Θέμα τιμής

Θέμα τιμής

Του Ευθύμη Μαραμή*

Ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής κόστιζε 4,7 εκατομμύρια δολάρια το 1970, ενώ σήμερα μπορεί κάποιος να αποκτήσει έναν υπολογιστή απείρως ταχύτερο με 500 δολάρια. Να σημειωθεί ότι ο σημαντικός αποπληθωρισμός των τιμών στις βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας δεν έβλαψε αλλά, στην πραγματικότητα, διευκόλυνε την τεράστια αύξηση των κερδών τους, την παραγωγικότητα και την αποτελεσματικότητα τους. Αυτό αντικατοπτρίζεται στο γεγονός ότι το 1980 οι επιχειρήσεις υπολογιστών διέθεσαν συνολικά 490.000 υπολογιστές, το 2000 οι πωλήσεις υπερέβαιναν τις 43.000.000 μονάδες και το 2010 τις 350.000.000 μονάδες παρά το γεγονός ότι οι τιμές σε σχέση με την αύξηση της ποιότητας μειώνονταν με τρομακτικούς ρυθμούς.

Μπορούμε να δηλώσουμε με βεβαιότητα ότι αυτό έχει αυξήσει την οικονομική ευημερία πάρα πολλών ανθρώπων. Σήμερα έχουμε πλημμυρίσει με πρόσθετα προϊόντα που σχετίζονται ή έχουν αναπτυχθεί από τη βιομηχανία PC και τη σχετική διάρθρωση της παραγωγής (tablets, smart phones, ρομποτικά συστήματα παραγωγής, διαγνωστικά μέσα κοκ) σε όλο και χαμηλότερες τιμές με καμία βλαπτική επίδραση στις σχετικές βιομηχανίες. Οι κορυφαίες εταιρείες στον κλάδο των tablets, smartphones, όχι μόνο παρέχουν προσιτά προϊόντα, αλλά συγκεντρώνουν και τεράστια επιχειρηματικά κέρδη.

Νομισματικές τιμές - τιμές αγαθών - τιμές χρόνου

Αν είχε λάβει γνώση των ιστορικών στατιστικών, o von Mises αναμφίβολα θα είχε κάνει καλή χρήση του παραδείγματος της πτώσης των τιμών στην υπολογιστική ισχύ από το 1965. Είναι μάλλον απίθανο για οποιονδήποτε οικονομολόγο να επιχειρήσει την παρουσίαση μιας θεωρητικής περίπτωσης σύμφωνα με την οποία ο κόσμος έγινε φτωχότερος λόγω της πτώσης των τιμών των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Ποιος μηχανικός, λογιστής κλπ  από τους παλαιότερους, θα εγκατέλειπε την πολλαπλών λειτουργιών, επιστημονική αριθμομηχανή ηλιακής ενέργειας των 20 ευρώ για να επιστρέψει στον αλγοριθμικό κανόνα των αναλογικών μηχανικών υπολογιστών; (Μάλλον κανένας δεν θα ήθελε να ψάχνει ξανά που στο διάολο έπρεπε να μπει εκείνη η υποδιαστολή.)

Η σταθερή πτώση των τιμών της υπολογιστικής ισχύος έχει αρχίσει τουλάχιστον από το 1910. Η υπολογιστική ταχύτητα ανά δολάριο διπλασιαζόταν κάθε τρία χρόνια (1910-1950), στη συνέχεια κάθε δύο χρόνια ( 1950-1965),  αργότερα κάθε χρόνο (1966-2000) και συνεχίζεται αμείωτη. Τίποτα στην ανθρώπινη ιστορία δεν έχει αντιστοιχίσει τέτοια μείωση τιμών - αύξηση  παραγωγής, με τέτοιο ρυθμό, για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Το γεγονός πως η σταθερή αύξηση της αγοραστικής αξίας είναι δυνατή και οικονομικά συμφέρουσα για τους παραγωγούς, αναδεικνύει πως δεν είναι απαραίτητη η προσφορά χρήματος ώστε να διευκολυνθούν οι συναλλαγές. Αυτή η διαδικασία μείωσης των τιμών δεν αποτελεί ελάττωμα της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς. Αποτελεί  πλεονέκτημα.

