Τα Πανεπιστήμια χρειάζονται ερευνητική στρατηγική

Τα Πανεπιστήμια χρειάζονται ερευνητική στρατηγική

Του Δημήτρη Κουρέτα*

Ένα πρωταρχικό πρόβλημα σήμερα για όλα τα πανεπιστήμια της χώρας είναι ότι δεν διαθέτουν ερευνητική στρατηγική, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να ανταποκριθούν στις σύγχρονες προκλήσεις της κοινωνίας που ζούμε. Φανταστείτε έναν οργανισμό όπως το πανεπιστήμιο που θέλει να παίξει ρόλο σήμερα στα δρώμενα μια κοινωνίας και να μην έχει απαντήσει στα ερωτήματα: Που βρίσκομαι, που θέλω να πάω, με ποια βήματα θα πάω εκεί που θέλω.

Παράγουμε ακόμη μετά από 10 χρόνια κρίσης απόφοιτους και έρευνα που δεν ωφελούν τόσο την Ελληνική οικονομία αλλά δημιουργούν οφέλη σε οικονομίες άλλων χωρών. Η διαμόρφωση της ερευνητικής στρατηγικής σε ένα πανεπιστήμιο στη χώρα μας σήμερα έχει τρεις κύριες συνιστώσες και πρέπει ν'' απαντά στα ακόλουθα ερωτήματα:

1. Πώς θα δημιουργήσουμε νέα γνώση & ικανότητες, δηλαδή νέα αξία; Για ν'' απαντηθεί αυτό το ερώτημα πρέπει να αξιολογηθεί η πιθανή μεσο-μακροπρόθεσμη εξέλιξη των επιστημονικών πεδίων που ενδιαφέρουν το κάθε πανεπιστήμιο , οι μακροπρόθεσμες απαιτήσεις της αγοράς και η δυνατότητα προσέλκυσης ισχυρής χρηματοδότησης .

2. Πώς θα εκμεταλλευτούμε την νέα γνώση και τις ικανότητες που θα αναπτύξουμε; Για ν'' απαντηθεί αυτό το ερώτημα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι πιθανοί τρόποι αξιοποίησης των ερευνητικών αποτελεσμάτων (π.χ., δημοσιεύσεις, διπλώματα ευρεσιτεχνίας, τεχνοβλαστοί, συμβάσεις εκχώρησης, κ.ο.κ.) σε σχέση με τις προτεραιότητες διαφύλαξης των πηγών μοναδικότητας (π.χ., νέα γνώση που ανήκει αποκλειστικά στο Ίδρυμα και μπορεί ν'' αποτελέσει αντικείμενο προστασίας μέσω τίτλου πνευματικής ιδιοκτησίας). Δηλαδή στην πράξη το ΑΕΙ να έχει πνευματικά δικαιώματα σε όποια γνώση παράγεται εντός του από οποιονδήποτε (ότι γίνεται στα σοβαρά πανεπιστήμια έξω).

3. Πώς θα οργανωθούμε για να βελτιστοποιήσουμε τη δημιουργία και την εκμετάλλευση της νέας αξίας; Για ν'' απαντηθεί αυτό το ερώτημα πρέπει να αξιολογηθούν κριτικά οι υφιστάμενες πολιτικές, διαδικασίες και δομές εντός του Ιδρύματος που επηρεάζουν άμεσα ή έμμεσα την εφαρμογή της ερευνητικής στρατηγικής.

Η βιβλιογραφική ανασκόπηση συμφωνεί με τα παραπάνω, προτείνοντας ως κριτήρια ανάλυσης και σχεδιασμού σεναρίων για την ερευνητική στρατηγική τα ακόλουθα (Calvert and Patel, 2000; Graham and Diamond, 1997; Lechevalier et al, 2007):

- Ανθρώπινο δυναμικό: αριθμητική επάρκεια, ειδικές γνώσεις και υφιστάμενες ικανότητες, ελλείψεις που πρέπει να συμπληρωθούν.

- Χρηματοδότηση της έρευνας: ερευνητικές προτεραιότητες σε τοπικό (ιδίως μέσω της περιφερειακής στρατηγικής RIS3), εθνικό, ευρωπαϊκό ή παγκόσμιο επίπεδο, ζήτηση για επί συμβάσει έρευνα από τον ιδιωτικό τομέα, κ.ο.κ.

