Τελικά, πότε θα ανέβει το Χρηματιστήριο;

Τελικά, πότε θα ανέβει το Χρηματιστήριο;

Του Κωνσταντίνου Χαροκόπου

Δεν είναι λίγοι οι επενδυτές του Χρηματιστηρίου Αθηνών που διερωτώνται, για την χρονική στιγμή που θα ξεκινήσει η εισροή νέων κεφαλαίων από το εξωτερικό. Νέων κεφαλαίων, που θα δώσουν μια εκ νέου ώθηση στις τιμές των μετοχικών τίτλων. Και το ερώτημα επανέρχεται, διότι μόλις τώρα έκλεισαν οι πρώτες 100 ημέρες της νέας κυβέρνησης Μητσοτάκη.

Δεν θα προσπαθήσουμε να δώσουμε μια απάντηση που θα λαμβάνει υπ' όψιν της, τις διεθνείς συνθήκες των αγορών, τους φόβους και τις ανησυχίες που γεννούν οι γεωπολιτικές συγκρούσεις και τα διφορούμενα οικονομικά δεδομένα που παρουσιάζονται στις ΗΠΑ. Ας υποθέσουμε, πως η εγχώρια κεφαλαιαγορά κινείται αυτόνομα σε ένα αποστειρωμένο από τους εξωτερικούς παράγοντες περιβάλλον. Σε έναν δοκιμαστικό σωλήνα, ως υπόθεση εργασίας. Ας υποθέσουμε λοιπόν, πως οι εγχώριες εξελίξεις και μόνον, είναι αυτές που θα καθορίσουν την διαμόρφωση του οικονομικού, επιχειρηματικού και χρηματιστηριακού κλίματος της χώρας.

Είναι λογικό να ξεκινούν τώρα οι καλύψεις από τους οίκους του εξωτερικού για το Χρηματιστήριο, τις μεγάλες εταιρίες του δείκτη FTSE-25 αλλά και τις δυναμικές εταιρίες μικρότερης κεφαλαιοποίησης. Και γιατί τώρα; Διότι τώρα, αρχίζουν να αποτυπώνονται τα πρώτα δείγματα γραφής της κυβέρνησης. Και διότι τώρα, έχουν τη δυνατότητα οι αναλυτές να πραγματοποιήσουν τις πρώτες ποσοτικές αλλά και ποιοτικές αναλύσεις, πάνω στη νέα δυναμική που διαμορφώνεται.

Που μπορούν να επικεντρώσουν οι αναλυτές; Πρώτα απ' όλα, στην αύξηση του Γενικού Δείκτη του Χρηματιστηρίου κατά 40% από την αρχή του χρόνου και στην ραγδαία μείωση των επιτοκίων των τίτλων χρέους, τόσο στην δευτερογενή, όσο και στην πρωτογενή αγορά. Δευτερευόντως, εστιάζουν στο φιλοεπενδυτικό κυβερνητικό πρόγραμμα, στο ξεμπλοκάρισμα του project του Ελληνικού και στην βελτίωση των δημοσίων οικονομικών της χώρας. Και τελευταία εστιάζουν σε έναν δεδομένο, που εμείς στο εσωτερικό της χώρας, αδυνατούμε να εκτιμήσουμε την δυναμική που γεννά. Και αυτό είναι το γεγονός πως οι διοικήσεις των περισσοτέρων εταιριών που στάθηκαν όρθιες στην κρίση, ξεκινούν πλέον από μια άλλη αφετηρία, διότι κατάφεραν και έκαναν τις εταιρίες τους πιο αποδοτικές, πιο ευέλικτες, πιο προσαρμοστικές και πιο δυνατές.

Ακολούθως, οι αναλυτές θα πρέπει να κάνουν μια μικρή ιστορική αναδρομή για να παρουσιάσουν, το που ήμασταν και το που βρισκόμαστε σήμερα. Και κυρίως να εστιάσουν στους τρεις μεγάλους στόχους που έχει θέσει η κυβέρνηση και είναι:

