Το τρίγωνο της διαπλοκής μεταξύ γλώσσας, ψυχολογίας και πολιτικής

Το τρίγωνο της διαπλοκής μεταξύ γλώσσας, ψυχολογίας και πολιτικής

Του Νίκου Ρωμανού*

Σε μια στιγμή που στο επίκεντρο της επικαιρότητας βρίσκονται άλλα τρίγωνα διαπλοκής, αποφάσισα να γράψω για ένα πολύ πιο χρήσιμο και φαινομενικά αθώο τρίγωνο διαπλοκής. Αυτό μεταξύ της γλώσσας, της ψυχολογίας και της πολιτικής. Και αυτό το τρίγωνο διαπλοκής φαίνεται πως το γνωρίζει, το «εκτρέφει» και το εκμεταλλεύεται εξίσου καλά με το άλλο, ο Τσίπρας, ο παιδικός του φίλος Παππάς και η παρέα/θίασος τους. Τουλάχιστον όσο διατηρούσαν την ψυχραιμία τους…

Από την μία η γλώσσα είναι το βασικό εργαλείο του πολιτικού. Ειδικά σε έναν λαό που έχει μάθει, συνηθίσει και βολευτεί να σκέφτεται «συνθηματικά». Η επιλογή των συγκεκριμένων λέξεων που χρησιμοποιούνται για την επικοινωνία μιας ιδέας, μιας πολιτικής ή μιας κριτικής αποκτά βαρύνουσα σημασία. Πολλές φορές ακόμα μεγαλύτερη και από την ίδια την ουσία του μηνύματος.

Από την άλλη η γλώσσα είναι το βασικό εργαλείο διαμόρφωσης της ψυχολογίας μας. Με την γλώσσα (για την ακρίβεια με την επανάληψη εσωτερικών μονολόγων), διαμορφώνουμε τις αυτόματες σκέψεις μας οι οποίες με την σειρά τους διαμορφώνουν τα συναισθήματα, τις συμπεριφορές και τις γνωστικές μας αντιδράσεις. Έτσι ακριβώς διαμορφώνονται και οι συλλογικές πεποιθήσεις. Με την επιλογή των κατάλληλων λέξεων και την επανάληψη τους… Όσο πιο έντονη δε η επανάληψη του μηνύματος, τόσο πιο απίθανη και μάταιη η λογική αμφισβήτηση του. Τι πετυχαίνουμε έτσι; Την εύκολη παραγωγή παράλογων συλλογικών πεποιθήσεων και το χτίσιμο του συλλογικού υποσυνειδήτου με αυτές.