“Δεν πρέπει να υποτεθεί πως μια πτώση των τιμών που προκαλείται από αύξηση της παραγωγής των εμπλεκομένων προϊόντων, είναι  απαραίτητα σημάδι κάποιας ανισορροπίας, η οποία  μπορεί να εξαλειφθεί μόνο μέσω της αύξησης της ποσότητας χρήματος” (von Mises - Theory of money and credit).

Όταν αναφερόμαστε σε αύξηση της ζήτησης για χρήμα, σημαίνει με άλλα λόγια πως υπάρχει αύξηση προσφορών έναντι χρήματος. Άνθρωποι εισέρχονται στην αγορά θέλοντας να ανταλλάξουν αγαθά και  υπηρεσίες με χρήμα. Αν η προσφορά χρήματος ήταν σχετικά σταθερή, οι πωλητές  θα πρέπει να προσφέρουν περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες για τα χρήματα που θέλουν να αποκτήσουν. Έτσι σε αυτή τη δημοπρασία προκύπτουν υψηλότερες προσφορές έναντι χρήματος.

"Οι υψηλότερες προσφορές έναντι χρήματος" είναι ένας άλλος τρόπος για να πούμε "χαμηλότερες προσφορές σε χρήμα." Οι πωλητές των προϊόντων (αγοραστές χρήματος) προσφέρουν περισσότερα αγαθά στις ισχύουσες ως τότε τιμές. Οι τιμές που εκφράζονται σε χρήμα πέφτουν = οι τιμές που εκφράζονται σε αγαθά ανεβαίνουν. Έχουμε περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες διαθέσιμα για αγορά. Αυτό, για τους καταναλωτές (πωλητές χρήματος), σημαίνει πως υπάρχει αύξηση των διαθέσιμων επιλογών ανά μονάδα νομίσματος στις νεότερες, χαμηλότερες τιμές. Πιθανώς ο καλύτερος ορισμός της “αύξησης του πλούτου” να είναι η “αύξηση των επιλογών.” : “Μια τέτοια πτώση των τιμών δεν περιορίζει ούτε στο ελάχιστο τα οφέλη που απορρέουν από τον πρόσθετο πλούτο που παράγεται” (von Mises – Theory of money and credit).

Αυτό δεν είναι  αποπληθωρισμός, όπως το όρισε αργότερα στην καριέρα του ο Αυστριακός οικονομολόγος. Πρόκειται για ανταγωνισμό  τιμών ανάμεσα σε νομισματικές μονάδες και μονάδες αγαθών και υπηρεσιών.

Οι αντιφάσεις της σύγχρονης οικονομικής σκέψης

Οι οικονομολόγοι ορίζουν την σπανιότητα ως “μια υπέρβαση της ζήτησης έναντι της προσφοράς, σε μηδενική τιμή." Μας διαβεβαιώνουν πως ο στόχος της παραγωγής, είναι να αυξηθεί η κατανάλωση. Με άλλα λόγια, ο στόχος είναι να μειωθεί η σπανιότητα. Η διαφορετικά, ο στόχος είναι να προσεγγίσουμε μηδενική τιμή ως όριο για όλους τους σπάνιους οικονομικούς πόρους. Ο στόχος της παραγωγής, κοντολογίς, είναι να επιτευχθεί διαρκής πτώση των τιμών.

Ωστόσο, μόνο ο von Mises και οι μαθητές του υπερασπίστηκαν την περίπτωση μιας ελεύθερα διαμορφωμένης νομισματικής τάξης,  συνδυασμένης με την καπιταλιστική παραγωγικότητα: την πτώση δηλαδή των τιμών. Υπό αυτή την έννοια, θα λέγαμε πως οι “αυστριακοί” είναι οι πραγματικοί μακρο-οικονομολόγοι. Η θεωρία της αυτόνομης ( "ενδογενούς") επιχειρηματικής διαδικασίας, συνάδει με τη θεωρία τους για ένα ολοκληρωμένο, συνεκτικό αποτέλεσμα ελεύθερης οικονομίας. Η αγορά δεν απαιτεί παρέμβαση από κρατικούς οικονομικούς σχεδιαστές και, ειδικά, από τον αδειοδοτημένο εξ αυτών μονοπωλιακό οργανισμό της κεντρικής τράπεζας. Προϋπόθεση ελεύθερης αγοράς, αποτελεί συνεπώς και η ελεύθερη αγορά παραγωγής και εμπορίας χρήματος.