  • Το πακέτο των αναπτυξιακών μέτρων ύψους 6 δισ. ευρώ, που βασίζεται κατά βάσιν στην μείωση των φόρων των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Στα μάτια των αναλυτών οι αλλαγές αυτές είναι μεγάλες. Η μείωση των εταιρικών φορολογικών συντελεστών από το 28% στο 20%, είναι σχεδόν μια ποσοστιαία μείωση της τάξης του 30%. Αν σε αυτό υπολογιστεί και η μείωση της φορολογίας μερισμάτων από το 15% στο 5%, όλοι αντιλαμβάνονται πως οι χρηματιστηριακοί δείκτες και οι δείκτες αποτίμησης των εισηγμένων στο χρηματιστήριο εταιρειών, μεταβάλλονται επί το θετικότερον. Αν σε αυτά, συνυπολογιστούν οι μειώσεις στο ΦΠΑ από το 24% στο 22% και από το 13% στο 11% και η μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 30% μέχρι το τέλος του 2021, είναι φανερό πως έχουμε ένα εντελώς διαφορετικό ευρύτερο οικονομικό περιβάλλον.
  • Η κατά 2 δισ. ευρώ, εξοικονόμηση δαπανών.
  • Το επενδυτικό πλάνο που θα πλησιάσει το 60 δισ. ευρώ.

Οι αναλυτές θα πρέπει να αναφερθούν στις εξελίξεις σχετικά με τις συστημικές τράπεζες και τις λύσεις που σχεδιάζονται στον τομέα της διαχείρισης των κόκκινων δανείων και στον τομέα της κεφαλαιακής ενίσχυσης των τραπεζών. Και αυτό είναι κάτι που μπορεί να γίνει τώρα, διότι τώρα προωθείται από την κυβέρνηση το σχέδιο “Ηρακλής” και διότι τώρα οι εποπτικές ευρωπαϊκές τραπεζικές αρχές ελέγχουν όλες τις παραμέτρους που περιλαμβάνουν ακόμα και την αναβαλλόμενη φορολογία, ως λογιστικό μέσο κεφαλαιακής ενίσχυσης.

Αφού οι αναλυτές, παρουσιάσουν τα πλάνα και τις δεσμεύσεις της νέας κυβέρνησης και αφού παρουσιάσουν τις εξελίξεις στο τραπεζικό σύστημα που αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της κάθε εθνικής οικονομίας, έρχεται η στιγμή που θα εκφράσουν άποψη, για το αν το Χρηματιστήριο της Αθήνας είναι πιο ακριβό ή πιο φτηνό, από άλλα χρηματιστήρια.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Refinitiv (για τους παλαιότερους η Thomson Reuters Financial & Risk) ο δείκτης Ρ/Ε του ελληνικού χρηματιστηρίου για το 2020 υπολογιζόταν στο 14,4. Μετά τις φορολογικές ελαφρύνσεις, το Ρ/Ε ανέρχεται πλέον στο 13, την στιγμή που το μέσο Ρ/Ε των ευρωπαϊκών χρηματιστηρίων στο 13,8. O δείκτης EV/EBITDA για το 2020 ανέρχεται στο 6,7 με τον αντίστοιχο δείκτη του Stoxx600 να βρίσκεται στο 8,9. Επιπλέον αναμένεται αύξηση της κερδοφορίας ανά μετοχή στο 15%, με τον αντίστοιχη ευρωπαϊκή αύξηση της κερδοφορίας να κινείται στα επίπεδα του 9%.

Όλοι οι δείκτες, δείχνουν πως το Χρηματιστήριο Αθηνών είναι φτηνό. Όμως, όπως είδαμε, έπρεπε να περάσουν οι πρώτες 100 ημέρες για να διαβάσουμε τις πρώτες ουσιαστικά θετικές εκθέσεις για το Χρηματιστήριο. Καλό λοιπόν να είμαστε υπομονετικοί. Και να ελπίζουμε, πως το κλίμα στις διεθνείς κεφαλαιαγορές δεν θα εξελιχθεί δυσμενώς.


*Ο αρθρογράφος είναι οικονομικός αναλυτής, με ειδίκευση στο σχεδιασμό σύνθετων επενδυτικών στρατηγικών.

Αποποίηση Ευθύνης : Το περιεχόμενο της στήλης, είναι καθαρά ενημερωτικό και πληροφοριακό και δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επενδυτική συμβουλή, ούτε υποκίνηση για συμμετοχή σε οποιαδήποτε συναλλαγή. Ο αρθρογράφος δεν ευθύνεται για τυχόν επενδυτικές και λοιπές αποφάσεις που θα ληφθούν με βάση τις πληροφορίες αυτές.