  • Δημοκρατική παράταξη: Ένας όρος που κυριολεκτικά χαρακτηρίζει όλες τις παρατάξεις οι οποίες σέβονται και υπηρετούν την δημοκρατία. Κι όμως στο συλλογικό μας υποσυνείδητο έχει εγγραφεί ως συνώνυμο της κεντροαριστεράς. Με αποτέλεσμα, αφενός, η θετική φόρτιση της λέξης δημοκρατία να ταυτιστεί αυθαίρετα με ένα μόνο κομμάτι του δημοκρατικού φάσματος και αφετέρου, να επικρατήσει η παράλογη πεποίθηση πως αυτό που διαφοροποιεί την κεντροαριστερά από την κεντροδεξιά είναι η δημοκρατικότητα. Αυτός εξάλλου είναι και ο βασικός ρόλος κάθε ταμπέλας. Nα διαφοροποιεί το ένα «προϊόν» από το άλλο.
  • Καταστολή: Στην πραγματικότητα σημαίνει «δραστική αντιμετώπιση μιας εξέγερσης ή παρόμοιας αντίδρασης». Στο συλλογικό μας υποσυνείδητο όμως έχει περάσει ως συνώνυμο κάθε αστυνομικού μέτρου, φορτίζοντας έτσι με αρνητικό πρόσημο την τήρηση του νόμου και της τάξης. η οποία αποτελεί βασικό συστατικό της δημοκρατίας. Μια χώρα όπου δεν μπορεί να διασφαλιστεί η τήρηση των δημοκρατικά ψηφισμένων νόμων και του συντάγματος δεν μπορεί να λέγεται δημοκρατική. Η χρήση του όρου καταστολή είναι τόσο αυθαίρετη ώστε χρησιμοποιείται ακόμα και για την περιγραφή μέτρων που στοχεύουν στην πρόληψη όπως οι κάμερες ασφαλείας, ή προληπτική παρουσία της αστυνομίας σε έναν χώρο κοκ. Ενίοτε δε εναλλάσσεται ή αλληλοσυμπληρώνεται στον δημόσιο διάλογο με τον όρο αστυνομοκρατία.
  • Ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς: Άλλη μια ταμπέλα που ταυτίζει την αριστερά με την θετικά φορτισμένη έννοια της ηθικής. Αποτελεί πια συλλογική παράλογη πεποίθηση με μοναδικό επιχείρημα την κυβερνητική απειρία της αριστεράς. Βέβαια κυβερνητική απειρία έχει και ο Βασίλης Λεβέντης με την Ένωση Κεντρώων αλλά δεν άκουσα ποτέ για το ηθικό πλεονέκτημα του κέντρου… Κάτι δηλαδή που λογικά θα έπρεπε να θεωρείται μειονέκτημα (έλλειψη εμπειρίας και χαμηλή αποδοχή που δεν έφερε ποτέ πριν τη νίκη) μετατρέπεται σε πλεονέκτημα αυθαίρετα. Για να έχει κάποιος πλεονέκτημα έναντι κάποιου άλλου πρέπει να μπορούν να συγκριθούν. Για να μπορούν να συγκριθούν πρέπει να κυβερνήσουν (ιδανικά, χάριν της σύγκρισης αλλά όχι της χώρας) για ίσο διάστημα σε ίδιες οικονομικό-κοινωνικές συνθήκες και να μετρήσουμε αριθμό/μέγεθος σκανδάλων για κάθε έναν. Μόνο τότε θα είχαμε μια υποτυπώδη ένδειξη ηθικής σύγκρισης (με πολλούς αστερίσκους). Μέχρι τότε, το ηθικό πλεονέκτημα δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια ακόμα «αυταπάτη»…
  • Αγώνας: Η επίπονη προσπάθεια για την επίτευξη ενός σκοπού. Ο αγώνας εξ ορισμού έχει δύο σκέλη: την προσπάθεια και τον σκοπό. Κανονικά η φόρτιση της λέξης καθορίζεται από τον σκοπό. Ωστόσο η ταμπέλα του αγωνιστή μπαίνει με την ίδια ευκολία σε αυτόν που χάνει την ζωή του στον πόλεμο υπερασπιζόμενος την πατρίδα του και σε αυτόν που κάνει κατάληψη σε ένα γραφείο, ένα πανεπιστήμιο ή ένα σχολείο για να χτίσει την πολιτική του καριέρα, να διεκδικήσει κάποια προνόμια, ή να χάσει μάθημα. Η ταμπέλα του αγωνιστή μπαίνει με την ίδια ευκολία σε αυτόν που παλεύει θαρραλέα με μια ανίατη ασθένεια και σε αυτόν που παλεύει για την πρόσληψη του ή για ένα ρουσφέτι. Η ταμπέλα του αγωνιστή μπαίνει ακόμα και σε αυτόν που καταστρέφει δημόσια ή ιδιωτική περιουσία. Πολλές φορές μάλιστα μπαίνει και στο βιογραφικό ως στοιχείο οικογενειακής κατάστασης (γιός/κόρη αγωνιστή, σύντροφος αγωνιστή κοκ) ή ως εργασιακή εμπειρία (χωρίς απαραίτητα να προσδιορίζεται ο σκοπός του αγώνα) και θεωρείται σημαντικό εφόδιο για πολιτική και διοικητική ανέλιξη. Αντίθετα ποτέ δεν έχω δει την «αγωνιστικότητα» στο βιογραφικό όσων παλεύουν καθημερινά να κρατήσουν ανοιχτή την επιχείρηση τους, όσων αγωνίζονται να διασώσουν θέσεις εργασίας, όσων επιμένουν να είναι νομότυποι και συνεπείς στις δυσβάστακτες οικονομικές τους υποχρεώσεις προς το κράτος, όσων αγωνίζονται να είναι παραγωγικοί, δημιουργικοί και να βελτιώνονται κάθε μέρα.

Τα παραδείγματα είναι ατελείωτα και πρακτικά αδύνατον να χωρέσουν σε ένα άρθρο. Σε κάθε περίπτωση, το συμπέρασμα είναι πως από την μεταπολίτευση μέχρι σήμερα  έχουν περάσει 3 γενιές (Generation X, Millennials & Generation Z), έχουμε κάνει 17 εκλογές και έχουμε αλλάξει 13 πρωθυπουργούς, αλλά διατηρούμε τις ίδιες αντιλήψεις…

 Ίσως πρέπει να ασχοληθούμε λίγο πιο σοβαρά με αυτό το τρίγωνο της διαπλοκής, μεταξύ γλώσσας, ψυχολογίας και πολιτικής, αν θέλουμε πραγματικά «να τελειώνουμε με το παλιό»…

 

*Ο κ. Νίκος Ρωμανός είναι επιχειρηματίας - ψυχολόγος, MBA, BA Psychology