Τι σημαίνει για την οικονομία η ένταξη της Ελλάδας στην ποσοτική χαλάρωση

Τι σημαίνει για την οικονομία η ένταξη της Ελλάδας στην ποσοτική χαλάρωση

Τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος και η ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση είναι τα μέσα για να ξεκινήσει να ανακάμπτει η Οικονομία, αλλά δεν διασφαλίζουν το αποτέλεσμα, επισημαίνει ο καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου και πρώην πρόεδρος του ΣΟΕ Πάνος Τσακλόγλου. Ο ίδιος αμφιβάλει ότι το 2017 η ανάπτυξη θα ήταν τόσο ισχυρή όσο εκτιμούν η κυβέρνηση και οι δανειστές και θεωρεί κλειδί την προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Γιατί πιστεύει ότι πρέπει να γίνει νέα αναλογιστική μελέτη για το Ασφαλιστικό και πώς θεωρεί ότι τα ορόσημα που έχει θέσει η κυβέρνηση μπορεί να επηρεάσουν το χρόνο των εκλογών.

Συνέντευξη στον Βασίλη Γεώργα

Ας υποθέσουμε πως η Ελλάδα παίρνει την αξιολόγηση, τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, και μπαίνει στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ. Τι σημαίνει αυτό στην πράξη για την Οικονομία;

Αν επιτευχθεί αυτή η αλληλουχία σε σύντομο χρονικό διάστημα, θα υπάρξουν τα εξής θετικά βήματα: το πρώτο είναι το ότι είναι πολύ πιθανόν πως θα αποκλιμακωθούν οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων. Αυτό με τη σειρά του θα βελτιώσει το κλίμα εμπιστοσύνης προς την ελληνική οικονομία και θα υπάρξουν κυρίως δύο συνέπειες. Πιθανόν να δημιουργήσει ευνοϊκό περιβάλλον ώστε μέσα στην επόμενη χρονιά η Ελλάδα να επιχειρήσει υπό καλύτερες συνθήκες να βγει στις αγορές κεφαλαίου. Ας μην ξεχνάμε ότι το 2018 θα πρέπει η Ελλάδα θα πρέπει να καλύπτει όλες τις ανάγκες χρηματοδότησης από τις διεθνείς αγορές αν δεν θέλουμε να μπούμε σε τέταρτο μνημόνιο. Και το δεύτερο είναι ότι όταν πέσουν οι αποδόσεις των ομολόγων αυτό σημαίνει ότι θα έχει μειωθεί ο «κίνδυνος χώρας» (country risk), που με τη σειρά του συνεπάγεται τη μείωση του κόστους κεφαλαίου για τις ελληνικές επιχειρήσεις, που σήμερα παραμένει πολύ υψηλό σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους.

Πόσο μακριά μπορεί να πάει η Οικονομία με αυτές τις κινήσεις;

Οι παραπάνω εξελίξεις θα είναι το μέσο. Το τελικό επιδιωκόμενο αποτέλεσμα θα πρέπει να είναι η επαναφορά της ελληνικής οικονομίας σε υψηλούς θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Αν η Οικονομία μας δεν συνεχίσει να μένει αταλάντευτα στον δρόμο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, πιθανόν τα οφέλη από τη συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης να είναι βραχύβια. Υπάρχουν πολλοί τομείς στους οποίους πρέπει να γίνουν πολλές ακόμα μεταρρυθμίσεις. Οι κυριότεροι τομείς που έχουμε μείνει πίσω έχουν να κάνουν με την αναδιάρθρωση του δημόσιου τομέα και την αγορά προϊόντων και υπηρεσιών. Ως προς το πρώτο, απαιτούνται μεταρρυθμίσεις που θα κάνουν το Δημόσιο περισσότερο φιλικό προς το επιχειρείν και τον πολίτη. Στο πλαίσιο αυτό, είναι ιδιαίτερα σημαντικές παρεμβάσεις που αποσκοπούν στην επιτάχυνση απονομής της δικαιοσύνης. Ως προς το δεύτερο, πέρα από τη μείωση των τιμών και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, μπορεί να βοηθήσει σε προσέλκυση επενδύσεων, αλλά και σε κάτι που δεν συνειδητοποιείται ευρέως. Η απελευθέρωση της αγοράς προϊόντων και υπηρεσιών μπορεί να βοηθήσει δραστικά στον περιορισμό του προβλήματος της ανεργίας. Οι ανοιχτές ανταγωνιστικές αγορές δημιουργούν πολύ περισσότερες θέσεις απασχόλησης από τις μονοπωλιακές ή ολιγοπωλιακές αγορές.