Όλες οι υπόλοιπες σχολές οικονομικής θεωρίας, προτείνουν τον νομισματικό πληθωρισμό ως τον μόνο τρόπο για να ξεπεραστεί η αυξημένη έκβαση της παραγωγικότητας στην μακροοικονομία που έχει ως αποτέλεσμα την μείωση των τιμών. Προτείνουν δηλαδή την διαρκή αύξηση των τιμών. Παράλληλα όμως, διακηρύσσουν ως στόχο της παραγωγής σε μικροοικονομικό επίπεδο, την πτώση των... τιμών. Οι αντιφάσεις που προκύπτουν στην θεωρία τους  είναι πραγματικά εντυπωσιακές. Κανένας από αυτούς δεν εμπιστεύεται την ελεύθερη αγορά στον τομέα της νομισματικής πολιτικής. Δεν πιστεύουν ότι η ελεύθερη αγορά, ενδογενώς, μπορεί να παρέχει τη σωστή ποσότητα χρημάτων για να πραγματοποιούνται οικειοθελείς συναλλαγές. Βλέπουν την μακροοικονομία, ουσιαστικά, ασυμβίβαστη με την μικροοικονομία. Θέλουν τον “μεγάλο αδερφό” και την κεντρική τράπεζα να προμηθεύουν “επιστημονικά” με χρήμα  την οικονομία, ώστε να λειτουργήσει “σωστά” η διαδικασία τιμολόγησης της αγοράς. Αυτό ισχύει και για τους κεϋνσιανούς και τους μονεταριστές, και τους οικονομολόγους “της προσφοράς”.

Ελεύθερη αγορά χρήματος vs Πολιτικού χρήματος

Εφόσον αυξάνεται η παραγωγική αποτελεσματικότητα και συνεπώς οι πόροι σε μια ελεύθερη αγορά (και η προσφορά χρήματος είναι σχετικά σταθερή), τότε οι τιμές θα πέσουν. Τιμή εκκαθάρισης της αγοράς είναι η τιμή που επιτρέπει μια πώληση στην οποία δεν υπάρχουν περαιτέρω αγοραστές ή πωλητές. Συνεπώς η υψηλότερη προσφορά κερδίζει. Όταν η παραγωγή αυξάνεται, οι αγοραστές χρήματος (πωλητές αγαθών)  αυξάνουν την προσφορά παρέχοντας περισσότερα εμπορεύματα στην παλιά ισχύουσα τιμή. Αυτός είναι ένας άλλος τρόπος για να πούμε πως οι τιμές που εκφράζονται σε χρήματα πέφτουν, ή τουλάχιστον δεν αυξάνονται τόσο, όσο θα συνέβαινε αν δεν είχε υπάρξει αύξηση της ποσότητας των αγαθών και των υπηρεσιών που προσφέρονται προς πώληση.

Ο von Mises περιγράφει αυτή τη διαδικασία το 1951, στο δοκίμιο με τίτλο, “The principle of sound money". Αναφέρεται σε μια γενική τάση των τιμών των χρημάτων και των ονομαστικών μισθών (όχι της αγοραστικής δύναμης) να πέφτουν. Αυτό δεν είναι  αποπληθωρισμός, τον οποίο ο von Mises ορίζει ως μια μείωση στην ποσότητα του χρήματος, των χαρτονομισμάτων σε κυκλοφορία και της ποσότητας των τραπεζικών καταθέσεων που υπόκεινται σε χρήση μέσω επιταγών (και πλαστικού χρήματος σήμερα). Ο ανταγωνισμός των τιμών δεν είναι ο αποπληθωρισμός. Σε μια ελεύθερη αγορά, δεν μπορούν να υπάρξουν είτε σταθερές τιμές είτε σταθερά χρήματα. Οι προϋποθέσεις της προσφοράς και της ζήτησης αλλάζουν διαρκώς, συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπινων διαχρονικών προτιμήσεων κατανάλωσης και αποταμίευσης και των υποκειμενικών εκτιμήσεων τους.

