Το «ώριμο φρούτο» της εξωστρέφειας

Το «ώριμο φρούτο» της εξωστρέφειας

Του Νίκου Αρχοντή*

Τα πρόσφατα στοιχεία για την πορεία των ελληνικών εξαγωγών είναι αποκαλυπτικά, παρά τη διττή τους ανάγνωση. Σε απόλυτους αριθμούς, η χώρα καταγράφει απώλειες της τάξης του 1 δις ευρώ, σε επίπεδο εξαμήνου σε σχέση με πέρυσι και η συνολική αξία των εξαγωγών υποχωρεί στη χειρότερη επίδοση από το 2012.

Αν απλώς και μόνο διατηρούνταν τα επίπεδα εξαγωγών του εξαμήνου του 2015, χωρίς καμία πρόσθετη αύξηση, η χώρα δε θα εμφάνιζε ύφεση κατά 0,9%, όπως δείχνουν πλέον τα στοιχεία της ΕΛ-ΣΤΑΤ, αλλά ανάπτυξη περίπου κατά μία μονάδα του ΑΕΠ (κοντά στο μέσο όρο της ευρωζώνης). Αρκετοί τότε ίσως θα μιλούσαν για «ελληνικό θαύμα», «επιστροφή της ανάπτυξης» κτλ.

«Ναι, αλλά η υποχώρηση οφείλεται κυρίως στις διεθνείς τιμές των καυσίμων (που αντιστοιχούν στο 30% των ελληνικών εξαγωγών)», θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί. Και θα έχει δίκιο. Ένας πιο αισιόδοξος θα σημείωνε ότι «οι τιμές του πετρελαίου αντέδρασαν ανοδικά το τελευταίο διάστημα και αυτό, ενδεχομένως, αποτυπωθεί και σε αύξηση των ελληνικών εξαγωγών τους επόμενους μήνες», απορροφώντας ένα μέρος των υφεσιακών φαινομένων και προετοιμάζοντας το έδαφος της ανάκαμψης των...αριθμών, σε όρους ΑΕΠ.

Η πρακτική της αναμονής του «ώριμου φρούτου», ήταν ανέκαθεν ελκυστική για το ανθρώπινο είδος, αλλά απέχει από την πραγματικότητα της εξελικτικής πορείας των κοινωνιών και τον πολιτισμών. Αντίστοιχα, η προσμονή της ωρίμανσης των συνθηκών είναι δημοφιλής έννοια σε όρους πολιτικο-ιδεολογικών διεργασιών, αλλά δε συνάδει πάντα με τον κοστολογημένο χρόνο και τις απαιτήσεις των επιχειρήσεων, της αγοράς.

Είναι αλήθεια, ότι οι διεθνείς συγκυρίες δε στάθηκαν ευνοϊκές για τη χώρα, τα τελευταία χρόνια. Η παγκόσμια οικονομία και το διεθνές εμπόριο δε διέρχονται μέρες άνθησης, για να συμπαρασύρει και τα ελληνικά προϊόντα. Ειδικά, η ευρωοικονομία (που αποτελεί και την κύρια αγορά για τα ελληνικά προϊόντα, σε ποσοστό σχεδόν 65%, χωρίς τα πετρελαιοειδή) «παλεύει» να αναθερμανθεί, ενώ έχει να αντιμετωπίσει και τις επιπτώσεις του BREXIT. Ακόμη και άλλες παραδοσιακά ελκυστικές αγορές για τα ελληνικά προϊόντα βρίσκονται σε καθεστώς αστάθειας, αβεβαιότητας ακόμη και πολεμικών συρράξεων (Μέση Ανατολή, Βόρεια Αφρική, Βαλκάνια).

