Το παμπάλαιο ρήγμα

Το παμπάλαιο ρήγμα

«?νθέλληνες λιμπεραλιστ?ς, γκλομπαλιστ?ς κα? νεοταξίτες.
Πληρωμένοι ?πάλληλοι τ?ς χρηματοπιστωτικ?ς ?λ?τ, σ? διατεταγμένη ?πηρεσία»

Αυτό το σχόλιο εισέπραξα, προφανώς από υποστηρικτή της κυβέρνησης, σε μία ανάρτηση μου στα social media για την ποιότητα της δήλωσης του διοικητή του ΟΑΕΕ, που έλεγε ότι όποιος ελεύθερος επαγγελματίας δεν μπορεί να πληρώσει τις εισφορές του, ας μεταναστεύσει στη Βουλγαρία. Η μπάλα, στην εξέδρα.

Δεν παρεξηγούμαι, καθώς έχω συνηθίσει σε τέτοια, αλλά παίρνω το παράδειγμα για να κάνω μερικές σκοτεινές σκέψεις.

Είναι φαντάζομαι αρκετά συνηθισμένο να αντικρούεται μία άποψη όχι με κριτική στην ίδια, αλλά με συνολική απαξίωση στον φορέα της, και μάλιστα με μία «ολιστική» περιγραφή του, όσο πιο μαύρη και σκοτεινή, τόσο το καλύτερο.

Με έχει απασχολήσει πολύ το είδος του καρκίνου που ταλαιπωρεί το κοινωνικό μας σώμα και μας εμποδίζει να κτίσουμε την απαραίτητη εμπιστοσύνη που είναι η βάση για ένα θεσμικό περιβάλλον που θα εγγυάται μία βιώσιμη ανάπτυξη. Έχει πολλές μορφές, μία από αυτές είναι ο τεμαχισμός της κοινωνίας σε ανταγωνιστικές συλλογικότητες που δεν μπορούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους.

Υπάρχει μία αίσθηση σε ορισμένες συλλογικότητες μία αίσθηση ταυτότητας που δεν προκύπτει τόσο από τη θετική αυτογνωσία και αυτοσυνείδηση, όσο από τον διαχωρισμό της από όσους θεωρεί αντιπάλους. Αντιπάλους που πρέπει να περιγραφούν με όσο το δυνατόν αρνητικότερο τρόπο. Στο παράδειγμα που χρησιμοποίησα στην αρχή ο αντίπαλος δεν συμμερίζεται την ίδια πατρίδα (ανθέλληνας), είναι της «παγκοσμιοποίησης» (που μάλλον είναι σαν τα «πρωτόκολλα της Σιών»), της «Νέας Τάξης» (κάτι σαν ναζιστής), πληρωμένος από ξένα σκοτεινά κέντρα (άρα δεν έχει δική του βούληση), σε διατεταγμένη υπηρεσία (πιόνι). Έτσι, με τη δαιμονοποίηση αυτού που ορίζεται σαν αντίπαλος, ανεβαίνει η αυτοεκτίμηση της συλλογικότητας, που είναι βέβαια απαλλαγμένοι από όλες αυτές τις αρνητικές έννοιες, «καλοί» άνθρωποι.

Φυσικά έτσι ξεμπλέκει κανείς από τον διάλογο, αφού δεν νοείται να συζητάς σοβαρά με «υπανθρώπους».

Η μείωση του αντιπάλου σαν κάτι βδελυρό, «κακό», που βυσσοδομεί ενάντια στην «καλή» συλλογικότητα, είναι μία διαχρονική φαντασίωση αυτού που αυτοπροσδιορίζονται σαν «Αριστερά». Με άλλα λόγια, αλλά με το ίδιο νόημα, διεκδικεί το «ηθικό πλεονέκτημα», για τον εαυτό της, και για όσους ταυτίζονται μαζί της.

Η αναζήτηση της ανωτερότητας και η αξιακή υποβάθμιση του αντιπάλου δεν είναι αποκλειστικότητα της «Αριστεράς». Το συναντάμε και στους χούλιγκανς των ποδοσφαιρικών ομάδων, το βλέπουμε και σε πολλούς σχηματισμούς της «Δεξιάς» που και αυτοί διεκδικούν την καταδίκη των αντιπάλων τους στο πυρ το εξώτερον. Αλλά είναι πιο συνηθισμένο και πιο εμβληματικό, διαχρονικά, στην «Αριστερά».

Ο διαχωρισμός των ανθρώπων σε «καλούς» και «κακούς» είναι μία διαστροφή σύμφυτη με την πολύπλοκη ανθρώπινη φύση. Είναι μία μάταιη προσπάθεια που εξακολουθεί από τα αρχαία χρόνια, χωρίς η εμπειρία να διδάσκει πολλά, αφού η ζωή είναι μικρή και η μοχθηρία έμφυτη σε όλα τα ανθρώπινα όντα. Η αυταπάτη ότι υπάρχουν άνθρωποι εγγενώς «καλοί» και «κακοί» άνθρωποι θρέφει τον φανατισμό από την αυγή της ιστορίας.

Υποφέρουμε από αυτόν τον ιδιότυπο μανιχαϊσμό στη χώρα μας. Οι λόγοι μπορεί να βρίσκονται στην κατακερματισμένη φύση της κοινωνίας μας, μπορεί στην ιδιομορφία του εθνικού μας μύθου, ίσως στην αυταπάτη ότι είμαστε μοναδικοί, σε κάθε περίπτωση, ταπεινοί σε καμία.

Η κορυφαία αυταπάτη της Αριστεράς, τουλάχιστον στη χώρα μας, είναι ότι συγκροτείται από «καλούς» ανθρώπους, πατριώτες, ενώ οι αντίπαλοι της είναι εξ ορισμού «κακοί», υπηρέτες ξένων αφεντάδων.

Με τον τρόπο αυτόν τροφοδοτείται διαρκώς ένα κλίμα διχασμού και κοινωνικού πολέμου, αφού και οι αντίπαλοι, εξ αντανακλάσεως, προβλέψιμα, ωθούνται να συμπεριφερθούν και εκείνοι διχαστικά, τροφοδοτώντας όλοι μαζί έναν φαύλο κύκλο αντιπαλότητας και βίας.

Αναρωτιέται κανείς πώς μπορεί να χτιστεί η πολυπόθητη εμπιστοσύνη και θεσμοί που να την εκφράζουν, αν δεν αναγνωρίσουν όλοι, όχι τις καλές, γιατί δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα, αλλά τις πραγματικές διαστάσεις των προθέσεων των άλλων, προκειμένου να συζητήσουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η οικοδόμηση ενός δύσκολου μέλλοντος.

Η καταλαγή είναι αυτό που χρειαζόμαστε, αλλά είναι και αυτό που δεν φαίνεται να επικρατεί καθόλου σαν αίτημα, ένθεν και ένθεν του πολιτικού χάρτη, αφού οι συλλογικότητες έχουν συνηθίσει να κτίζουν την αυτοπεποίθηση τους μέσα από τη μείωση του αντιπάλου.

Κάποιος πρέπει να κάνει την αρχή, όσο δύσκολο και αν ακούγεται.