Το γράψιμο σαν δουλειά [2]

Το γράψιμο σαν δουλειά [2]

Του Κυριάκου Αθανασιάδη

Στο χθεσινό σημείωμα, ξεκινήσαμε να μιλάμε για τα εισοδήματα που έχουν οι συγγραφείς λογοτεχνίας στο εξωτερικό. Εισοδήματα, εννοούμε, από τις πωλήσεις των βιβλίων τους και από συναφείς ή παράλληλες δραστηριότητες που πάντα, προφανώς, έχουν να κάνουν περισσότερο ή λιγότερο με το αντικείμενό τους, τη λογοτεχνία. Και σημειώσαμε πως η μεγάλη πτώση που σημειώνεται την τελευταία δεκαετία, και ειδικά την τελευταία πενταετία, στα (προ φόρων!) κέρδη τους —πτώση που υπερβαίνει το 40%, κατατάσσοντάς τους αμέσως-αμέσως στις τελευταίες θέσεις των ελευθέρων επαγγελματιών— οφείλεται κυρίως στην Amazon και στις πολιτικές κερδοφορίας που επιλέγει, καθώς και σε άλλες ομοειδείς πλατφόρμες. Μιλήσαμε επίσης για τις ψηφιακές αυτοεκδόσεις, κάτι που επιλέγουν όλο και περισσότεροι συγγραφείς, που όμως δεν λύνουν το πρόβλημα. Και πάλι, ένα πολύ μικρό ποσοστό τους αποδίδει καλά: είναι ήδη πάρα πολλές και αυτές.

Και το (οικονομικό) πρόβλημα όλων των συγγραφέων όπου γης εξακολουθεί να υφίσταται. Γιατί η αλήθεια είναι μία:

Οι εκδόσεις ανήκουν στη σπάνια εκείνη κατηγορία επαγγελμάτων που, όσο περισσότερο δουλεύεις, τόσο περισσότερες πιθανότητες έχεις να χάσεις. Ένα άλλο που θυμόμαστε είναι η χρυσοθηρία.

Πώς μπορεί να «αντισταθεί» ένας αναγνώστης σε όλα αυτά; Γιατί οι αναγνώστες είναι αυτοί που στηρίζουν την αγορά: κανείς άλλος. Καταρχάς, δεν χρειάζεται να αντισταθεί. Μπορεί πολύ απλά να ακολουθήσει το ρεύμα: να εξακολουθήσει να αγοράσει από το Amazon, ή να προμηθεύεται βιβλία από δεύτερο χέρι, μέχρι να φτάσουμε στο σημείο να μην εκδίδουν παρά μόνο όσοι συγγραφείς έχουν ήδη ένα καλό εισόδημα από άλλες δραστηριότητες. Γιατί κανείς συγγραφέας, πλην μιας χούφτας ευκατάστατων, δεν θα μπορεί να στηρίζεται οικονομικά από τις πωλήσεις των βιβλίων του. Δεν το μπορεί ΗΔΗ. Φανταστείτε τι πρόκειται να συμβεί στο άμεσο μέλλον.

Και μην ξεχνάτε και το άλλο. Μην ξεχνάτε ότι ήδη η υπερπροσφορά κειμένων προς ανάγνωση (και όχι λογοτεχνικών — αλλά ποιος διαβάζει μόνο λογοτεχνία;) έχει υψωθεί σαν κολοσσιαίο κύμα ανάμεσα στον διαθέσιμο χρόνο των δυνάμει αναγνωστών και τα νέα βιβλία. Ανάμεσά τους, και κάτω από το κύμα, καραδοκούν ταυτόχρονα ο ύφαλος της συνδρομητικής τηλεόρασης (σε ένα χρόνο από τώρα, όσοι έχετε σήμερα συνδρομή στο Netflix θα έχετε και σε τουλάχιστον μία ακόμα πλατφόρμα — θα με θυμηθείτε), τα αβαθή του δανεισμού, της αγοράς ή λαθροαγοράς βιβλίων από δεύτερο χέρι, και οι τρομερές ξέρες της πειρατείας: τα ευπώλητα βιβλία είναι σχεδόν κατά τύχη ευπώλητα, καθώς για κάθε ένα πωληθέν αντίτυπο «κατεβαίνουν» τουλάχιστον δέκα αρχεία από παράνομα torrents, ή όπως αλλιώς λέγονται αυτές οι εγκληματικές υπηρεσίες. Σε πολλούς ακούγεται αστείο που κάποιος «κατεβάζει» το αρχείο ενός μυθιστορήματος, αλλά ναι, συμβαίνει, και εξαιτίας του η βιομηχανία του βιβλίου αντιμετωπίζει άμεσο κίνδυνο κατάρρευσης ή κατακλυσμιαίας συρρίκνωσης — που θα είναι χειρότερη από την κατάρρευση.