Μιλώντας για μεταρρυθμίσεις, τι θα πρέπει να περιμένουμε αν συμμετάσχει τελικά ως χρηματοδότης το ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα;

Η χρηματοδότηση την οποία θα δώσει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είναι σχετικά περιορισμένη. Περισσότερο θα συμβάλει στη σηματοδότηση ότι το ελληνικό χρέος μπήκε σε μια τροχιά βιωσιμότητας και αυτό με τη σειρά του να βοηθήσει στην προσπάθεια να πέσουν οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων και να μειωθεί το κόστος χρηματοδότησης για την ελληνική οικονομία.

Οι όροι της επιστροφής του ΔΝΤ μπορούν να γίνουν αποδεκτοί από την κοινωνία και το πολιτικό σύστημα εφόσον αφορούν σε μείωση των συντάξεων και νέα περικοπή του αφορολόγητου ορίου;

Οι όροι της επιστροφής του, έτσι όπως τους έχει περιγράψει το ΔΝΤ, αναφέρονται πράγματι τόσο σε μείωση συντάξεων, όσο και σε περικοπή του αφορολόγητου ορίου. Αυτήν τη στιγμή το συνταξιοδοτικό μας σύστημα, παρά τις όποιες περικοπές έχουν γίνει, εξακολουθεί να παρουσιάζει πάρα πολύ μεγάλα ελλείμματα. Τα ελλείμματα αυτά μπορεί να είναι είτε ζήτημα συγκυρίας, δηλαδή να παρουσιάζονται επειδή η Οικονομία μας βρίσκεται σε κρίση, λιγότεροι πληρώνουν εισφορές, έχουν μειωθεί οι μισθοί κλπ, αλλά μπορεί το πρόβλημα να είναι και διαρθρωτικό. Καμία άλλη ευρωπαϊκή οικονομία δεν χρηματοδοτεί τόσο αδρά το συνταξιοδοτικό της σύστημα όσο εμείς. Συνεπώς, το ερώτημα που τίθεται είναι πόσο από όλο αυτό το έλλειμμα είναι συγκυριακό και πόσο είναι διαρθρωτικό. Γι'' αυτό χρειάζεται μια καλή αναλογιστική μελέτη η οποία να μας δίνει ξεκάθαρη απάντηση. Αν το διαρθρωτικό έλλειμμα παραμένει πολύ υψηλό, ακόμη και αν επιστρέψει η Οικονομία σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και μειωθεί η ανεργία, τότε είναι πολύ δύσκολο να μην κάνουμε κάτι αν δεν θέλουμε να μπούμε σε άλλους μπελάδες αργότερα. Αν το πρόβλημα αποδειχθεί ότι είναι κατά βάση συγκυριακό, εκεί μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει κάποιο πεδίο που να μας επιτρέπει να πάρουμε μέτρα επίσης συγκυριακού χαρακτήρα, μέχρι να ανακάμψει η Οικονομία.

Μια νέα μείωση στο αφορολόγητο όριο ωστόσο δείχνει να είναι πιο κοντά…

Το αφορολόγητο όριο στην Ελλάδα σαν ποσοστό είτε του μέσου μισθού, είτε του κατά κεφαλήν εισοδήματος, είτε της γραμμής φτώχειας της Eurostat είναι μακράν το υψηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτός είναι ο λόγος που οι Θεσμοί επιμένουν ότι πρέπει να μειωθεί. Όμως, πρέπει να επισημανθεί ότι είτε γίνει μείωση των συντάξεων, είτε περικοπή του αφορολογήτου, αυτό θα επιβαρύνει κυρίως στρώματα που έχουν μεγάλη ροπή προς κατανάλωση. Αυτό, τουλάχιστον βραχυχρόνια, είναι πολύ πιθανό να έχει αρνητική επίδραση στον ρυθμό μεγέθυνσης της Οικονομίας.

