Το ΔΝΤ μας φέρνει αντιμέτωπους με την πραγματικότητα

Το ΔΝΤ μας φέρνει αντιμέτωπους με την πραγματικότητα

Τον νούμερο ένα κίνδυνο για τα επόμενα χρόνια, που είναι η άρνηση ή η αδυναμία να προχωρήσει ο δομικός μετασχηματισμός της οικονομίας, περιγράφει η έκθεση του ΔΝΤ, όπως τονίζει στο liberal.gr ο Νίκος Βέττας, γι' αυτό και οι επισημάνσεις του πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψιν.

Σχολιάζοντας την πρώτη μεταμνημονιακή έκθεση του ΔΝΤ για την Ελλάδα και τις πικρές αλήθειες που αυτή εμπεριέχει, ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ σημειώνει πως έστω με δέκα χρόνια καθυστέρηση, πρέπει επιτέλους να κατανοήσουμε πως η επιμονή στην αλλαγή του αναπτυξιακού προτύπου της χώρας είναι μονόδρομος για να ξεφύγουμε οριστικά από τους δημοσιονομικούς κινδύνους.

“Αντίθετα η σταδιακή επιστροφή σε ένα σύστημα εσωστρεφούς παραγωγής με ισχυρή εξάρτηση από ένα αναποτελεσματικό, σπάταλο και κομματικό κράτος οδηγεί μαθηματικά σε νέα κρίση”, προσθέτει. Σχετικά με το ακραίο σενάριο του Ταμείου που μιλά για κίνδυνο χρηματοδοτικής αδυναμίας το 2021, ο κ. Βέττας αναγνωρίζει τον κίνδυνο η Ελλάδα να χρειαστεί ξανά νέο μνημόνιο. 

“Το ενδεχόμενο να βρεθεί σε αδυναμία χρηματοδότησης και να προσφύγει μελλοντικά σε μηχανισμό στήριξης δεν μπορεί να αποκλειστεί για μια χώρα με ασθενή αναπτυξιακή δυναμική και υψηλό χρέος, σαν τη δική μας”, επισημαίνει, προσθέτοντας ότι ο μόνος τρόπος για να μη συμβεί αυτό, είναι ένας και μόνος, ένα πλέγμα διαρθρωτικών τομών που θα διασφαλίσουν μεσοπρόθεσμα υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Δεν παραλείπει ωστόσο να επισημάνει και τα λάθη του ΔΝΤ στην αρχή της κρίσης, σημειώνοντας ότι καλό θα ήταν να είχε δείξει τόσο αυτό όσο και η Κομισιόν, μεγαλύτερη επιμονή στις δομικές μεταρρυθμίσεις και όχι στη δημοσιονομική πειθαρχία, προκειμένου η ελληνική οικονομία να είχε γίνει καλύτερη παρά μικρότερη.

 Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη

- Η πρώτη έκθεση μεταμνημονιακής παρακολούθησης του ΔΝΤ βρίθει από καμπανάκια. Από το βουνό των κόκκινων δανείων, την τάση αναστροφής των μεταρρυθμίσεων, τις απογοητευτικές επενδύσεις έως την υπονόμευση της ανταγωνιστικότητας από την μεγάλη αύξηση στον κατώτατο μισθό, και τα αναδρομικά από τις δικαστικές αποφάσεις. Είναι απαισιόδοξες αυτές οι εκτιμήσεις ή απλά αποτυπώνουν μια πραγματικότητα που δεν μας αρέσει; 

Η ελληνική οικονομία εξέρχεται από την σχεδόν δεκαετή ύφεση, μέσα από την ολοκλήρωση τριών προγραμμάτων και έχοντας διορθώσει σε μεγάλο βαθμό τις ανισορροπίες στα δίδυμα ελλείμματα, το δημοσιονομικό και του ισοζυγίου πληρωμών. Όμως βρίσκεται σε μια ευάλωτη ισορροπία και με ασθενή αναπτυξιακή δυναμική, κυρίως γιατί η προσαρμογή έγινε κυρίως μέσω της ύφεσης και όχι στον επιθυμητό βαθμό με αλλαγές στη διάρθρωση της οικονομίας.

Στην έκθεση του ΔΝΤ προβλέπονται θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης ως το κεντρικό σενάριο, όμως σωστά επισημαίνονται και οι σημαντικοί κίνδυνοι που υπάρχουν. 

Αυτοί είναι δυο ειδών.

Για τους προερχόμενους από το εξωτερικό περιβάλλον, που μπορεί να μειώσουν τη ζήτηση για ελληνικά προϊόντα και υπηρεσίες ή να αυξήσουν το κόστος χρηματοδότησης διεθνώς, είναι καλό να επισημαίνονται ώστε να μην υπάρχει η ψευδαίσθηση πως η οικονομία μας θα κινείται πάντα σε ένα ευνοϊκό περιβάλλον.  Όμως δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι για να το επηρεάσουμε και έχω και την πεποίθηση πως αν η ελληνική οικονομία βρεθεί σε δίνη αποσταθεροποίησης για εξωγενείς λόγους και χωρίς δική της ευθύνη η ευρωζώνη θα έχει κάθε πρόθεση, κίνητρο και δυνατότητα να συνδράμει.  