Και, ναι, δεν κινδυνολογούμε. Έτσι πάει.

Ο τελευταίος τόμος του Χάρι Πότερ, αν θέλετε ένα παράδειγμα, «κυκλοφόρησε» στα πειρατικά σάιτ ΠΡΙΝ την κανονική κυκλοφορία του βιβλίου. Και «κατέβηκε» κατά δεκάδες και εκατοντάδες χιλιάδες «αντίτυπα». Έτσι, χάθηκαν πάρα πολλά χρήματα που δεν θα τα καρπούτο όλα η καλή συγγραφέας και ο εκδότης της, αλλά μερικές δεκάδες χιλιάδες οικογένειες: χάθηκαν απίστευτα πολλοί μισθοί, και μάλιστα μισθοί ανθρώπων που παλεύουν για το μεροκάματο. Ναι, είναι τόσο απλό. Μην ξεχνάμε ότι καμία ληστεία ποτέ δεν έπληξε έναν φαντασιακό «κακό πλούσιο». Καμία, και ποτέ. Αυτοί που χάνουν από τις ληστείες (και το παράνομο downloading είναι ξεκάθαρα ληστεία) είναι πάντα οι ήδη φτωχοί. Οτιδήποτε εκτός νόμου, αυτούς και μόνο αυτούς έχει για θύματα.

Αλλά ας μείνουμε λίγο παραπάνω στο θέμα. Η Ρόουλινγκ, και η κάθε Ρόουλινγκ (η συγγραφέας του Χάρι Πότερ, θυμίζουμε, γι' αυτόν τον έναν που δεν την ξέρει), έχει κάθε λόγο να ζητά κάθε πένα, κάθε σεντς, κάθε λεπτό τού ευρώ για τα βιβλία που πουλάει. Δεν έχει σημασία αν «μπορεί να τα ξοδέψει». Αυτό είναι δικός της λογαριασμός. Τα δούλεψε, δεν τα έκλεψε, ούτε μάς τα χρώσταγε. Το ίδιο ακριβώς και ο εκδότης της, που την πληρώνει και προχωρά στην επένδυση. (Που, θυμίζουμε, δεν είναι ένας κοιλαράς με πούρο που διασκεδάζει σε ένα νάιτ-κλαμπ περιστοιχισμένος από στριπτιζέζ και πίνοντας σαμπάνια από τα γοβάκια τους: είναι ένας μεγάλος εκδοτικός οργανισμός παραγωγής πολιτιστικών αγαθών, μία επιχείρηση που απασχολεί πολύ, πάρα πολύ κόσμο, τόσο υπαλλήλους όλων των βαθμίδων όσο και, πολύ περισσότερους, εξωτερικούς συνεργάτες, επίσης όλων των οικονομικών βαθμίδων. Να ξέρετε το εξής: το 99,99% των φορολογημένων, καθαρών κερδών μιας εκδοτικής επιχείρησης —εφόσον υπάρχουν κέρδη— πηγαίνουν πάλι μέσα στην επιχείρηση, ακριβώς για να εκδοθούν και άλλα βιβλία — και μέγα ποσοστό αυτού τού 99,99% των κερδών για να εκδοθούν πιο «δύσκολα» και πιο «καλά». Αυτός είναι ο #1 κανόνας των εκδόσεων σε όλη την ιστορία των εκδόσεων, όπου γης. Αν δεν ήταν, θα διαβάζαμε ακόμη μόνο τη Βίβλο, άντε και έμμετρα ιπποτικά «μυθιστορήματα».

