Το πρόβλημα δεν είναι η ύφεση αλλά ότι δεν έχουμε μεταρρυθμιστές υπουργούς

Το πρόβλημα δεν είναι η ύφεση αλλά ότι δεν έχουμε μεταρρυθμιστές υπουργούς

Στο σχετικά ευνοϊκό σενάριο η κυβέρνηση έχει να αντιμετωπίσει ύφεση 7.5% (δήλωση Κεντρικού Τραπεζίτη) ή ύφεση 9% (δήλωση θεσμών). Το αντίστοιχο πρωτογενές έλλειμμα θα είναι μεγαλύτερο από 5.5% και η ανεργία θα προσεγγίσει το 20%. Τα νούμερα θα είναι χειρότερα αν υπάρξουν νέα μέτρα, είτε σε οικονομικό είτε σε υγειονομικό επίπεδο. Στην πραγματικότητα αυτά τα νούμερα, αν και ακραία, δεν είναι η πηγή του οικονομικού εφιάλτη εφόσον υπάρξει σχετικά σύντομα αποτελεσματικό και ασφαλές εμβόλιο. Γνωρίζουμε ότι σε αυτή την περίπτωση θα υπάρξει ανάκαμψη και ότι όσο βρισκόμαστε στο ευρωπαϊκό άρμα δεν θα κινδυνέψουμε με πτώχευση. Αυτό που προβληματίζει είναι η ποιότητα και το εύρος της ανάκαμψης. 

Στην πραγματικότητα, ο προβληματισμός μου πηγάζει από το ότι η κυβέρνηση, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν προχωρά τις αναγκαίες για τη χώρα οικονομικής φύσεως μεταρρυθμίσεις, οι οποίες είναι ότι το σημαντικότερο για να γίνουμε δυτικού τύπου οικονομία με υψηλό ανθρώπινο κεφάλαιο.

Το προεκλογικό πρόγραμμα της ΝΔ τέθηκε σε σωστές βάσεις: στήριξη των ιδιωτικών και δημόσιων παραγωγικών επενδύσεων, μείωση ως και εξάλειψη της γραφειοκρατίας με ρητές και εφαρμόσιμες προθεσμίες, ειδικά οικονομικά δικαστήρια για τη γρήγορη αντιμετώπιση των θεμάτων, αντιμετώπιση του προβλήματος των κόκκινων δανείων, απελευθέρωση των λειτουργικών αποφάσεων των ΑΕΙ και αξιολόγησή τους ώστε να υπάρξουν αυτόνομα και να συνδεθούν με την αγορά εργασίας, παύση της συναλλαγής κράτους-πολίτη με χρήση των τεχνολογιών, κλπ. 

Από αυτά δεν έχει γίνει πρακτικά τίποτα. Αν είχαν προχωρήσει κάποιες από αυτές τις μεταρρυθμίσεις, ιδιαίτερα τα μεγάλα έργα και ο εκσυγχρονισμός του κράτους, η κρίση θα ήταν σαφώς μικρότερη το 2020 αλλά και η ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια θα ήταν ισχυρότερη. Η ΝΔ εκλέχτηκε με ένα σχετικά σωστό πρόγραμμα το οποίο καθυστερεί στην εφαρμογή του. 

Διαφαίνονται διάφορες αιτίες για την κωλυσιεργία. Η προφανής είναι ότι η κυβέρνηση έθεσε ως προτεραιότητα την υγειονομική κρίση και τα ελληνοτουρκικά. Αλήθεια όμως σε αυτήν την περίπτωση τι τα χρειαζόμαστε τα υπουργεία οικονομικών, ανάπτυξης, εργασίας, παιδείας, εργασίας, δικαιοσύνης, αγροτικής ανάπτυξης κλπ.; Μόνο για να διεκπεραιώνουν τις γύρω από την κρίση τρέχουσες υποθέσεις και να επιδιώκουν την απορρόφηση κονδυλίων; Χρειαζόμαστε την επιτροπή Πισσαρίδη και το πολύ σωστό έργο της που πρακτικά ξαναέγραψε (έστω με σωστότερο και πιο επιστημονικό τρόπο) το προεκλογικό πρόγραμμα της ΝΔ;

Ο λιγότερο προφανής λόγος της κωλυσιεργίας είναι ότι με εξαίρεση δύο υπουργεία που εκτελούν το πρόγραμμα και τις οικονομικές του προεκτάσεις (ψηφιακής διακυβέρνησης και περιβάλλοντος και ενέργειας) υπάρχει κυβερνητικό έλλειμμα σε ανθρώπινο κεφάλαιο, όχι γενικά (προς θεού), αλλά εξειδικευμένα σε σχέση με τους στόχους. Το πρόβλημα κατά κανόνα δεν εντοπίζεται μόνο στους υπουργικούς θώκους αλλά και στη στελέχωση των υπουργείων και λαμπρό παράδειγμα αποτελεί η πρόσφατη συμπλήρωση του υπουργείου εργασίας με σωστό τρόπο. Είναι όμως απορίας άξιο πώς οι συντάκτες ενός καλού προγράμματος δεν ανευρίσκουν τρόπους και πρόσωπα που θα το υλοποιήσουν. 

Ο τρίτος λόγος της κωλυσιεργίας είναι πάντα το πολιτικό κόστος, το οποίο όμως φαίνεται πως τούτη την ώρα ισχύει λιγότερο. Η αξιωματική αντιπολίτευση είναι ανύπαρκτη και εκτός πραγματικότητας, ενώ η πραγματική μεταρρυθμιστική κεντροαριστερά είναι διασπασμένη. Ο κόσμος είναι έτοιμος από καιρό και οι ομάδες συμφερόντων βουλιάζουν στην εσωστρέφειά τους.

Η ευθύνη βαραίνει τον πιο μεταρρυθμιστή πρωθυπουργό της αντιπολίτευσης (τουλάχιστον σε ότι αφορά τις προγραμματικές του θέσεις). Καλύτερη ώρα από τούτη δεν υπάρχει. Κονδύλια προσφέρονται απλόχερα από φθηνό δανεισμό και από την ΕΕ, αν και σε πολλές περιπτώσεις (πχ μεταρρυθμίσεις στην ανώτατη εκπαίδευση) δεν χρειάζονται. Τι περιμένει η κυβέρνηση για να εφαρμόσει το πρόγραμμά της, τις θέσεις της επιτροπής Πισσαρίδη, η όλα αυτά που φωνάζουν οι σοβαροί οικονομολόγοι και πολιτικοί επιστήμονες από τις αρχές της δεκαετίας του 2000;   

*Ο Μάνθος Ντελής είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικής και Τραπεζικής στο Montpellier Business School