Μπορούν αυτές οι περικοπές να αποφευχθούν εφόσον η λύση δοθεί μέσα από τη μείωση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα κάτω από το 3,5% μετά το 2018;

Οι Θεσμοί μας λένε ότι το υψηλό συνταξιοδοτικό κόστος είναι από τους βασικούς παράγοντες που ευθύνονται για τη δημιουργία ελλειμμάτων και το υψηλό αφορολόγητο είναι εκείνο το οποίο εμποδίζει να μειωθούν τα ελλείμματα, επειδή εμποδίζει την αύξηση των εσόδων από φόρους. Δεν είμαι σίγουρος κατά πόσο θα επιμείνει τελικά και στα δύο αυτά ζητήματα το ΔΝΤ, αλλά πάντως, από τις δηλώσεις που έχουν γίνει μέχρι σήμερα, φαίνεται πως τα θεωρούν σημαντικά και, μάλλον, θα τα βρούμε μπροστά μας.

Έχει γερά πόδια η ανάκαμψη που είδαμε να καταγράφεται στο δεύτερο 6μηνο του 2016; Μπορούμε να προσδοκούμε ότι διατηρηθεί και θα ενισχυθεί την επόμενη χρονιά ή θα πνιγεί στους φόρους και τη διόγκωση των ληξιπρόθεσμων χρεών;

Κατά πάσα πιθανότητα του χρόνου η Οικονομία μας θα γυρίσει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Θεωρώ όμως παρακινδυνευμένο να πιστεύουμε ότι θα καταγράψει τόσο υψηλούς ρυθμούς (σ.σ. 2,7%) όπως προβλέπουν αυτήν τη στιγμή το ΔΝΤ, η ελληνική κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Ένωση, και αυτό δεν αποκλείεται να φέρει την οικονομία αντιμέτωπη με νέα μέτρα. Ο λόγος που το θεωρώ παρακινδυνευμένο είναι ότι για να γίνει κάτι τέτοιο θα πρέπει να αυξηθούν σημαντικά κάποιες βασικές συνιστώσες του εθνικού εισοδήματος.

Οι παρούσες προβλέψεις υποθέτουν ότι θα αυξηθεί αισθητά η κατανάλωση. Αλλά αναρωτιέμαι πώς μπορεί να γίνει αυτό από τη στιγμή που δεν έχουμε κάποια σημαντική αύξηση μισθών και, το κυριότερο, την ίδια στιγμή έχουμε πάρα πολύ σημαντική αύξηση φόρων.

Το δεύτερο έχει να κάνει με τις εξαγωγές. Οι εξαγωγές για να μπορέσουν να αυξηθούν και μάλιστα σε σημαντικό βαθμό, πρέπει να μειωθεί το κόστος κεφαλαίου. Αυτήν τη στιγμή το κόστος κεφαλαίου είναι απαγορευτικά υψηλό για πάρα πολλές ελληνικές επιχειρήσεις. Οπότε και εκεί δεν περιμένω πολλά πράγματα, γιατί ακόμη και αν πέσουν οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων την επόμενη χρονιά, θα χρειαστεί χρόνος μέχρι αυτό να επιδράσει θετικά στο κόστος χρήματος των επιχειρήσεων. Το τρίτο είναι οι επενδύσεις. Αυτό είναι το κλειδί για την ανάπτυξη, γιατί αφορά στο κομμάτι του εθνικού εισοδήματος που έχει μεγάλα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα.