Υπάρχει όμως το ευρύ σύνολο επιπλοκών που σχετίζονται με την άρνηση ή την αδυναμία να προχωρήσει ο δομικός μετασχηματισμός της οικονομίας. Αυτός είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τα επόμενα χρόνια, που προφανώς σχετίζεται και με την πολιτική διαδικασία.

Αν η ελληνική οικονομία δεν απελευθερώσει και κινητοποιήσει ισχυρές παραγωγικές δυνάμεις μέσα από κατάλληλες διαρθρωτικές τομές θα υπάρξει γρήγορα επιστροφή στην ύφεση, η οποία με τη σειρά της θα υπονομεύσει και την εξυπηρέτηση του χρέους στα επόμενα χρόνια. Προφανώς, οι επισημάνσεις της έκθεσης του ΔΝΤ πρέπει να ληφθούν πολύ σοβαρά υπόψη. 

- Το ρωτώ γιατί στο ακραίο σενάριο, το ΔΝΤ προβλέπει ότι οι δικαστικές αποφάσεις θα συσσωρεύσουν ένα λογαριασμό 9,5 δισ ευρώ, και μαζί με μια σειρά από προεκλογικές υποσχέσεις, όπως η μείωση του ΦΠΑ, θα οδηγήσουν σε ένα δημοσιονομικό σοκ το 2021…

Σε καμία περίπτωση μια χώρα  που μόλις βγήκε από τρία διαδοχικά προγράμματα και προσπαθεί να ανακτήσει την πρόσβαση σε ομαλή χρηματοδότηση από τις αγορές  δεν μπορεί να διακινδυνεύσει οπισθοδρόμηση στη δημοσιονομική εξισορρόπηση.

Το ύψος των αναδρομικών πληρωμών προς μισθωτούς του δημοσίου και συνταξιούχους δυνητικά είναι πράγματι τόσο υψηλό που κινδυνεύει να ανατρέψει τη συνολική εξισορρόπηση της οικονομίας.

Όπως άλλωστε επισημαίνεται και στην πιο πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η ρεαλιστική αντιμετώπιση των ενδεχόμενων δικαστικών αποφάσεων θα είναι να αντιμετωπιστούν οι επιπλέον δαπάνες που θα πρέπει να γίνουν από το δημόσιο με προσαρμογές στις ίδιες κατηγορίες δαπάνης. Όχι δηλαδή να  επιστραφούν συντάξεις σε μεγάλο ύψος και έτσι, σε συνδυασμό με τη δέσμευση για πλεονάσματα, να έχουμε περαιτέρω μείωση απαραίτητων και κρίσιμων δαπανών για την παιδεία, την υγεία, τις δημόσιες επενδύσεις ή την προστασία των πολύ αδύναμων νοικοκυριών.

Ίσως είναι μια κατάλληλη συγκυρία ώστε, ενόψει εκλογών, όλες οι υπεύθυνες πολιτικές δυνάμεις να καλλιεργήσουν μια κοινή κατανόηση με τους πολίτες που υπέφεραν τα τελευταία δέκα χρόνια. Πως η αύξηση των εισοδημάτων και συντάξεων, που είναι και το τελικό ζητούμενο, μπορεί να προέλθει πραγματικά μόνο μέσα από μια αναπτυξιακή διαδικασία.

Με τις επενδύσεις καθηλωμένες σε πολύ χαμηλά επίπεδα, με συστηματικά υψηλή ανεργία και με δυσμενές επιχειρηματικό περιβάλλον, μεγάλες αυξήσεις εισοδημάτων σε τμήματα του πληθυσμού απλώς επειδή ευνοούνται από την πολιτική ή διοικητική διαδικασία μπορεί να εκτρέψουν εκ νέου την οικονομία σε μη βιώσιμη πορεία. 

Άλλωστε εκκρεμούν δύο κρίσιμες μεταρρυθμίσεις, του ασφαλιστικού όσο και του φορολογικού συστήματος, προς την κατεύθυνση της στήριξης της αναπτυξιακής δυναμικής.

Και τα δυο συστήματα έχουν προσωρινά εξισορροπήσει αλλά στρεβλώνουν τα κίνητρα και τιμωρούν όσους εργάζονται τηρώντας τους κανόνες του συστήματος. Εάν υπάρχει δημοσιονομικός χώρος, αυτός θα πρέπει να στηρίξει τη μετάβαση σε ένα νέο σύστημα, όχι να επιμεριστεί στα νοικοκυριά χωρίς πραγματική οικονομική λογική. 