Το θέμα τώρα, όμως, είναι άλλο. Είναι ότι για κάποιο λόγο ο κόσμος ξεχνά ότι το βιβλίο αυτό, το μυθιστόρημα του Χάρι Πότερ φέρ' ειπείν, είναι ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΔΟΥΛΕΙΑΣ. Για να το πούμε αλλιώς: είναι σαν να έρχεται ο υδραυλικός να σου φτιάξει τη βρύση, να σ' τη φτιάχνει, και να τον πετάς έξω με τις κλοτσιές χωρίς να τον πληρώσεις. Μπορείς να το κάνεις; Όχι, γιατί κρατάει τον κάβουρα. Και δεν θέλεις να σ' τον φέρει, και με το δίκιο του, στο κεφάλι. Ο κάβουρας πονάει. Αλλά και πάλι: δεν θα σκεφτόσουν ΠΟΤΕ να τον διώξεις χωρίς να τον πληρώσεις. Γιατί σού δούλεψε. Από την άλλη όμως, μπορείς ΑΝΕΤΑ να το σκεφτείς αυτό (να μην την πληρώσεις) για τη χι Ρόουλινγκ. Μπορείς άνετα να το σκεφτείς για ΚΑΘΕ συγγραφέα.

Γιατί; Γιατί η συγγραφή δεν θεωρείται δουλειά. Ή, τη θεωρούν δουλειά ελάχιστοι αναγνώστες, ένα ταπεινό ποσοστό, ένα 0,00-κάτι.

Αδιανόητο; Και όμως. Μπορείς να κλέψεις ένα αριστούργημα της σύγχρονης λογοτεχνίας, ή ένα απλό ταπεινό σύγχρονο νουάρ, και να το διαβάσεις στην ταμπλέτα σου πίνοντας έναν καφέ που μόλις αγόρασες έναντι ενός ή δύο ευρώ, γιατί, πολύ απλά, ο καφές είναι κάτι που σαφέστατα το αγοράζεις. Δεν μπορείς να δανειστείς ή να «κατεβάσεις» καφέ. Κάποιος δούλεψε για να σ' τον ψήσει. Το ξέρεις και το εκτιμάς. Ενώ το βιβλίο… χμμ, το βιβλίο έγινε από μόνο του…

Ναι, είναι συναρπαστικό που —σε αντίθεση με τον… καφέ, και με κάθε «καφέ»— μόνο με την τέχνη (και με την πολιτική και με τις ποδοσφαιρικές ομάδες) ερχόμαστε σε τόσο στενή, τόσο προσωπική επαφή, που να τη θεωρούμε δική μας, να την εσωτερικεύουμε, να προβάλλουμε τον εαυτό μας μέσα της, να γινόμαστε εμείς αυτή: δεν θα στείλουμε γράμμα σε μία αυτοκινητοβιομηχανία διαμαρτυρόμενοι για την τάδε αλλαγή στον κινητήρα, δεν θα χολοσκάσουμε για την επιλογή από τη NASA τού τάδε αντιδραστήρα για έναν πύραυλο που θα πάει στον Άρη, αλλά θα σκοτωθούμε με τους συγγενείς μας για τα κόμματα, θα πάψουμε να μιλάμε στον συνάδελφό μας λόγω της καζούρας που μας έκανε για το χτεσινό ματς, και θα μισήσουμε (κυριολεκτικά!) έναν συγγραφέα για το τέλος που επέλεξε να δώσει σε ένα βιβλίο — ή ακόμα-ακόμα και για τη χρήση των… επιθέτων ή των επιρρημάτων εκ μέρους του. Ή για το πόσο εμβαθύνει στις προσωπικότητες των ηρώων του. Μία επίσκεψη σε οποιαδήποτε βιβλιοφιλική Σελίδα στο Facebook θα σας πείσει.