Μπορεί να υπάρξει μια συντονισμένη σταθερή προσφορά χρήματος ελεύθερης αγοράς. Το αν οι τιμές σε γενικές γραμμές βρίσκονται σε άνοδο ή πτώση, ή το ποιες συγκεκριμένα τιμές αυξάνονται ή πέφτουν, καθορίζεται από τον συνδυασμό της παραγωγικότητας των συμμετεχόντων στην οικονομία τις χρονικές προτιμήσεις κατανάλωσης - αποταμίευσης και την ζήτησή για χρήματα. Εάν οι τιμές πέφτουν σε μια παραγωγική οικονομία με  χρήματα  ελεύθερης αγοράς, τότε ο στόχος της σταθερότητας των τιμών μπορεί να επιτευχθεί με την ανακατανομή των κεφαλαιακών πόρων, τις εκκαθαρίσεις και την παροδική αύξηση της κατανάλωσης.

Αυτή η διαδικασία δεν επιβάλλεται από κάποια ρυθμιστική αρχή, αλλά  προκύπτει από την εξέλιξη του φυσικού επιτοκίου. Όταν προκύπτει πληθώρα αγαθών (για παράδειγμα λόγω κάποιου τεχνολογικού επιτεύγματος το οποίο μειώνει τους χρόνους παραγωγής όπως η ψηφιακή τεχνολογία)  οι άνθρωποι είναι δεδομένο πως θα προτιμήσουν να καταναλώσουν αρκετούς από αυτούς τους πόρους σε παρόντα χρόνο καθώς οι τιμές των προϊόντων πέφτουν. Ταυτόχρονα οι επιχειρηματίες ανταγωνίζονται για χρηματικά κεφάλαια ώστε να επιτύχουν την ανακατανομή και την κεφαλαιακή αναδιάρθρωση (για να αποκτήσουν επί παραδείγματι την ψηφιακή τεχνολογία και να την εφαρμόσουν στην παραγωγική τους δομή).

Αυτό σημαίνει πως το φυσικό επιτόκιο, το οποίο δεν αποτελεί νομισματικό φαινόμενο αλλά τιμή διαφοράς μεταξύ των σταδίων της παραγωγής, αυξάνεται. Η αυξημένη κατανάλωση (ανταγωνισμός καταναλωτών) σε συνδυασμό με την ζήτηση δανειακών κεφαλαίων, (ανταγωνισμός επιχειρηματιών) έχουν ως αποτέλεσμα μια πρόσκαιρη αύξηση του φυσικού επιτοκίου και συνεπώς της τιμής των δανειακών χρηματικών κεφαλαίων. Με τον τρόπο αυτό, η προσωρινή αύξηση του φυσικού επιτοκίου επιτρέπει στην οικονομία να προσαρμοστεί στη νέα τεχνολογία σε ένα ποσοστό που είναι σύμφωνο με τις χρονικές καταναλωτικές προτιμήσεις των ανθρώπων. Είδαμε σε προηγούμενο άρθρο την σημασία που έχει η κεφαλαιακή διάρθρωση σε σχέση με τις χρονικές καταναλωτικές προτιμήσεις. Ο Friedrich Hayek ονόμασε την διαδικασία αυτής της προσαρμογής ως “φρένο επιτοκίου”.  

Η τεχνολογική έκρηξη στις αρχές της δεκαετίας του 80  έχει ως αποτέλεσμα την τεράστια μείωση των τιμών και του κόστους σε ολόκληρη την οικονομία.

Το σφάλμα έγκειται στο γεγονός της τεράστιας προσφοράς χρήματος κατά την διάρκεια της μετάβασης στην νέα παραγωγική εποχή. Εδώ ακριβώς ήρθε ο κεντρικός σχεδιασμός με τις εσφαλμένες, απλοποιημένες θεωρίες περί πληθωρισμού, προσδοκιών και συνολικής ζήτησης - απασχόλησης και πλημμύρισε με χρέος την οικονομία διαταράσσοντας τις χρονικές σχέσεις κατανάλωσης – παραγωγής. Οι δυνάμεις της αγοράς ανέβασαν το φυσικό επιτόκιο μέσω της αυξημένης παραγωγικής αποτελεσματικότητας, γεγονός που επέτρεπε αυξημένη κατανάλωση και ταυτόχρονη επένδυση καθώς τα κέρδη ήταν δυνατά παντού. Οι κεντρικοί σχεδιαστές όμως, διατήρησαν το επιτόκιο αγοράς χρήματος χαμηλό και αντί να επιτρέψουν μία ομαλή σχέση παραγωγικής αποτελεσματικότητας και κατανάλωσης με το υπάρχον στοκ χρήματος, έσπρωξαν τον κόσμο και όλες τις επιχειρήσεις στο φτηνό και εύκολο χρέος. Η εμμονή τους με τον πληθωρισμό των τιμών τους οδήγησε να καταστρέψουν επί της ουσίας τα καπιταλιστικά παραγωγικά οφέλη.

