Πρώτα οι εκλογές, ύστερα οι επενδύσεις

Πρώτα οι εκλογές, ύστερα οι επενδύσεις

Τα μερίδια των ελληνικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές δεν βελτιώνονται, γιατί πολύ απλά οι ανταγωνιστές μας αυξάνουν τα δικά τους πολύ περισσότερο και ταχύτερα, τονίζει στο Liberal.gr ο Σαράντης Καλυβίτης, εξηγώντας γιατί η διατήρηση των εισφορών στα σημερινά υψηλά επίπεδα αποτελεί πλήγμα για τις εξαγωγές και την προσέλκυση επενδύσεων.

Σχολιάζοντας την επενδυτική άπνοια, ο καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου, μιλά για την πολιτική αβεβαιότητα, επισημαίνοντας ότι «το πρώτο πράγμα που θα ζητήσει οποιοσδήποτε δυνητικός επενδυτής, είτε είναι διαχειριστής κεφαλαίων είτε ξένη ή ελληνική εταιρεία, είναι κάτω από ποιες συνθήκες θα βάλω τα χρήματά μου; Και επειδή γνωρίζουν ότι αυτό θα απαντηθεί μόνο την επομένη των εκλογών, περιμένουν να αποφασίσουν», όπως λέει χαρακτηριστικά.

Ερωτηθείς για τις σκιές στις εξαγωγικές επιδόσεις της χώρας, ο κ. Καλυβίτης ένας από τους συντάκτες πρόσφατης σχετικής έρευνας από κοινού με τη διαΝΕΟσις αποδίδει τα ισχνά τους μερίδια, στην έλλειψη ρευστότητας και την απουσία δανεισμού για τις ελληνικές επιχειρήσεις, που εξουδετέρωσαν σε μεγάλο βαθμό το πλεονέκτημα από τη μείωση του κόστους εργασίας.

«Στον σημερινό κόσμο δεν αρκεί να γίνεσαι καλύτερος, πρέπει να βελτιώνεσαι περισσότερο σε σχέση με τους ανταγωνιστές σου», αναφέρει ο κ. Καλυβίτης, προσθέτοντας ότι όσο ασφυκτιά ο τραπεζικός τομέας, δεν θα δούμε την αλματώδη αύξηση των εξαγωγών που χρειάζεται η Ελλάδα.

Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη

- Σε μια συγκυρία όπου το ζητούμενο για την Ελλάδα είναι η αύξηση της παραγωγής, των εξαγωγών, και των επενδύσεων, τι επιπτώσεις μπορεί να έχει η αύξηση του κατώτατου μισθού; Συνάδει με τους παραπάνω στόχους;

kalΗ αύξηση του κατώτατου μισθού θα οδηγήσει απλώς σε μια μικρή μείωση των ωρών εργασίας στο ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό. Εφόσον οι εισφορές θα αυξηθούν για τους εργοδότες, θα εκμεταλλευτούν όλα τα περιθώρια για να στραφούν προς τη μερική απασχόληση, ενώ πιθανόν θα έχουμε και επιδείνωση της αδήλωτης εργασίας. Το μερίδιο της εργασίας στο ΑΕΠ, δηλαδή το 'κομμάτι της πίτας' που αφορά την εργασία, δεν θα αλλάξει. 

Για τον εξαγωγικό τομέα το μήνυμα είναι αρνητικό, όχι τόσο για την αύξηση του κατώτατου μισθού καθαυτή, γιατί οι εξαγωγείς απασχολούν κατά κανόνα εξειδικευμένο δυναμικό και δεν τους αφορά ιδιαίτερα το μέτρο, όσο για το ότι δεν προκρίνεται η μείωση των εισφορών, που αποτελούν μεγάλο αγκάθι για την ανταγωνιστικότητα. Αντίστοιχα αυτό ισχύει και για τις επενδύσεις, ιδιαίτερα σε τομείς αιχμής που απαιτούν επιστημονικά εξειδικευμένο δυναμικό.

- Το ρωτώ αυτό γιατί κάποιοι καλλιεργούν την εικόνα ότι η έξοδος από τα μνημόνια και η πρόβλεψη για φετινό ρυθμό ανάπτυξης 2%, σημαίνουν αυτόματα ότι η Ελλάδα βρίσκεται ήδη στην αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης. Είναι έτσι; 

Βιώσιμη ανάπτυξη χωρίς επενδύσεις δεν υπάρχει. Αυτή τη στιγμή τίποτα δεν κινείται στον επενδυτικό τομέα, γιατί πολύ απλά κυριαρχεί η πολιτική αβεβαιότητα. Το πρώτο πράγμα που θα ζητήσει οποιοσδήποτε δυνητικός επενδυτής, είτε είναι διαχειριστής κεφαλαίων είτε ξένη ή ελληνική εταιρεία, είναι «κάτω από ποιες συνθήκες θα βάλω τα χρήματά μου»;. Και επειδή γνωρίζουν ότι αυτό θα απαντηθεί μόνο την επομένη των εκλογών, περιμένουν να αποφασίσουν.