Ναι αλλά οι επενδύσεις θέλουν χρηματοδότηση, εμπιστοσύνη και πρόθυμους επενδυτές να βάλουν τα λεφτά τους. Βλέπετε να διαμορφώνονται τέτοιες προϋποθέσεις;

Συνήθως σε μια «κανονική» οικονομία η χρηματοδότηση γίνεται από τις εγχώριες αποταμιεύσεις. Αυτές και έχουν μειωθεί δραστικά και παράλληλα δεν έχει επέλθει το απαιτούμενο κλίμα εμπιστοσύνης που θα ωθήσει σε επιστροφή καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα. Και νομίζω πως θα αργήσουμε ακόμη αρκετά να δούμε την πλήρη σταθεροποίηση. Δεύτερη πηγή για τη χρηματοδότηση επενδύσεων θα μπορούσε να προκύψει από κάποια διευθέτηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Αργά ή γρήγορα αυτή θα ξεκινήσει, αλλά είναι πολύ δύσκολο να οδηγήσει σε απελευθέρωση σημαντικών κεφαλαίων την επόμενη χρονιά. Το καλύτερο από όλα θα ήταν αν μπορούσε η χώρα να προσελκύσει ξένες άμεσες επενδύσεις. Η Ελλάδα δεν ήταν αποτελεσματική στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων ακόμη και στα «καλά» χρόνια, πριν από την κρίση. Το ποσοστό των άμεσων ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα ήταν πολύ χαμηλότερο συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. Με τις διάφορες ενέργειες που είχαμε με την προηγούμενη σύνθεση της κυβέρνησης, όπως στον ΟΛΠ, την Ελληνικός Χρυσός, το Ελληνικό, τα περιφερειακά αεροδρόμια και πολλά άλλα, κάθε άλλο παρά βοηθούσαν το κλίμα για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Νομίζω ότι ο ανασχηματισμός που έγινε είχε ως κύριο μέλημα να αλλάξει αυτήν την εικόνα. Θα την αλλάξει; Θα το δούμε…

Τι μπορούμε να περιμένουμε, όταν σήμερα οι επενδύσεις έχουν σχεδόν μονοψήφια αντιστοιχία έναντι του ΑΕΠ;

Σήμερα το ποσοστό των επενδύσεων στο ΑΕΠ είναι κοντά στο 10%. Πριν από την κρίση, τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 20 - 25% του ΑΕΠ. Δηλαδή περίπου 35 - 45 δισ. ευρώ τον χρόνο με βάση το τωρινό ΑΕΠ. Οπότε χρειάζεται να διπλασιαστούν οι επενδύσεις, αν θέλουμε να μιλάμε για ταχύρρυθμη οικονομική ανάπτυξη. Υπάρχει και κάτι άλλο. Ένα μεγάλο μέρος των επενδύσεων που γίνονταν στη χώρα μας και διαφοροποιούσε την Ελλάδα, καθώς και την Ισπανία, την Ιρλανδία και την Κύπρο από άλλες χώρες της Ευρωζώνης, προέρχονταν από επενδύσεις σε κατοικίες. Η κατοικία, όμως, δεν είναι παραγωγική επένδυση όπως είναι, για παράδειγμα, ένα εργοστάσιο. Συνεπώς χρειαζόμαστε όχι μόνο μεγάλη αύξηση του ποσοστού των επενδύσεων στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν αλλά και αναπροσανατολισμό των επενδύσεων σε υποδομές, παραγωγικές εγκαταστάσεις και μηχανολογικό εξοπλισμό.

Αν επιτευχθούν τα ορόσημα που έχει θέσει η κυβέρνηση, επηρεάζεται ο χρόνος των πολιτικών εξελίξεων;

Ο ανασχηματισμός, που πολλοί τον περίμεναν σαν εκλογικό ανασχηματισμό, φάνηκε ότι κάθε άλλο παρά τέτοιος ήταν. Η κυβέρνηση έδειξε σαν να θέλει να δώσει ένα σήμα ότι «είμαστε εδώ για να ολοκληρώσουμε εμείς τις αξιολογήσεις, το πρόγραμμα, τις μεταρρυθμίσεις» κλπ. Νομίζω ότι αν η κυβέρνηση πάει τώρα σε εκλογές, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις των δημοσκοπήσεων, θα είναι σαν τις γαλοπούλες που ζητάνε τα Χριστούγεννα. Οπότε η ελπίδα της κυβέρνησης είναι να μπορέσει να ανακάμψει η Οικονομία και να έχει κάτι να δείξει στο εκλογικό σώμα. Με αυτήν την έννοια, η εκπλήρωση ή μη των ορόσημων μπορεί να επηρεάσει τον εκλογικό κύκλο. Θα το δούμε.