Τελευταία ευκαιρία για τον ή με τον Εξωδικαστικό Μηχανισμό

Τελευταία ευκαιρία για τον ή με τον Εξωδικαστικό Μηχανισμό

Του Γιώργου Στεργίου*

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ΑΝΕΛ μετά από 40 περίπου ημέρες από την ολοκλήρωση της διαβούλευσης για τον "Εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων" και 26 μήνες αφότου ανέλαβε τις τύχες της χώρας κατέθεσε το σχετικό νομοσχέδιο στη  Βουλή μόλις προχθές, χωρίς μάλιστα ουσιαστικές μεταβολές από την αρχική εκδοχή.

Από την πρώτη στιγμή επισημάνθηκαν  δύο βασικές και θεμελιώδεις αντιφάσεις του σχεδίου οι οποίες δυστυχώς παραμένουν και στο τελικό κείμενο. Η κυβέρνηση από τη μία προχωρά στη δημιουργία εξωδικαστικού μηχανισμού που καταλήγει όμως σε δικαστική εμπλοκή για οφειλέτες και πιστωτές και από την άλλη υποχρεώνει  τις επιχειρήσεις ανεξάρτητα από το μέγεθός τους και το ύψος της οφειλής τους να ακολουθήσουν μία σχεδόν πανομοιότυπη  γραφειοκρατική  και χρονοβόρα διαδικασία αγνοώντας τη σημαντικότερη παράμετρο επιτυχίας του μηχανισμού, αυτή της ταχύτητας διευθέτησης των οφειλών.

Προφανώς η κυβέρνηση αδυνατεί να κατανοήσει ότι η ανάγκη για να εισαχθεί μία εξωδικαστική δυνατότητα επίλυσης οφειλών προέκυψε από την αναποτελεσματική διαχείριση του ζητήματος μέσα από παραδοσιακές διαδικασίες όπως για παράδειγμα η προσφυγή στο δικαστήριο. Όχι γιατί δεν διαθέτουμε ικανούς δικαστές αλλά γιατί ο αριθμός των υποθέσεων είναι εξαιρετικά μεγάλος οπότε είναι αδύνατον να εκδικαστούν σε σύντομο χρόνο όπως απαιτεί η διευθέτηση τέτοιων ζητημάτων.

Με το σχέδιο νόμου όχι μόνο δεν μειώνονται οι περιπτώσεις που οδηγούνται στη δικαιοσύνη αλλά αυξάνονται εκθετικά επιβαρύνοντας  ακόμη περισσότερο τους εμπλεκόμενους και τη δικαιοσύνη. Το αντίθετο δηλαδή από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι περί τις 400.000 επιχειρήσεις δύνανται να αξιοποιήσουν τον προτεινόμενο μηχανισμό.  Ακόμη και εάν μόλις το 10% αυτών, δηλαδή 40.000, οδηγηθούν μέσω του κατ' όνομα εξωδικαστικού μηχανισμού στα δικαστήρια εντός του διαστήματος που αυτός προβλέπει,  το να μιλάμε για ταχεία διευθέτηση οφειλών φαντάζει τουλάχιστον ως ανέκδοτο.

Ας σημειωθεί ότι τα Ειρηνοδικεία, που είναι τριπλάσια σε αριθμό από τα Πρωτοδικεία - τα δικαστήρια δηλαδή στα οποία θα προσφεύγουν βάσει  του σχεδίου νόμου οι επιχειρήσεις, εκδίδουν κατά μέσο όρο μόλις τρεις περίπου χιλιάδες αποφάσεις το χρόνο, για υποθέσεις του Ν3869 (Κατσέλη). Μία πρόχειρη λοιπόν διαίρεση αναδεικνύει αν μη τι άλλο την επιπολαιότητα όλων όσων προετοίμασαν το σχέδιο νόμου.

Ακατανόητη είναι επίσης η εμμονή σε μία βαριά και γραφειοκρατική διαδικασία (ενώ θα έπρεπε να είναι ακριβώς το αντίθετο) για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Ο εξωδικαστικός μηχανισμός εφόσον φυσικά ήταν απλός και αυτοματοποιημένος όφειλε να στοχεύει στην γρήγορη (εντός λίγων ημερών) διευθέτηση των χρεών μικρών αλλά βιώσιμων επιχειρήσεων που κατά τεκμήριο σήμερα αγνοούνται από τους θεσμικούς πιστωτές δηλαδή τις Τράπεζες, τις Εφορίες και τα Ασφαλιστικά Ταμεία. Με στόχο να κάνουν μία νέα αρχή την οποία χρειάζονται οι ίδιες αλλά και η οικονομία.

Στον αντίποδα αυτής της προσέγγισης βρίσκεται το σχέδιο νόμου που ακόμη και στην καλύτερη εκδοχή του, εκεί δηλαδή όπου θα ξεπερνιούνται τα γραφειοκρατικά εμπόδια που θέτει και θα προκύπτει δυνατότητα ρύθμισης, η εφαρμογή της θα καθυστερεί για χρόνια στον προθάλαμο των δικαστηρίων.

Αλλά και για τις μεγάλες επιχειρήσεις είναι μάλλον εκτός πραγματικότητας να θεωρείται ότι θα διευθετήσουν τις οφειλές τους μέσω της διαδικασίας που προβλέπεται.

Άρα για ποιους λοιπόν έχει σχεδιαστεί το παρόν σχέδιο;

Ωφελείται πραγματικά κάποια κατηγορία επιχειρήσεων ή έστω μία επαγγελματική ομάδα;

Όσοι συνυπέγραψαν εντός και εκτός Ελλάδας το παρόν σχέδιο δεν ανησυχούν για το τι θα προκύψει εάν ο μηχανισμός αποτύχει;

Μπορούν να μας διαβεβαιώσουν άραγε ότι θα διασωθούν επιχειρήσεις και θέσεις εργασίας, ότι το τραπεζικό μας σύστημα θα σταθεροποιηθεί και θα βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση από τη σημερινή και ότι επιτέλους θα σταματήσει η αιμορραγία των δημόσιων και ασφαλιστικών ταμείων εις βάρος των συνεπών;  

Στη συνέντευξη τύπου που έδωσε χθες ο αρμόδιος Υπουργός δεν απάντησε ούτε σε ένα από τα παραπάνω ερωτήματα. Δεν έχει λοιπόν παρά μία τελευταία ευκαιρία εντός του κοινοβουλίου και μέχρι τη ψήφιση του, να επιδιορθώσει τις ολοφάνερες αδυναμίες του νομοσχεδίου. Διαφορετικά ένα από τα πιο σημαντικά εργαλεία ανάταξης της οικονομίας μας θα ακυρωθεί στην πράξη με ανυπολόγιστες συνέπειες για τους εργαζόμενους, τις επιχειρήσεις, τη χώρα.

*Ο κ. Γιώργος Στεργίου είναι Γραμματέας Προγράμματος Νέας Δημοκρατίας και πρώην Γενικός Γραμματέας Καταναλωτή.