Όσοι σπεύσουν να αντιτείνουν παραδείγματα όπως «η Πορτογαλία, της διψήφιας αύξησης εξαγωγών (κυρίως προς Ανγκόλα και Βραζιλία, λόγω ειδικών συνθηκών)» ή «η Ιρλανδία της εξωστρέφειας των πολυεθνικών», θα πρέπει να επανεξετάσουν το γεγονός ότι οι αρχικές εκτιμήσεις έχουν επιστραφεί ως υπεραισιόδοξες ή λογιστικά υπερτιμημένες, με σημαντικά μικρότερο τελικό αποτύπωμα ή θετικό πρόσημο στα αντίστοιχα ΑΕΠ των εν λόγω χωρών.

Η πραγματικότητα δείχνει ότι στην περιφέρεια της ευρωζώνης, αλλά και στην Ευρώπη συνολικά επιχειρείται ένας παραγωγικός μετασχηματισμός, σε όρους «νέου διεθνούς καταμερισμού» της οικονομίας και της εργασίας (συμπεριλαμβανομένων των εξελίξεων και του προσφυγικού ζητήματος), από τον οποίο δεν εξαιρείται η Ελλάδα.

Στις παρούσες συνθήκες σχεδόν μηδενικής ρευστότητας, μεγάλων οφειλών του Δημοσίου, δημοσιονομικών προσαρμογών και λιτότητας, έλλειψης κανονικότητας στις συναλλαγές (βλ. capital controls) και ισχνών μακροοικονομικών μεγεθών, οι καθαρές εξαγωγές της χώρας (εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών) εμφανίζουν σημάδια κόπωσης από το 2012 και μετά. Ουσιαστικά έχουν χτυπήσει «ταβάνι» παραγωγικής δυνατότητας και ικανότητας χρηματοδότησης των προσπαθειών εκ μέρους των επιχειρήσεων να διεισδύσουν σε νέες αγορές.

Το αποτέλεσμα είναι η Ελλάδα ακόμη να υπολείπεται σχεδόν 10 μονάδες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο εξωστρέφειας και να εμφανίζει σημαντικά χαμηλότερο αριθμό διεθνοποιημένων επιχειρήσεων από ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι της.

Αντιμετωπίζοντας συχνά –ακόμη και σήμερα- δυσπιστία εκ μέρους των ξένων αγοραστών, αλλά και δυσχερείς όρους πληρωμών, οι Έλληνες Εξαγωγείς, σε περιβάλλον αποεπένδυσης, περισσότερο προσπαθούν να επιβιώσουν, διατηρώντας μερίδια (και πελάτες), παρά επιχειρούν διεθνή επέκταση.

Ένας λόγος που οι εξαγωγές δεν έχουν καταρρεύσει, ακολουθώντας το όλο οικονομικό κλίμα, είναι ακριβώς αυτές οι μακροχρόνιες σχέσεις που έχουν χτίσει με τους πελάτες τους τα προηγούμενα χρόνια. Ωστόσο, εδώ κρύβεται και ένας μεγάλος κίνδυνος, που δεν απέχει πολύ από το φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού. Με συνεχείς εκροές ανθρώπινου δυναμικού, με αδυναμία νέων επενδύσεων σε υλικοτεχνική υποδομή και υπό καθεστώς συνεχιζόμενης αβεβαιότητας, ενισχύεται η πιθανότητα υποκατάστασης ελληνικών προϊόντων από ανταγωνιστικές χώρες και οριστικής απώλειας αγορών.

Η ευδιάκριτη απουσία συγκεκριμένων στοχεύσεων για την ενίσχυση της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας (σε ποσοστό του ΑΕΠ, σε αριθμό εξωστρεφών επιχειρήσεων κτλ.), τόσο στα Προγράμματα Προσαρμογής, όσο και στρατηγικά αναπτυξιακά σχέδια «εθνικής ιδιοκτησίας», μάλλον επιτείνει το πρόβλημα, ακόμη και στο πεδίο της ψυχολογίας της αγοράς.

