Το Πολυνομοσχέδιο βάζει ταφόπλακα στην έρευνα;

Το Πολυνομοσχέδιο βάζει ταφόπλακα στην έρευνα;

Του Δημήτρη Κουρέτα*

Οι Ειδικοί Λογαριασμοί Κονδυλίων Έρευνας των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων ιδρύθηκαν και λειτουργούν σύμφωνα με το Π.Δ. 431/1982 και την ΚΥΑ 679/1996, όπως αυτή έχει τροποποιηθεί και κυρωθεί με το Νόμο 3794/2009, αποτελούν αυτοτελή διοικητική και διαχειριστική οντότητα μέσα στο οικείο ΑΕΙ (Ολομ. ΕΣ 27/2010, ΕΣ 320/2005), με ευρεία διοικητική, διαχειριστική και δημοσιονομική αυτοτέλεια (Ολομ. ΕΣ 726/2012), χωρίς ίδια νομική προσωπικότητα, με διαχείριση χωρίς αναφορά ή περιορισμό από τις διατάξεις που αφορούν τις πιστώσεις του ΑΕΙ, κατά παρέκκλιση κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης, δεν χρηματοδοτούνται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό και διαχειρίζονται ερευνητικά, αναπτυξιακά και άλλα έργα τα οποία χρηματοδοτούνται από το ΕΣΠΑ και κατά συντριπτική πλειοψηφία από ανταγωνιστικά Ευρωπαϊκά προγράμματα, και ιδιωτικούς πόρους.

Στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας απασχολούνται (με συμβάσεις έργου) περίπου 3.000 άτομα, (φοιτητές, μεταπτυχιακοί φοιτητές, υποψήφιοι διδάκτορες, ερευνητές κλπ) στα διάφορα ερευνητικά προγράμματα και αμείβονται από αυτά, ενώ το μόνιμο προσωπικό του ΑΕΙ αριθμεί περί τα 470 μέλη ΔΕΠ.  Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, επειδή πιθανά ο πολύς κόσμος δεν γνωρίζει, το Πανεπιστήμιο μας, πριν την κρίση, χρηματοδοτούταν από τον Κρατικό Προϋπολογισμό με το ποσό των  10 εκατ. ευρώ, για κάλυψη λειτουργικών του αναγκών (εκτός της μισθοδοσίας), που κάλυπτε δαπάνες για καθαριότητα, φύλαξη, συντήρηση, φως, νερό, κλπ. Σήμερα η χρηματοδότηση από τον Κρατικό Προϋπολογισμό μειώθηκε κατά 50%.

Τα μέλη ΔΕΠ του Ιδρύματος, συμμετέχοντας σε διάφορες ανταγωνιστικές δράσεις (κυρίως διεθνικών προγραμμάτων) οι οποίες είχαν να κάνουν με  ερευνητικές, τεχνολογικές, αναπτυξιακές, εκπαιδευτικές, επιμορφωτικές, επιστημονικές, καλλιτεχνικές και συναφείς προς το σκοπό λειτουργίας τους ιδρύματος δραστηριότητες, κατάφεραν να προσελκύσουν ανταγωνιστικά κονδύλια άνω των 10 εκ ευρώ. Σημειώνεται ότι οι προτάσεις υποβάλλονται για έγκριση απευθείας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, χωρίς την παρέμβαση των θεσμών του κράτους μέλους, όπως επίσης και σε ιδιωτικούς φορείς. Οι προτάσεις που υποβάλλονται ανταγωνίζονται με προτάσεις από όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ και επιλέγονται μετά από συγκριτική αξιολόγηση.

Το ποσό αυτό (εν μέσω κρίσης) το 2015 ανήλθε σε 18 εκατ. ευρώ. Από τις χρηματοδοτήσεις αυτές, ένα μέρος (overheads) προορίζεται για κάλυψη λειτουργικών αναγκών του Πανεπιστημίου καθώς και την αποζημίωση του ερευνητικού του δυναμικού (αυτών των 3000 ατόμων που είπαμε πιο πριν). Δηλαδή χωρίς αυτή τη δραστηριότητα, το ίδρυμα, όπως και πολλά άλλα δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει.

Με βάση το άρθρο 101 του πολυνομοσχεδίου που ψηφίστηκε προχθές, καταργείται παλιότερη διάταξη (του Ν.4310/2014 άρθρο 23 παρ. 10), που εξαιρούσε τους ΕΛΚΕ των ΑΕΙ από την πληρωμή των αποζημιώσεων όλων των απασχολούμενων στα ερευνητικά έργα μέσω της Ενιαίας Αρχής Πληρωμών με παράλληλη υποβολή στοιχείων στο Υπουργείο Παιδείας.  

Με την κατάργηση των διατάξεων του άρθρου 23 παρ.10 του Ν.4310/2014, αρχίζει η υποχρέωση απογραφής των ερευνητών στην Ενιαία Αρχή Πληρωμών, αλλάζει ο τρόπος καταβολής των αμοιβών μέσω (ενδεχομένως) χρονοβόρων διαδικασιών από την Τράπεζα της Ελλάδος, επιβαρύνεται με υπέρμετρο διοικητικό βάρος το έργο των ΕΛΚΕ των ΑΕΙ αποθαρρύνοντας την οποιαδήποτε ερευνητική δραστηριότητα, δημιουργώντας σύγχυση και αβεβαιότητα ως προς τις διαδικασίες διαχείρισης των κονδυλίων και των υποχρεώσεων έναντι των φορέων χρηματοδότησης (τίθενται εν αμφιβόλω τα παραδοτέα των έργων πλέον).

Με την απογραφή των ερευνητών στην Ενιαία Αρχή Πληρωμών, θα εμφανίζεται το Δημόσιο με επιπλέον 60-70.000 αμειβόμενους (μόνο από τα ΑΕΙ), οι οποίοι θα αυξήσουν αιφνιδιαστικά και πλασματικά τους απασχολούμενους του Δημοσίου (πλέον του 10% αύξηση καταγεγραμμένων απασχολούμενων).  Είναι κάτι που τη δεδομένη χρονική στιγμή το θέλουμε;

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να το εξυπηρετήσει όλο αυτό το εγχείρημα;

Το ότι αυτό είναι καθαρά ένα αντιαναπτυξιακό κίνητρο για την έρευνα το αντιλαμβανόμαστε;

Τελειώνοντας, για να μπορούν τα Ιδρύματα να ανταποκριθούν στις υψηλές απαιτήσεις της ερευνητικής λειτουργίας τους κρίνεται σκόπιμο να εξοπλιστούν θεσμικά με χρηματοδοτικά εργαλεία ευέλικτα, τα οποία θα ανταποκρίνονται στις ανάγκες και τις ιδιομορφίες που χαρακτηρίζουν την ερευνητική δραστηριότητά τους και οι οποίες δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν στα αυστηρά πλαίσια των παραπάνω διατάξεων. Σε διαφορετική περίπτωση, απομένει και η «εν πράγμασι» αποδόμηση του συστήματος, καθώς μέσα από τις μεγαλόστομες διακηρύξεις και μετά και την ψήφιση των νομοσχεδίων, θα απομένουν διαρκώς αναπάντητα ερωτήματα:

Ποιος εθνικός διάλογος για την παιδεία;

Ποια ερευνητική πολιτική;

Ποια εμπορική αξιοποίηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων;

* Ο κ. Δημήτρης Κουρέτας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, πρώην αναπληρωτής Πρύτανης.