Είναι έως και αστείο (επειδή δεν το εξετάζουμε ποτέ), αλλά είναι έτσι: θεωρούμε τον Λόγο δικό μας. Όλο τον Λόγο, ό,τι γράφεται και ό,τι έχει γραφτεί και ό,τι πρόκειται να γραφτεί στο μέλλον. Δικό μας. Ιδιοκτησία μας. Και μόνο αυστηρά και κατά περίπτωση δεχόμαστε να τον χρησιμοποιούν κάποιοι.

Ναι: πιστεύουμε ότι όλα τα βιβλία είναι δικά μας. Για να τα έχουμε στη βιβλιοθήκη μας, για να φυλλομετράμε, για να τα παίρνουμε μαζί μας στις διακοπές μας, για να τα σχολιάζουμε και για να τα κρίνουμε. Αυστηρά. Είμαστε, δε, σίγουροι ότι γεννήθηκαν χωρίς προσπάθεια, και φυσικά χωρίς δουλειά και ιδρώτα, ότι ξεπετάχτηκαν από το μυαλό κάποιου όπως η Αθηνά από τον Δία. Είμαστε σίγουροι ότι όλο αυτό είναι ευκολάκι. Ότι είναι «τέχνη». Και ότι, τέλος πάντων, δεν πληρώνεται. Ας το πληρώσει το κράτος, ή η Εκκλησία όπως γινότανε παλιά.

Όλο αυτό έχει γιγαντωθεί στην εποχή μας με το ίντερνετ. Κάτω από τα δάχτυλά μας, μέσα στο ποντίκι μας που κάνει μισό ευρώ, υπάρχει ένας τέτοιος όγκος κειμένων που διατίθενται δωρεάν ή σαν-να-ήταν-δωρεάν, που μας φαίνεται, όχι ότι μας χαρίζονται, αλλά ότι μας ΟΦΕΙΛΟΝΤΑΙ. Είναι άραγε έτσι;

Ε, όχι. Δεν είναι έτσι. Ποτέ δεν ήταν. Ποτέ δεν θα είναι. Και, πράγματι, πάντα κάπως τα πληρώνουμε όλα αυτά τα «δωρεάν» εντέλει: δεν υπάρχει δωρεάν γεύμα στην από δω μεριά του σύμπαντος.

Αυτοί που ΔΕΝ πληρώνονται συνήθως είναι οι δημιουργοί τους.

* * *

Για να κλείσουμε αυτό το (και πάλι πολύ εκτενές, εκτενέστερο από όσο αντέχουμε όλοι εμείς οι καταναλωτές διαδικτυακών κειμένων) σημείωμα. Μια συμβουλή: Να επιλέγετε βιβλιοπωλεία για τις αγορές σας. Κανονικά, «φυσικά» βιβλιοπωλεία. Και να διαβάζετε, όσο το αντέχει η τσέπη σας, νέες εκδόσεις. Αυτά και μόνο. Δεν μπορείτε να κάνετε κάτι άλλο, αλλά ήδη αυτό είναι πολύ. Δεν είμαστε Αμερική βέβαια (κατά το «δεν είμαστε Τέξας»), καθώς εδώ το κοινό είναι περιορισμένο, αλλά ας κάνουμε όλοι ό,τι μπορούμε για να συνεχίσει να υπάρχει αυτή η όμορφη αγορά, εδώ στη γειτονιά μας. Η πιο όμορφη του κόσμου. Η Αγορά των Βιβλίων.

Δηλαδή η Αγορά των Ονείρων και της Ελευθερίας.

ΥΓ. Και κάτι τελευταίο: στα Τμήματα Απολεσθέντων, ποτέ δεν θα δεις βιβλία. Και όχι γιατί δεν ξεχνιούνται από τους κατόχους τους. Απλώς, book-finders, book-keepers. «Είναι δικό μου».