Θα γίνει η Τουρκία ένα κοντινό και φθηνό εργοστάσιο για τη Δύση;

Κάθε χώρα που δεν έχει δεδομένη ούτε την ασφάλεια της, ούτε την οικονομία της, προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της, για να κτίσει τόσο την αμυντική της θωράκιση, όσο και την οικονομική της ανάπτυξη. Σε χώρες όπως είναι η Ελλάδα, οι δυο αυτοί στόχοι αλληλεπικαλύπτονται.

Επιτέλους. Αργήσαμε, αλλά το κατανοήσαμε. Ότι η αμυντική θωράκιση δεν έχει να κάνει μόνο με εξοπλιστικά προγράμματα, αλλά κυρίως με προσέλκυση επενδύσεων. Από επενδυτές των οποίων τα συμφέροντα εξασφαλίζουν, ότι ουδείς θα τολμούσε να εποφθαλμιά το ζωτικό τους χώρο.

Υπό αυτή την οπτική, η μονάδα του υγροποιημένου αερίου στην Αλεξανδρούπολη, στην οποία συμπράττουν και Αμερικανοί επενδυτές, αποτελεί ένα σχετικό δείγμα γραφής. Όχι, ότι η ανάπτυξη των Αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων στη περιοχή, δεν φέρνει την Ελλάδα σε σχέση ισχύος. Αλλά η ύπαρξη και ανάπτυξη ενός σημαντικού για τις ΗΠΑ, αλλά και την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενεργειακού κόμβου, καθιστά την Θράκη σαν ένα χώρο υψίστης οικονομικής και στρατηγικής σημασίας.

Στην Ελλάδα του 2021 η οικονομική ανάπτυξη, προχωράει χέρι – χέρι με μια αξιόπιστη και δυναμική εξωτερική πολιτική και ένα καλά σχεδιασμένο εξοπλιστικό πρόγραμμα.

Στην γειτονική Τουρκία, τα πράγματα εξελίσσονται διαφορετικά. Το εξοπλιστικό της πρόγραμμα έχει εκτροχιαστεί, η εξωτερική πολιτική δεν παρουσιάζει ευδιάκριτα χαρακτηριστικά και η οικονομική κατάσταση των Τούρκων πολιτών επιβαρύνεται καθημερινά. Ωστόσο, τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα παραμένουν, όπως έχει αναφερθεί σε παλαιότερη αρθρογραφία.

Η συνέχιση της κατακρήμνισης της Τουρκικής λίρας, η συνέχιση της πολιτικής των χαμηλών επιτοκίων και η αναμενόμενη προσφυγή στην αγκάλη του Διεθνές Νομισματικού Ταμείου, μπορεί για τον τουρκικό λαό να σημάνει ψυχολογική ανασφάλεια και οικονομική συντριβή, όμως στη γενικότερη εικόνα τα πράγματα αλλάζουν.

Στόχος του Τουρκικού οικονομικού κατεστημένου δεν είναι άλλο από τη μετατροπή της Τουρκίας σε ένα φθηνό παραγωγικό εργοστάσιο στις παρυφές της Δύσης. Η χαμηλή ισοτιμία της Τουρκικής λίρας, μειώνει το κόστος των αρχικών επενδύσεων. Το χαμηλό κόστος του χρήματος επιτρέπει την εύκολη χρηματοδότηση και την απρόσκοπτη εξασφάλιση κεφαλαίων κίνησης.

Το φθηνό εργατικό δυναμικό, η ανυπαρξία προστασίας των εργαζομένων και η καταπάτηση όλων των νόμων που διέπουν το εργασιακό περιβάλλον, υπόσχονται μεγιστοποίηση κερδών. Ιδιαίτερα σε μια εποχή που στη Δύση τα νέα πρότυπα της επιχειρηματικότητας, οφείλουν να αφήνουν ένα θετικό αποτύπωμα στην κοινωνία. Διότι αυτά, είναι πράγματα ανύπαρκτα στην Τουρκία.

Το ερώτημα είναι αν η Τουρκία μπορεί να γίνει μια μικρή Κίνα για τη Δύση. Και η απάντηση είναι πως ναι. Τη στιγμή που η Δύση αναζητά τρόπο εξασφάλισης της εύρυθμης λειτουργίας της εφοδιαστικής αλυσίδας από την Κίνα μέχρι την Ευρώπη, η περίπτωση της Τουρκίας εκμηδενίζει τις αποστάσεις, αλλά και εξαφανίζει τους κινδύνους των μεταφορών.

Την ίδια στιγμή που η Δύση αναζητά έναν τρόπο αποδέσμευσης και απεξάρτησης από τον κινεζικό δράκο, η Τουρκία τους προσφέρει ένα σχετικά παρόμοιο αναπτυξιακό περιβάλλον. Με ένα χαμηλό ηλικιακά εργατικό δυναμικό, με χαμηλό εργατικό κόστος, με ανύπαρκτα εργασιακά δικαιώματα και με καταπατημένα ανθρώπινα δικαιώματα, που υπόσχονται μηδενικές κοινωνικές αντιδράσεις.

Και με δεδομένο ότι η νέα οικονομική πολιτική στη μετά Ερντογάν εποχή, θα φέρει τη σφραγίδα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, τι περισσότερο θα μπορούσαν να ζητούσαν οι επενδυτές;

Ίσως, ο ρόλος, που επιθυμούσε να έχει το βαθύ Τουρκικό κράτος, να ήταν αυτός του στρατοχωροφύλακα της περιοχής. Να ήταν ο ρόλος της στρατιωτικής περιφερειακής δύναμης. Και πράγματι οι ένοπλες δυνάμεις της Τουρκίας είναι οι πλέον πολυάριθμες μετά τις αντίστοιχες Αμερικανικές στο ΝΑΤΟ και ανέρχονται στις 895.000. Όμως αυτό που βλέπουμε σήμερα, είναι ότι η Τουρκία θα μετατραπεί σε ένα φθηνό εργοστάσιο με άμεση και ασφαλή πρόσβαση στις αγορές της Δύσης, παρά σε έναν ανεξέλεγκτο νταή.