- Ας δούμε τις εξαγωγές, που μαζί με τον τουρισμό, θεωρούνται από τις «σανίδες σωτηρίας» της οικονομίας τόσο στα χρόνια της κρίσης, όσο και σήμερα. Τι συμπεράσματα προκύπτουν από την πρόσφατη έρευνα που διεξήγαγε το Οικονομικό Πανεπιστήμιο από κοινού με τη διαΝΕΟσις; Μήπως παρά την αύξηση των εξαγωγών, τα μερίδια των ελληνικών προϊόντων στις παγκόσμιες αγορές, παραμένουν στάσιμα;

Ναι, πράγματι τα μερίδια μας στις διεθνείς αγορές δεν βελτιώνονται, γιατί πολύ απλά οι ανταγωνίστριες χώρες αυξάνουν τα δικά τους πολύ περισσότερο. Αυτό είναι που έχει σημασία και όχι τόσο η αύξηση των εξαγωγών σαν νούμερο.

Στο σημερινό κόσμο δεν αρκεί να γίνεσαι καλύτερος, πρέπει να βελτιώνεσαι περισσότερο σε σχέση με τους ανταγωνιστές σου. Να σημειώσω ότι ένα από τα κύρια συμπεράσματα από την έρευνα που κάναμε στο ΟΠΑ σε συνεργασία με τη διαΝΕΟσις, μαζί με τους συναδέλφους Μ. Κατσίμη και Θ. Μούτο, είναι ότι πρέπει να απενοχοποιήσουμε την επιχειρηματικότητα μεγάλης κλίμακας.

Σε όλες τις χώρες με επιτυχημένο εξαγωγικό πρότυπο, ο κύριος όγκος των εξαγωγών γίνεται από μεγάλες επιχειρήσεις. Αν θέλουμε να εντάξουμε μικρότερες επιχειρήσεις σε αυτό το πρότυπο, πρέπει να γίνει υποστηρικτικά -και κατά προτίμηση με υποκατάσταση των εισαγωγών που χρησιμοποιούν οι μεγάλοι εξαγωγείς.

- Αν αφαιρέσουμε τα πετρελαιοειδή από τις ελληνικές εξαγωγές, τι εικόνα παρουσιάζουν τα υπόλοιπα προβεβλημένα ελληνικά προϊόντα;

Πολύ ισχνή, γιατί ας μην ξεχνάμε ότι οι εξαγωγείς υποφέρουν από την έλλειψη ρευστότητας. Στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές έχει μεγάλη σημασία αυτό, γιατί χρειάζονται εμπορικές διασυνδέσεις και δίκτυα, που απαιτούν μεγάλες δαπάνες και είναι πολύ δύσκολο να χρηματοδοτηθούν από την εσωτερική ρευστότητα των επιχειρήσεων. Όσο ασφυκτιά ο τραπεζικός τομέας, δεν θα δούμε την αλματώδη αύξηση των εξαγωγών που χρειάζεται η Ελλάδα.

- Εφόσον η έρευνα δείχνει ότι το πλεονέκτημα για τις επιχειρήσεις από τη μείωση του κόστους εργασίας εξουδετερώθηκε σε μεγάλο βαθμό από παράγοντες όπως το υψηλό κόστος δανεισμού και ενέργειας, δεν είναι εύλογο το ερώτημα για το τι μπορεί να συμβεί στο μέλλον, μετά από την αύξηση μισθών στην Ελλάδα;

Το μέτρο δεν αγγίζει άμεσα τους εξαγωγείς, γιατί προτάσσουν μια σειρά από άλλα θέματα, όπως η τραπεζική χρηματοδότηση και οι υψηλές εισφορές της ειδικευμένης εργασίας.

Σε αυτά τα θέματα δεν βλέπουν φως. Χρειάζεται μια ελληνική «Χάρτα Ανταγωνιστικότητας», που να πηγαίνει πέρα από τον εκλογικό ορίζοντα των μικροπαροχών και να θέτει τις στρατηγικές προτεραιότητες: ενίσχυση επιχειρήσεων για μεγάλης κλίμακας εξαγωγές στις μεγάλες και πλούσιες αγορές, σε συνδυασμό με υποστήριξη της καινοτομίας και προσέλκυση επιστημόνων στον εξαγωγικό τομέα με φορολογικά κίνητρα συγκεκριμένης διάρκειας, ώστε να αναστραφεί το brain drain που είναι η μεγαλύτερη ζημιά από την κρίση. Η εξωστρέφεια και η ανταγωνιστικότητα είναι ο δρόμος για περισσότερες δουλειές με καλύτερες αμοιβές.

*Ο κ.Σαράντης Καλυβίτης είναι καθηγητής Μακροοικονομικής και Διεθνούς Χρηματοδοτικής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, καθώς και διευθυντής του Εργαστηρίου Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (LINER).