Συζητώντας μ' έναν αγρότη από το μπλόκο των Τεμπών

Συζητώντας μ' έναν αγρότη από το μπλόκο των Τεμπών

Του Γιώργου Καραβάνα*

Τώρα που η ένταση στο αγροτικό προσωρινά τουλάχιστον υποχώρησε είναι ίσως η ώρα για μια πιο ψύχραιμη αποτίμηση των όσων συμβαίνουν στο χώρο αυτό. Οι πρωτόγνωρης έντασης κινητοποιήσεις των αγροτών δείχνουν ασφαλώς τη δεινή τους θέση, ενεργοποιούν όμως ταυτόχρονα τη δυραρέσκεια άλλων ομάδων, που αφενός θίγονται από τις κινητοποιήσεις αυτές κι αφετέρου εμφορούνται από τα γνωστά κλισέ, που ανεύθυνα εκτοξεύονταν κατά καιρούς συλλήβδειν εναντίων των αγροτών, από ανθρώπους μάλιστα που ελάχιστα γνώριζαν τα αγροτικά θέματα.

Μύθος πρώτος: τα διπλοζυγίσματα, τα εικονικά τιμολόγια, οι ψευδείς δηλώσεις. Αφορούν ασφαλώς σε άλλες εποχές (βλέπε δεκαετία του '90) και πάντως όχι στις μεγάλες εκτατικές καλλιέργειες, όπως αυτές των αγροτών της Θεσσαλίας. «Το καλαμπόκι το πουλάμε στη βιομηχανία ζωοτροφών. Το σιτάρι σε μύλους. Το βαμβάκι στην κλωστοϋφαντουργία. Τη βιομηχανική ντομάτα και τα υπόλοιπα κηπευτικά σε μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ. Το γάλα, στην γαλακτοβιομηχανία. Λέτε όλοι αυτοί να μπορούν να αγοράσουν χωρίς τιμολόγια;», εξηγούν οργισμένοι. «Εκτός κι αν αναφερόμαστε στον μικροπαραγωγό, που ίσως πουλάει μια μικρή ποσότητα χωρίς τιμολόγιο στη λαϊκή… Οι εκτατικές καλλιέργειες, σαν τις δικές μας, είναι μεγάλες επιχειρήσεις χωρίς περιθώριο εικονικών τιμολογίων εδώ και πολλά χρόνια».

Μύθος δεύτερος: οι αγρότες που μέχρι τώρα δεν φορολογούνται! Είναι γεγονός πως η άμεση φορολογία ήταν πολύ χαμηλή ως και ανύπαρκτη. Ο διαχωρισμός όμως ανάμεσα στους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους τελικά το κράτος σου αφαιρεί χρήματα, είναι παραπλανητικός! Αυτό που τελικά μετράει είναι το πόσα σου παίρνει το κράτος - ανεξαρτήτως τρόπου - και πόσα σου μένουν στο χέρι! Θα διανοούσαστε ποτέ μια οποιαδήποτε βιομηχανία να προμηθεύεται πετρέλαιο από το βενζινάδικο της γειτονιάς; Κι όμως με τη γεωργία αυτό συμβαίνει! Το καύσιμο για τον αγρότη αποτελεί σημαντικότατη δαπάνη και πάνω από το 80% είναι φόρος. Το ίδιο ισχύει και για το ηλεκτρικό ρεύμα, το ίδιο ισχύει για τα αγροεφόδια. «Σπόροι, λιπάσματα, ρεύμα, νερό – όλα έχουν ανέβει τα τελευταία χρόνια. Καθόμαστε και βγάζουμε κοστολόγια και δεν βρίσκουμε καλλιέργεια που να αφήνει κάποιο όφελος».

Συνομιλώ μ' έναν αγρότη 50 χρονών – έναν άνθρωπο με σπουδές και εμπειρίες από το εξωτερικό, που καλλιεργεί έκταση μεγαλύτερη των 1000 στρεμμάτων(!) από τα οποία τα 750 περίπου ιδιόκτητα. Είναι στο επάγγελμα από ηλικία 21 ετών. Πρόσφατα μάλιστα επένδυσε σε υδροπονική θερμοκηπιακή καλλιέργεια υψηλής τεχνολογίας. «Δεν χρώσταγα ποτέ σε τράπεζα ή προμηθευτή. Έβγαζα πάντα ένα ικανοποιητικό εισόδημα, το οποίο όμως όλο και μειωνόταν. Φέτος, για πρώτη φορά στη ζωή μου, δεν ξέρω τι να καλλιεργήσω... Ότι υπολογισμό και να κάνω τα νούμερα δεν βγαίνουν. Και το ρίσκο τεράστιο! Κάθε χρόνο απαιτείται δαπάνη 150.000 ευρώ για σπόρους, λιπάσματα και αγροεφόδια, με την ελπίδα να μας μείνουν 20.000 για να ζήσουμε την οικογένεια. Ωστόσο, ένα λάστιχο να χρειαστεί το τρακτέρ, θα χρειαστώ 3000 ευρώ επιπλέον…».

Τεράστιο πρόβλημα αποτελεί κι αυτό της ρευστότητας. «Αν το κράτος μου πάρει τόσα χρήματα (φέτος θα πληρώσω το 61,2% του εισοδήματός μου), πώς θα καλλιεργήσω την επόμενη χρονιά; Με τι κεφάλαιο; Ότι κεφάλαιο είχαμε συγκεντρώσει τα προηγούμενα χρόνια, έχει χαθεί μέσα στην κρίση. Πουλάω σε αλυσίδες σούπερ μάρκετ και παίρνω 15μηνες επιταγές. Μια αλυσίδα να μου «σκάσει», καταστράφηκα! Μας κατηγορούν πως τάχα εκδίδουμε πλαστά τιμολόγια για να εισπράξουμε επιστροφή ΦΠΑ. Μα έτσι κι αλλιώς οι επιστροφές έχουν παγώσει εδώ και καιρό…!»