- Ερευνητική & τεχνολογική υποδομή: τεχνολογικές ικανότητες από την υφιστάμενη υποδομή, απαιτήσεις για αναβάθμιση/συμπλήρωση, επάρκεια και καταλληλότητα εγκαταστάσεων.

- Δυνατότητα απόκτησης και διασφάλισης των πνευματικών δικαιωμάτων από οποιαδήποτε έρευνα γίνεται μέσα το ίδρυμα.

- Αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνας, συνεργασίες με ιδιωτικούς και δημόσιους φορείς για την αξιοποίηση των αποτελεσμάτων έρευνας συμπεριλαμβανόμενων και την ανάπτυξη κοινών έργων και την δημιουργία τεχνοβλαστών (spin-offs).

- Επιστημονική επικύρωση και αναγνώριση των αποτελεσμάτων της έρευνας: δημοσιεύσεις, συνέδρια, βιβλία, κ.ο.κ.

Βασικό ζήτημα είναι η επιλογή από την αρχή ενός σημαντικού κοινωνικού προβλήματος και ο προσανατολισμός των ερευνητικών προσπαθειών από νωρίς προς την κατεύθυνση της επίλυσής του είναι οι δύο σημαντικότερες συστάσεις για τα αρχικά στάδια ανάπτυξης κάθε πρωτοβουλίας για θεσμοθέτηση δομών διεπιστημονικής έρευνας. Συνεπώς, απαιτείται η διατύπωση ενός μακροπρόθεσμου ερευνητικού στόχου που θα χαρακτηρίζεται προκλητικός, από απόψεως ευρύτερων κοινωνικών επιπτώσεων σε περίπτωση επίτευξής του, και ταυτόχρονα ικανός να δημιουργήσει ικανές συσπειρώσεις ετερογενών ερευνητικών ομάδων για την επίτευξή του εντός του Πανεπιστημίου . Μετά την επιλογή του κυρίου προβλήματος προς επίλυση, το πανεπιστήμιο θα πρέπει να συνεκτιμήσει την επιστημονική ωριμότητά του, δηλ. το ενδεχόμενο ολικής ή μερικής επίλυσής του από δραστηριότητες τρίτων ή από εξελίξεις της επιστήμης και της τεχνολογίας.

Βέβαια η ανασκόπηση των βέλτιστων πρακτικών προτείνει αρχικά την εξασφάλιση κεφαλαίου σποράς (seed capital), στη συνέχεια συνεχή και ευέλικτη χρηματοδότηση και τέλος την αξιοποίηση εξω-ιδρυματικών χρηματοδοτήσεων για την ανάπτυξη των υποδομών και τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του εγχειρήματος. Συνεπώς, η διαμόρφωση της ερευνητικής στρατηγικής πρέπει να λάβει υπόψη της εκτός όλων των άλλων και τα ακόλουθα:

i) Ποιές από τις βραχυπρόθεσμες πρωτοβουλίες ανάπτυξης της ερευνητικής στρατηγικής αξίζει να χρηματοδοτηθούν από—των περιορισμένων δυνατοτήτων—προϋπολογισμό διαθεσίμων της Επιτροπής Ερευνών ώστε να μεγιστοποιηθεί η αξιοποίηση των πόρων και το τελικό αποτέλεσμα;

ii) Ποιά κομμάτια της ερευνητικής στρατηγικής (υποδομές, εξοπλισμός, ανθρώπινοι πόροι) έχουν σημαντικές πιθανότητες να χρηματοδοτηθούν εξω-ιδρυματικά με ποσά που μπορούν να οδηγήσουν στη βιωσιμότητα;

iii) Ποιά γνώση και ποιές ικανότητες μπορούν να αξιοποιηθούν για να δημιουργήσουν έσοδα από παροχή υπηρεσιών και τι μερίδιο αυτών θα τροφοδοτήσει την κύρια ερευνητική δραστηριότητα;

Πιστεύω ότι πάνω σε μια τέτοια βάση θα πρέπει να ξεκινήσει η συζήτηση σε κάθε ΑΕΙ και ΤΕΙ της χώρας. Ισως σε μερικά έχει ήδη ξεκινήσει. Όπως δουλεύει μια εταιρεία που πονάει τα χρήματα των μετόχων της έτσι και το πανεπιστήμιο αν πονάει τα χρήματα των πολιτών που πληρώνουν φόρους πρέπει να φτιάξει στρατηγική. Για το καλο των φοιτητών του.

* Ο Δημήτρης Κουρέτας είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, πρώην Αναπληρωτής Πρύτανης.