Δεδομένου ότι ο νέος Αναπτυξιακός Νόμος, το ΕΣΠΑ, το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ ή ακόμη και το «πακέτο Γιουνκέρ» δεν έχουν «περάσει» στην πραγματική οικονομία, οι ελληνικές επιχειρήσεις τελούν ακόμη υπό ένα καθεστώς ιδιότυπης ομηρείας... αναμονής, αναβλητικότητας και αναποφασιστικότητας.

Ορισμένοι πιο υποψιασμένοι ή με πιο αναπτυγμένο ένστικτο αυτοσυντήρησης, με αφορμή και τα capital controls, ήδη προσπαθούν να απεμπλακούν από τις «παθογένειες» του ελληνικού συστήματος, μεταφέροντας έδρες, τραπεζικούς λογαριασμούς και παραγωγικές μονάδες σε γειτονικές χώρες, οι οποίες καλοδέχονται τα δώρα, αφού προικίζονται με εξαγωγικές προοπτικές (έσοδα, θέσεις εργασίας, επενδύσεις).

Το σίγουρο είναι ότι μετά από 8 χρόνια κρίσης και 3 Προγράμματα Προσαρμογής, η Ελλάδα δεν έχει ακόμα αποφασίσει ως ποια χώρα θα εξέλθει τελικά της Μακράς Ύφεσης (σε αντιδιαστολή με τη Μεγάλη Ύφεση των ΗΠΑ). Και αυτή είναι η μεγάλη ευθύνη του πολιτικού προσωπικού της χώρας: ότι δεν έχει εξηγήσει επαρκώς στους πολίτες (ή κατά άλλους έχει αποκρύψει) κυρίως τις υποχρεώσεις της Ελλάδας, ως κοινωνίας και οικονομίας, που απορρέουν από τη συμμετοχή της στις υφιστάμενες διεθνείς συμμαχίες και συνεργασίες στις οποίες έχει ενταχθεί.

Οι ενδείξεις πάντως είναι κάτι παραπάνω από αποχρώσες. Μετά από 300.000 λουκέτα επιχειρήσεων, 1,2 εκατ. ανέργους, χιλιάδες οικονομικούς μετανάστες, κατάρρευση της κατανάλωσης και συρρίκνωση της παραγωγής και της αγοράς. Η άλλοτε (και πολιτικά δοξασμένη) ραχοκοκκαλιά της ελληνικής οικονομίας, η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα έχει συμπιεστεί σε στενό κορσέ για να χωρέσει σε πιο ευρωπαϊκά εναρμονισμένα κοστούμια και να απαλλαγεί από αυτό που πολλοί στο εξωτερικό θα χαρακτήριζαν ως «επιχειρηματική σκολίωση», λόγω του συχνά κρατικοδίαιτου χαρακτήρα της.

Με άλλα λόγια, αφού δεν υπήρχε και η απαραίτητη συναίνεση ή συναπόφαση σε εθνικό επίπεδο, όπως συνέβη και με τον «εξαναγκασμό» στην χρήση ηλεκτρονικού χρήματος με τα capital controls, έτσι «εξωθείται» και ο συγκεντρωτισμός (ενοποίηση) των επιχειρήσεων, προκειμένου να αποκτήσουν κρίσιμη μάζα (παραγωγής, οικονομιών κλίμακος, περιφερειακών συνεργασιών κτλ). Πρόσφατα είναι άλλωστε τα παραδείγματα τραπεζικών «συνοικεσίων» στις αλυσίδες λιανικής.

Αυτή η προοπτική πρέπει να προβληματίσει ιδιαίτερα τις εξωστρεφείς επιχειρήσεις της χώρας ή όσους δεν είχαν προηγουμένως πειστεί, αλλά τώρα αναγνωρίζουν ως μόνη διέξοδο την επέκταση και σε άλλες αγορές. Δεν αρκεί όμως ο προβληματισμός, αν δε γίνουν και οι αντίστοιχες κινήσεις.