Οι περισσότεροι από εμάς της πόλης ζητούμε απλώς το αυτονόητο: να ισχύουν για όλους οι ίδιοι κανόνες. «ΕΝΦΙΑ εγώ; ΕΝΦΙΑ και ο αγρότης!» Με τη διαφορά πως το γραφείο στην πόλη δεν έχει την ίδια έκταση ούτε με το χωράφι, ούτε με τη στεγαζόμενη κτηνοτροφική μονάδα. Σε 200 τμ χωρούν 20 εργαζόμενοι γραφείου αλλά μόνον δύο αγελάδες! Το κέρδος λοιπόν ανά επιφάνεια είναι σαφώς διαφορετικό ανάμεσα στις δύο εκμεταλλεύσεις και η αναλογία του συγκεκριμένου φόρου σαφώς εις βάρος του αγρότη!

Είμαι πεπεισμένος πως ο επικοινωνιακός χειρισμός του θέματος είναι λανθασμένος. Οι αγρότες, ίσως παρασυρμένοι από γνωστούς αγροτοσυνδικαλιστές με άλλες στοχεύσεις, διατυπώνουν αιτήματά που ακούγονται καταχρηστικά, σε αυτόν που δεν γνωρίζει. Κάποια μπορεί και να είναι. Ωστόσο, αν κανείς κοιτάξει τη μεγάλη εικόνα, τα συμπεράσματα προκύπτουν αβίαστα: ο αγροτικός πληθυσμός ολοένα και συρρικνώνεται. Δεν θα συνέβαινε αυτό αν το κέρδος ήταν ικανοποιητικό και ανάλογο του ρίσκου. Ο ίδιος ο συνομιλητής μου, κατανοεί πως τα αιτήματα των αγροτών τοποθετούνται με λανθασμένο τρόπο. Διαφωνεί με το κλείσιμο των δρόμων.

«Δεν έχω πρόβλημα να πληρώνω υψηλότερους φόρους. Το πραγματικό πρόβλημα είναι στο κόστος παραγωγής, που ανεβαίνει διαρκώς. Θα προτιμούσα να πληρώνω υψηλότερους φόρους, αλλά να έχω φθηνότερο πετρέλαιο και φθηνότερο ρεύμα. Να μπορώ να επιλέξω εγώ ποιες καλλιέργειες θα ασφαλίσω και ποιες θα αφήσω ανασφάλιστες (σήμερα ο ΕΛΓΑ – ένας ακόμα αναποτελεσματικός δημόσιος οργανισμός - υποχρεώνει την ασφάλιση κάθε καλλιέργειας ανάλογα με το είδος και την έκτασή της, σε τιμές τελείως αυθαίρετες). ΦΠΑ, ασφαλιστικές εισφορές, ΕΝΦΙΑ, τέλος αλληλεγγύης, πετρέλαιο, νερό και ρεύμα, δεν μου αφήνουν εισόδημα αρκετό για να ζήσω και να καλλιεργήσω την επόμενη χρονιά. Ο αγώνας είναι πλέον αγώνας επιβίωσης».

Αποφασίζω να γίνω λίγο πιο σκληρός. «Ίσως τελικά, κάποιοι να πρέπει να αλλάξουν επάγγελμα. Να πουλήσουν ώστε να δημιουργηθούν μεγαλύτερες εκμεταλλεύσεις που θα επιτρέψουν οικονομίες κλίμακας σε όσους απομείνουν. Να κάνετε ομάδες παραγωγών και συσκευαστήρια, να αποκτήσετε δικό σας brand name!». «Έχουν γίνει πολλά από τα παραπάνω. Είμαι ήδη σε περισσότερες από μία ομάδες παραγωγών. Το χτίσιμο του brand name θέλει κάποιο χρόνο, ακριβώς όπως ένας γιατρός θέλει χρόνο για να γίνει γνωστός. Και χρόνος δεν υπάρχει – το πρόβλημα είναι επείγον». Ως κατακερματισμένη κοινωνία, έχουμε μάθει να συγκρινόμαστε μεταξύ μας. Και απαιτούμε κι οι άλλοι να πληρώνουν όσο κι εμείς.

«Γιατί οι εφοπλιστές να πληρώνουν λιγότερους φόρους; Γιατί οι αγρότες αυτό ή το άλλο;». Η λύση βεβαίως δεν είναι να αυξηθούν οι φόροι όσων πληρώνουν χαμηλά, αλλά να μειωθούν και οι φόροι των υπολοίπων. Το αχόρταγο ελληνικό κράτος αρνείται να μειώσει τις δικές του δαπάνες κι ακουμπά πλέον το μεδούλι της πρωτογενούς παραγωγής. Κανένας λαός δεν πληρώνει τόσους φόρους για την παραγωγή του όσο εμείς. Για τους αγρότες μας ισχύει το ίδιο - απλώς αυτοί πληρώνουν μέσω διαφορετικών οδών. Η φορολογία της ελληνικής παραγωγής πλησιάζει αυτή του Τίτο της πάλαι ποτέ κομμουνιστικής Γιουγκοσλαβίας. Αυτό που απαιτείται, είναι η γενική φοροελάφρυνση! 

*Ο Γιώργος Καραβάνας είναι Μορ. Βιολόγος κι επιχειρηματίας στο χώρο της βιοϊατρικής τεχνολογίας.