- Στην πράξη το ΔΝΤ προβλέπει ότι σε αυτό το σενάριο, η κυβέρνηση θα αντιμετωπίσει χρηματοδοτικό κενό από το 2021, γεγονός που θα απαιτήσει μια νέα χρηματοδοτική συμφωνία, επαναφέροντας το φάσμα της χρεοκοπίας. Εκτιμάτε ότι έχει αποκλειστεί ή όχι το ενδεχόμενο ενός νέου μνημονίου;

Δεν θεωρώ πώς μία μελλοντική κυβέρνηση μπορεί να είναι τόσο ανεύθυνη που συνειδητά να εκτροχιάσει τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας και με τέτοιο ακραίο τρόπο. Άλλωστε, η εποπτεία και από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και από τις αγορές είναι και θα παραμένει αυστηρή.

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι μεσοπρόθεσμος, δηλαδή να διατηρηθεί ένα μείγμα δημοσιονομικής και λοιπής πολιτικής που ενώ, ενδεχομένως, δεν θα δημιουργεί ελλείμματα προσωρινά, θα υποσκάπτει τις προοπτικές ανάπτυξης και έτσι και δημοσιονομική εξισορρόπηση της οικονομίας μεσοπρόθεσμα. 

Το ενδεχόμενο να βρεθεί σε αδυναμία χρηματοδότησης και να προσφύγει μελλοντικά σε μηχανισμό στήριξης δεν μπορεί να αποκλειστεί για μια χώρα με ασθενή αναπτυξιακή δυναμική και υψηλό χρέος, σαν τη δική μας.

Αυτό φυσικά δεν θα πρόκειται για μια καθόλου ευχάριστη εξέλιξη ούτε άλλωστε θα είναι μια απλή ιστορία για τη πολιτική της διαχείρισή της και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της χώρας.

Ο ουσιαστικός τρόπος να διασφαλιστεί πως η χώρα δεν θα ξαναβρεθεί σε αδυναμία χρηματοδότησης είναι ένας και μόνος, να προωθήσει χωρίς καθυστέρηση ένα πλέγμα διαρθρωτικών τομών που θα διασφαλίσουν μεσοπρόθεσμα υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. 

- Τελικά ποια είναι η πραγματική εικόνα για την ελληνική οικονομία; Αυτή που περιγράφει το ΔΝΤ ή η πιο μετριοπαθής της Κομισιόν, που αναδεικνύει περισσότερο τα μέχρι τώρα επιτεύγματα, παρά τους κινδύνους;

Είναι φυσιολογικό το ΔΝΤ να είναι σχετικά περισσότερο ηχηρό όσον αφορά τους κινδύνους για την οικονομία μας σε σύγκριση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή η οποία αποτελεί στενότερο εταίρο και επόπτη  της Ελληνικής οικονομικής πολιτικής όχι μόνο σήμερα αλλά και στις επόμενες δεκαετίες. Και για τους δύο οργανισμούς, όμως, η αλήθεια είναι πώς θα ήταν πολύ καλύτερα εάν από την αρχή της κρίσης είχαν δείξει μεγαλύτερη καθαρότητα στους στόχους τους και σχετικά μεγαλύτερη επιμονή στην πλευρά των δομικών μεταρρυθμίσεων και όχι σε αυτό της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Δηλαδή να στοχεύσουν να κάνουν την ελληνική οικονομίας καλύτερη παρά μικρότερη.

Σε κάθε περίπτωση, κοιτάζοντας πλέον προς τα εμπρός, είναι σημαντικό να γίνει κοινή συνείδηση, έστω και με δέκα χρόνια καθυστέρηση, πως η επιμονή στην αλλαγή του αναπτυξιακού προτύπου της χώρας είναι μονόδρομος και για την επίτευξη της ίδιας της δημοσιονομικής εξισορρόπησης.

Αντίθετα, η σταδιακή επιστροφή σε ένα σύστημα εσωστρεφούς παραγωγής, με ισχυρή εξάρτηση από ένα αναποτελεσματικό, σπάταλο και κομματικό κράτος οδηγεί μαθηματικά σε νέα κρίση. 

Επίσης, θα ήταν κρίσιμος παράγοντας, σήμερα, έστω πάλι με δέκα χρόνια καθυστέρηση αν όλοι μας ως πολίτες απαιτούσαμε από όλους όσους διαμορφώνουν από κοινού ή παρακολουθούν την οικονομική πολιτική, είτε είναι διεθνείς οργανισμοί, όπως το ΔΝΤ, φορείς και φυσικά από τα πολιτικά κόμματα, να είναι περισσότερο ειλικρινείς, και άρα χρήσιμοι, παρά ευχάριστοι. Ο εξωραϊσμός της κατάστασης και οι υποσχέσεις για εύκολες λύσεις δεν βοηθούν. Μια ισχυρή δόση ειλικρίνειας θα είναι πολύτιμη για τη σωστή ανάγνωση της συγκυρίας, των κινδύνων αλλά και των ευκαιριών.