Η επένδυση σε ανθρώπινο δυναμικό, σε έρευνα & ανάπτυξη, σε υλικοτεχνική υποδομή, σε σύγχρονες μεθόδους marketing και branding, σε κουλτούρα διεθνούς εμπορίου είναι η απάντηση στην ευκαιριακή, συγκυριακή, αποσπασματική και μη βιώσιμη τελικά εξωστρέφεια. Ευκταίο βέβαια θα ήταν αυτές οι επενδύσεις να έβρισκαν και υποστήριξη από την Επίσημη Πολιτεία ή το τραπεζικό σύστημα, αλλά ίσως δεν έχουν...ωριμάσει ακόμα αυτές οι συνθήκες.

Αντίστοιχα, όσοι, για παράδειγμα, επιρρίπτουν ευθύνες αποτυχίας στους αγροτικούς συνεταιρισμούς ή στην ανεπάρκεια δημόσιων οργανισμών να εναρμονιστούν στις διεθνείς απαιτήσεις, λόγω έλλειψης τεχνοκρατικής διοίκησης, ας αναλογιστούν ότι πάνω από το 90% των ελληνικών εξαγωγικών επιχειρήσεων αναθέτουν τις διασυνοριακές διαδικασίες σε εξωτερικούς συνεργάτες, το 55% επαφίεται στους μεταφορείς για να ορίσουν τον τρόπο και τον χρόνο εξαγωγής, ενώ στη μεγάλη τους πλειοψηφία δε διαθέτουν οργανωμένο τμήμα εξαγωγών (αλλά επιλέγουν τον ελληνικό τρόπο επιμερισμού των διεθνών πωλήσεων μεταξύ τμήματος marketing, λογιστηρίου και...κουμπάρου στο εξωτερικό, όπου αυτά είναι διαθέσιμα).

Η διεθνής βιβλιογραφία αναγνωρίζει ως «εξαγωγική» μία επιχείρηση της οποίας το 30% του τζίρου προέρχεται από διεθνείς πωλήσεις σε τουλάχιστον 3 ξένες αγορές. Σε διαφορετική περίπτωση κατατάσσεσαι απλά ως «προμηθευτής» ενός ή δύο πελατών (στην περίπτωση της Ελλάδας αρκετά συχνά χονδρεμπόρων της ομογένειας).

Οι Αγγλοσάξωνες λένε ότι «όπου υπάρχει θέληση, υπάρχει και τρόπος», αλλά προϋπόθεση είναι να υπάρχει και σχέδιο. Εναλλακτικά, οι γαλλομαθείς γνωρίζουν ότι ο τρόπος μεταφράζεται και ως... φασόν. Είναι και αυτή μία κάποια λύσις. Λειτούργησε και λειτουργεί ακόμα, αλλά έχει «οροφές». Όπως και οι εξαγωγές δια...αντιπροσώπου (που συχνά θα επιβάλλει αποικιοκρατικούς όρους take it or leave it).

Στην εποχή ενίσχυσης της ιδιωτικής (ή λευκής) ετικέτας, όπου 500 μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες (ΤΝCs) ελέγχουν το 70-80% του παγκόσμιου εμπορίου και η Ελλάδα υπολείπεται σε οικονομικό μέγεθος της αλυσίδας Wal-Mart, οι προσδοκίες και οι σχεδιασμοί (εθνικοί και επιχειρηματικοί) για την εξωστρέφεια των ελληνικών προϊόντων θα πρέπει να προσαρμοστούν στις διεθνείς συνθήκες.

Ειδάλλως, υπάρχει πάντα η ευκολότερη επιλογή του «ώριμου φρούτου», εν αναμονή πιο ευνοϊκών συνθηκών, «που θα βγαίνουν τα νούμερα». Μόνο που τα «ώριμα φρούτα», έχουν την κακή συνήθεια να...πέφτουν.

* Ο κ. Νίκος Αρχοντής είναι διευθυντής λειτουργιών ΠΣΕ