Το κοινό δεν «αγοράζει» ούτε Τσίπρα, ούτε Τσακαλώτο

Η ανάμειξη του κ. Νίκου Καρανίκα στο υποτιθέμενο μπρα ντε φερ των Τσακαλώτου – Τσίπρα για την αστική και μη αυτοπεποίθηση, προσδίδει στην παράσταση ένα χαρακτήρα «μπουφονικό».

Ο πρώην υπουργός Οικονομικών δεν αμφισβήτησε τον πρόεδρο του. Έκανε μια χαριτωμένη λεκτική πιρουέτα που τσίγκλησε άσχημα το προεδρικό περιβάλλον και τους προεδρικούς «σωματοφύλακες» περισσότερο απ ότι τον ίδιον τον κ. Τσίπρα. Ο μαρξιστής οικονομολόγος που σπούδασε στην Οξφόρδη, γαλουχήθηκε στο εξωτερικό και κράτησε τις επενδύσεις του εκεί όταν εδώ έπαιζαν μαζί με τον Καμμένο το παιχνίδι της δραχμής είναι πολιτικά ακίνδυνος για τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ.

Έξω στην κοινωνία ο Τσίπρας κολυμπάει σαν το ψάρι στο νερό και ο Τσακαλώτος σαν το ψάρι μέσα στο μέλι. Η 14χρονη κόρη του Τσακαλώτου βρήκε την πλέον εκφραστική περιγραφή της δυναμικής της σχέσης της αστικής αυτοπεποίθησης του πατρός της έναντι της χαρισματικής λαϊκότητας Τσίπρα.

Στα εσωκομματικά νερά του ΣΥΡΙΖΑ, ο πρώην υπουργός τα καταφέρνει ελαφρώς καλύτερα.

Προκαλεί σποραδικά μερικές τρικυμίες στο ποτήρι οι οποίες προκαλούν ελαφρά ναυτία σε στελέχη επιπέδου Βερναρδάκη και Καρανίκα αλλά αφήνουν σχεδόν ατάραχους όλους τους υπόλοιπους που ξέρουν πόσο αδιατάρακτα κυλάει αυτή η σχέση.

Κοντολογίς ούτε ο Τσακαλώτος είναι πρόβλημα για τον Τσίπρα. Ούτε ο Τσίπρας πρόβλημα για τον Τσακαλώτο.

Το συλλογικό τους πρόβλημα το οποίο και οι δυο κατανοούν είναι η μεταβολή της ελληνικής κοινωνίας και η ανάπτυξη αντισωμάτων στα μέσα και τις ταμπέλες με τα οποία ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδικεί το πολιτικό του αύριο. 

Η έρευνα της About people για το Eteron - το thinktank στο οποίο ηγείται ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης – καταγράφει τις δομικές αλλαγές που έχουν συμβεί στην κοινωνία η οποία μετά τις ταλαντώσεις του εκκρεμούς ισορροπεί στον πραγματισμό.

Ο λαϊκισμός που εμπορεύεται ο κ. Τσίπρας με τους προεδρικούς του και ο αριστερός ριζοσπαστισμός που εμπορεύεται η πλευρά Τσακαλώτου και Φίλη δεν βρίσκουν αγοραστές ούτε στα συνήθη κοινά τους.

Τα αποστρέφονται εξίσου άνθρωποι ανεξαρτήτως εισοδήματος και ηλικίας. Νέοι και μεγαλύτεροι. Φτωχοί, μεσαίοι, πλούσιοι.

Τον λαϊκισμό συγκεκριμένα τον απορρίπτει το 71,3% των ανθρώπων που έχουν μηνιαίο εισόδημα έως 500 ευρώ, το 75,7% όσων έχουν εισόδημα έως 1000 ευρώ, το 88,7% όσων διαθέτουν εισόδημα έως 1500 ευρώ. Αρνητικές γνώμες για τον λαϊκισμό εκφράζει το συντριπτικό 84,6% των πολιτών που αυτοποθετούνται στην κεντροαριστερά.

Τη ριζοσπαστική αριστερά τη θεωρεί με μανιχαϊστικό τρόπο «κακό» το 63,9% των πολιτών.

Την αρνείται το 57,5% όσων έχουν μηνιαίο εισόδημα έως 500 ευρώ, το 66,8% με εισόδημα ως 1000 ευρώ και το 61,9%
με εισόδημα έως 1500 ευρώ.

Εξίσου ο όρος «Αριστερά» αξιολογείται στο σύνολο αρνητικά (καλό: 39.4%, κακό: 47.7%)

Το αντίτιμο που πληρώθηκε για τους «μύθους» και τις συλλογικές «αυταπάτες» ήταν η χρόνια υστέρηση και η υπανάπτυξη της χώρας σε όλα τα επίπεδα. Οι πολίτες αντιλαμβάνονται ότι οι ευκαιρίες μας δεν είναι άπειρες. Αν δεν έχουμε εξαντλήσει ήδη τις περισσότερες.

Επιζητούν τη μίξη και τη σύνθεση. Τον πραγματισμό που οδήγησε το 48,8% των Ελλήνων να συμφωνεί με την άποψη ότι
«όσο περισσότερες επιχειρήσεις έχουν μεγάλα κέρδη τόσο περισσότερο θα ωφεληθεί το σύνολο της κοινωνίας». Η μεγαλύτερη υποστήριξη σε αυτή την αρχή προέρχεται από τις νεαρότερες ηλικίες! Στις ηλικίες 17-24 (όπου πάσχει εκλογικά η ΝΔ) συμφωνεί το 53,2%. Στις ηλικίες 25-34 το 49,9%. Η επίσης κλασική «νεοφιλελεύθερη» άποψη ότι «όταν το κράτος δίνει πολλά επιδόματα μαθαίνει τους πολίτες να μην προσπαθούν» βρίσκει πλειοψηφική στήριξη (50,6%) στην ελληνική κοινωνία.

Στις επόμενες πολλές εκλογικές αναμετρήσεις πρώτα θα ηττηθεί αυτός που δεν θα συντονιστεί με τον πραγματισμό της κοινωνίας και λαϊκίσει ασύστολα μετά όποιος επιδοθεί σε εκλογικούς τακτικισμούς που θα δημιουργήσουν το αίσθημα ότι η χώρα χάνει πολύτιμο χρόνο και ευκαιρίες για ανάπτυξη.