Ο κόσμος δεν χρειάζεται διαρκή εργασία και κατανάλωση, όπως απλοποιημένα ερμηνεύουν τα οικονομικά μοντέλα του κεντρικού σχεδιασμού. Τα οικονομικά είναι μια εξαιρετικά περίπλοκη δομή και διαδικασία για να μπορέσουν να καθοριστούν από μια κεντρική αρχή. Ο κόσμος χρειάζεται βιώσιμη ανάπτυξη που συνεπάγεται την δυνατότητα της κοινωνίας να παράγει όσα μπορεί και θέλει να καταναλώσει σε διάφορους χρόνους. Η παράγωγη και η κατανάλωση καθορίζουν και την ζήτηση για το χρήμα. Όταν το χρήμα ορίζεται ποσοτικά από μια κεντρική αρχή που νομίζει πως σημασία έχει να ανεβαίνουν συνέχεια οι τιμές και να απασχολούνται όλοι ασχέτως αποτελεσματικότητας, καταναλώνοντας ταυτόχρονα τα πάντα, η κατάληξη θα είναι μοιραία η πλήρης αποσύνδεση της χρονικής σχέσης παραγωγής – κατανάλωσης με όλες τις συνεπακόλουθες συνέπειες . Η μόνη που μπορεί να ρυθμίσει ορθολογικά και με σχετική αποτελεσματικότητα αυτήν την σχέση, είναι μια κοινωνία που παράγει και συναλλάσσεται μεταξύ της σε εθελοντική βάση.

Συμπέρασμα

Το επιτόκιο είναι: τιμή χρόνου ανάμεσα στην σχέση  κεφαλαιακής παραγωγής - διάρθρωσης και καταναλωτικών προτιμήσεων. Αυτή η χρονική σχέση καθορίζει και την τιμή του χρήματος. Το επιτόκιο μας πληροφορεί για το αν υπάρχουν διαθέσιμοι πόροι, πόσοι και ποιοι είναι αυτοί οι πόροι και κατά πόσο απορροφούνται αυτοί οι πόροι. Το επιτόκιο μπορεί να καθοριστεί με σχετική συνέπεια μόνο από τις δυνάμεις της αγοράς. Τους συμμετέχοντες δηλαδή σε αυτήν καταναλωτές, εργαζόμενους και επιχειρηματίες. 

Η στρέβλωση του οικονομικού κύκλου, είναι  νομισματικό πληθωριστικό φαινόμενο. Μια ελεύθερη αγορά, βασισμένη στις δυνάμεις της προσφοράς και της ζήτησης ανάμεσα σε αγαθά υπηρεσίες και χρήμα, θα καθόριζε την ποσότητα την ποιότητα και τις τιμές όλων αυτών των προϊόντων.

Όσο για την θεωρία των προσδοκιών, αρκεί οι θιασώτες της να ρίξουν μια ματιά στην εξέλιξη της βιομηχανίας υψηλών τεχνολογιών. Οι επιχειρηματίες αυτών των εταιρειών τι προσδοκίες είχαν; Η αύξηση των νομισματικών τιμών δεν έχει καμία σχέση με τον πραγματικό πλούτο ήτοι οι τιμές μονάδας και αποτελεσματικότητας των αγαθών που παρήγαγαν και παράγουν αυτές οι βιομηχανίες. Κάτι περισσότερο ξέρουν από τους γραφειοκράτες των κεντρικών τραπεζών και των ακαδημαϊκών κύκλων του κεντρικού σχεδιασμού.

 

*Ο κ. Ευθύμης Μαραμής είναι επιχειρηματίας/επενδυτής, ανεξάρτητος αναλυτής της Αυστριακής σχολής οικονομικών και κοινωνικής οργάνωσης.

 

Σχετικά άρθρα:

- Η σοσιαλιστική ουτοπία του 20ου αιώνα

- Αρνητικά επιτόκια