Τα απαγορευμένα ράφια

Το ηλεκτρονικό εμπόριο, ειδικά στην Ελλάδα, είναι μια σχετικά πρόσφατη εξέλιξη. Δεν πάνε πολλά χρόνια που το να είχε ένα κατάστημα ηλεκτρονική παρουσία ήταν περισσότερο μια συμβολική δήλωση ότι πάει με τους καιρούς παρά οτιδήποτε άλλο, καθώς μεταξύ άλλων οι καταναλωτές στην Ελλάδα μπορεί να ψωνίζαμε βιβλία από το Amazon, αλλά όταν ήταν να αγοράσουμε κάτι από τη χώρα μας, προτιμούσαμε για κάποιον λόγο τις συντριπτικά περισσότερες φορές την επίσκεψη στις βιτρίνες.

Παρ’ όλα αυτά, κάποιες εταιρίες ήδη από τότε επέλεξαν να επενδύσουν σοβαρά στη δημιουργία e-shop, διαβλέποντας ότι η τάση κάποια στιγμή θα αλλάξει, οι καταναλωτές θα δουν ότι το ηλεκτρονικό εμπόριο έχει τα δικά του πλεονεκτήματα, κι εκείνοι - οι επιχειρηματίες - θα έχουν πλασαριστεί νωρίς σε ένα εντέλει επικερδές, για να μη πω απαραίτητο, πεδίο.

Το ίδιο συνέβη και την αξιοποίηση των κοινωνικών δικτύων, του ψηφιακού μάρκετινγκ και όλων των υπόλοιπων συμπαραμαρτούντων. Κάποιοι επέλεξαν να κάνουν την προετοιμασία τους, περιμένοντας το αναπόφευκτο.

Και το αναπόφευκτο ήρθε με την πανδημία και τα απαγορευτικά, όταν, ιδιαίτερα κατά το πρώτο κύμα, ένας πολύ μεγάλος αριθμός καταναλωτών θέλησε για πρώτη φορά να παραγγείλει ντιλίβερι όχι μόνο σουβλάκια και πίτσες, αλλά και ψώνια από σούπερ μάρκετ, βιβλία (από ελληνικά βιβλιοπωλεία), συσκευές και οτιδήποτε άλλο χρειαζούμενο και επιθυμητό που πλέον δύσκολα μπορούσε να αγοράσει από τη φυσική βιτρίνα. Κάποιοι ήταν προετοιμασμένοι, κάποιοι χρειάστηκε να κάνουν μικρές ή μεγάλες προσαρμογές, κάποιοι έπρεπε να ξεκινήσουν από την αρχή. Έτσι είναι αυτά. Των φρονίμων τα παιδιά, που είχαν επενδύσει σε ψηφιακές υποδομές, εφοδιαστικές αλυσίδες, δίκτυα διανομής και τα τοιαύτα έδρεψαν τα αποτελέσματα του συγκριτικού πλεονεκτήματος που πρόλαβαν να διασφαλίσουν για τον εαυτό τους.

Βεβαίως, το απαγορευτικό δημιουργεί ασυμμετρίες. Όταν για παράδειγμα ένα μικρό κατάστημα αναγκάζεται λόγω των κρατικών μέτρων να κλείσει τη φυσική του παρουσία, και ένα σούπερ μάρκετ που πουλά μεταξύ άλλων και παρόμοια μ’ αυτό προϊόντα κρατά τις πόρτες του ανοιχτές, ο πρώτος ευλόγως παραπονιέται, είτε είχε κάνει εγκαίρως τα ψηφιακά του μαθήματα, είτε όχι. Κι εκεί το κράτος, εφόσον αυτό είναι που στερεί τη δυνατότητα της ελεύθερης επιχειρηματικότητας, οφείλει να πληρώσει στο μέτρο του δυνατού τα σπασμένα.

Πώς όμως; Σίγουρα όχι μειώνοντας ακόμη περισσότερο τη δυνατότητα κάλυψης των αναγκών και των επιθυμιών μας. Αν το παπουτσάδικο της γειτονιάς μου έχει κλείσει λόγω των μέτρων, και το σούπερ μάρκετ στο οποίο ούτως ή άλλως θα πάω έχει στα ράφια του ένα ζευγάρι παπούτσια που θα αντικαταστήσουν αυτά που ξαφνικά μου τρύπησαν, το να μου κάνει το κράτος τη ζωή ακόμη πιο δύσκολη απαγορεύοντας τη συναλλαγή μου αυτή, είναι και άδικο και αναποτελεσματικό.