ταξιδιού στην ιστορία και σε έναν όμορφο τόπο, που τον οδηγούν στην Ελλάδα, αλλά και το γεγονός ότι πρόκειται για μια χώρα που επί αιώνες καλλιεργεί την εύφορη γη της, παράγοντας προϊόντα αυξημένης διατροφής αξίας. Μια χώρα που διαμόρφωσε τη δική της ξεχωριστή κουζίνα, πειραματιζόμενη με προϊόντα και γεύσεις, “στρώνοντας” για κάθε εποχή του χρόνου και από ένα διαφορετικό «τραπέζι» και για τον ξένο τουρίστα.

Η γαστρονομία έρχεται, σήμερα, να εμπλουτίσει το τουριστικό ελληνικό προϊόν, προσφέροντας μια πλήρως διαφοροποιημένη πρόταση έναντι του ανταγωνισμού που αναπτύσσεται με άλλους ισχυρούς εθνικούς τουριστικούς προορισμούς.

Οι Γερμανοί καταναλωτές αναγνωρίζουν τη διαφορετικότητα αυτή και το αποδεικνύουν με την πολυπληθή παρουσία τους κάθε χρόνο στην Ελλάδα. Δρουν, δε, ως πρεσβευτές για τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα, αφού με κάθε ευκαιρία τα αναζητούν επιστρέφοντας στη χώρα τους.

Κατά συνέπεια, τουρισμός και αγροτική οικονομία, αν και αποτελούν δύο ανεξάρτητους κλάδους για την εγχώρια αγορά, ακολουθούν και κοινά μονοπάτια στο χώρο του επιχειρείν. «Βαδίζοντας» σε αυτά, οι μεν Έλληνες παραγωγοί καλλιεργούν νέες ευκαιρίες εξωστρεφούς δράσης, οι δε επιχειρηματίες του τουρισμού εμπλουτίζουν το παρεχόμενο προϊόν τους με παραδοσιακές γεύσεις και αξέχαστα αρώματα της ελληνικής γης.

* Ο Αθανάσιος Κελέμης είναι Γενικός Διευθυντής του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου