Θόδωρος Σκυλακάκης: Προς αστούς και φιλελεύθερους για το Μακεδονικό

Θόδωρος Σκυλακάκης: Προς αστούς και φιλελεύθερους για το Μακεδονικό

Του Θόδωρου Σκυλακάκη*

Έχοντας παρακολουθήσει από πρώτο χέρι όλες τις φάσεις του Μακεδονικού -τόσο ώστε να με επικαλούνται και οι σημερινοί χειριστές του ως έγκυρη πηγή από του βήματος της Βουλής- στην πρώτη του φάση ως σύμβουλος του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη ως πρωθυπουργού, στη συνέχεια ως συγγραφέας του βιβλίου στο «Όνομα της Μακεδονίας», όπου με δικό του πρόλογο παρουσιάστηκε η ιστορία της περιόδου εκείνης και τέλος ως ΓΓ ΔΟΣ & ΑΣ στο υπουργείο Εξωτερικών την περίοδο του Βουκουρεστίου, μπορώ πιστεύω να κάνω μια ρεαλιστική αποτίμηση της συμφωνίας που υπεγράφη στις Πρέσπες.

Θα ξεκινήσω από τον αείμνηστο Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, που έχει τις ημέρες αυτές την τιμητική του. Τον θυμούνται απίθανοι άνθρωποι που τον είχαν με διάφορους τρόπους απαξιώσει και συκοφαντήσει όσο ήταν ενεργός στον πολιτικό βίο. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, αν και ήταν ο μόνος έλληνας πολιτικός που πέτυχε στη Λισαβόνα την αποδοχή από την ΕΟΚ να γίνει η διεθνής αναγνώριση των Σκοπίων χωρίς τον όρο Μακεδονία, υποστήριζε ότι ρεαλιστική λύση στο πρόβλημα αποτελεί η συνθέτη ονομασία, στην οποία το όνομα Μακεδονία θα έχει γεωγραφική έννοια. Όπως εξηγεί στις 27-3-1993, στην ιστορική κεκλεισμένων των θυρών συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Νέας Δημοκρατίας, «το πρόβλημα της Ελλάδος ήταν πάντα η επεκτατική προπαγάνδα των Σκοπίων... που είχε ως αιχμή του δόρατος την ανύπαρκτη μειονότητα και απαραίτητο συμπλήρωμα τη χρησιμοποίηση της λέξεως Μακεδόνας ή Μακεδονία, όχι υπό τη γεωγραφική έννοια αλλά για τον προσδιορισμό συγκεκριμένης, διακεκριμένης εθνότητας».


Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης δεν ήταν μόνος σε αυτή την άποψη. Στην ουσία εξέφραζε τη διαχρονική θέση του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών. Όπως αναφέρει σε ουδέτερο πολιτικά χρόνο, το 1983, ο τότε υπουργός Εξωτερικών Γιάννης Χαραλαμπόπουλος σε έγγραφό του προς τις ελληνικές διπλωματικές υπηρεσίες: «Η ελληνική πολιτική στο Μακεδονικό ακολουθεί με αμετακίνητη συνέπεια την ίδια γραμμή από το 1950... Δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη "μακεδονικού έθνους", γλώσσας κ.λπ... Αν βέβαια η Γιουγκοσλαβία υιοθετούσε τον όρο Γιουγκοσλάβος Μακεδόνας ή Σλαβομακεδόνας... δεν θα υπήρχε λόγος αντιδράσεων εφόσον το πρώτο συνθετικό θα προσδιόριζε την εθνική υπόσταση και το δεύτερο τη γεωγραφική προέλευση».

Αυτή είναι και η μεγάλη διαφορά μεταξύ της σύνθετης ονομασίας, που συζητούσαν όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις και της συμφωνίας που υπέγραψε ο κ. Τσίπρας. Ότι για πρώτη φορά και χωρίς αποχρώντα λόγο, η Ελλάδα αποδέχθηκε μακεδονική εθνότητα. Το έκανε αυτό καταρχήν στην περίπτωση της ιθαγένειας. Εκεί έβαλε δύο όρους ταυτόχρονα, ο ένας εκ των οποίων είναι εξ ορισμού γεωγραφικός: «πολίτες της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας» και ο άλλος καθαρά εθνοτικός: «Μακεδόνας». Για να μη μένει δε η παραμικρή αμφιβολία ότι αναγνωρίζεται μακεδονική εθνότητα, στη συμφωνία (άρθρο 1) αναφέρεται ρητά ότι οι όροι Μακεδονία και Μακεδόνας ορίζονται στο άρθρο 7 όπου για την πλευρά των Σκοπίων αναγράφεται επί λέξει: «με τους όρους αυτούς νοούνται η επικράτεια, η γλώσσα, ο πληθυσμός και τα χαρακτηριστικά τους, με τη δική τους ιστορία, πολιτισμό και κληρονομιά». Πιο καθαρός ορισμός έθνους δεν έχει γραφτεί σε συνθήκη. Η Ελλάδα προσυπογράφει την ύπαρξη «μακεδονικού» έθνους. Και με τον τρόπο αυτό ακυρώνει την ίδια τη σύνθετη ονομασία ως έναν συμβιβασμό, με τον οποίο η χρήση της λέξης Μακεδονία από την πλευρά των Σκοπίων αποκτά -σε ό,τι τουλάχιστον μας αφορά- γεωγραφική και όχι εθνοτική έννοια. Όποιος είχε την παραμικρή αμφιβολία δεν είχε παρά να ακούσει χθες τον κ. Ζάεφ να λέει πέντε φορές πόσο χαρούμενος είναι για τους «Μακεδόνες» και να μην αναφέρει πουθενά την ονομασία του νέου κράτους.

Μια άποψη για το πρόβλημα, ευρέως διαδεδομένη στον χώρο της ελληνικής αστικής και μεγαλοαστικής τάξης, είναι ότι το θέμα έπρεπε να λυθεί με όποιον τρόπο γιατί δεν έχει καμία σημασία. Σίγουρα η σημασία του προβλήματος από πλευράς πραγματικών κινδύνων εξωτερικής πολιτικής δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να συγκριθεί με τους κινδύνους που συνεπάγεται η γειτονική Τουρκία. Όμως το να θεωρούμε ότι δεν έχει καμία σημασία είναι σαν να περιφρονούμε και να αγνοούμε τη σημασία των συμβόλων στη ζωή των μεγάλων κοινωνικών ομάδων. Αν δεν είχε καμιά σημασία για μας δεν θα είχε άλλωστε καμία σημασία και για την απέναντι πλευρά. Και όπως βλέπουμε αυτό δεν ισχύει. Ο τρόπος με τον οποίο «επιλύεται» -αν τελικά επιλυθεί το πρόβλημα- γίνεται με μια αναίτια υποχώρηση από την ελληνική πλευρά, που πήγε χωρίς λόγο πολύ πέραν της μέσης λύσης της σύνθετης ονομασίας. Έγινε ταυτόχρονα με την υποβάθμιση της ελληνικής συνεισφοράς, την αποδοχή δηλαδή στο ΝΑΤΟ μιας χώρας που δεν έχει στην ουσία στρατό και δεν συνεισφέρει στις αμυντικές δυνατότητες της συμμαχίας τίποτε πέραν της αστάθειάς της, από μια χώρα που αναλογικά προσφέρει περισσότερα στη συμμαχία από κάθε άλλη χώρα πλην των ΗΠΑ και πάντως πολύ περισσότερα από όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες (συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας). Προπαντός όμως έγινε χωρίς να γίνει κάποια προσπάθεια έστω, για να έχει η σχετική συμφωνία νομιμοποίηση από την πλευρά του ελληνικού λαού. Δεν ομιλώ για δημοψήφισμα, που κατά τη γνώμη μου δεν αποτελεί την καλύτερη λύση στα θέματα εξωτερικής πολιτικής, αλλά για την ελάχιστη προσπάθεια να διαμορφωθεί μια ευρύτερη πολιτική συναίνεση. Αντίθετα αυτή υποκαταστάθηκε από την επιδίωξη της παρούσας κυβέρνησης για μικροκομματική αξιοποίηση του θέματος με δημόσια εκπεφρασμένο στόχο τη δημιουργία ενός εθνικιστικού «μακεδονικού» κόμματος στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας.

Τέλος, για τους φίλους φιλελεύθερους, προπαντός αριστερούς φιλελεύθερους, που θεωρούν ότι τα σύμβολα των λαών δεν έχουν σημασία και δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, γιατί «εμείς», η διανοητική «ελίτ» ξέρουμε καλύτερα, μια υπενθύμιση: Αν αύριο το πρωί με την κατάρρευση του μύθου της Αριστεράς και την επικράτηση ενός αισθήματος ταπείνωσης του ελληνικού λαού, το οποίο με διάφορους τρόπους ανατροφοδοτείται και αναπαράγεται, μας ξημερώσει ένας Έλληνας Ορμπάν δεν θα είναι αυτοί που θα τον εμποδίσουν. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι αυτός που μπορεί, αν επιτύχει στην προσπάθειά του, να αποτρέψει αυτή την εξέλιξη.

*Ο Θόδωρος Σκυλακάκης είναι πρόεδρος της Δράσης

 

**Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Φιλελεύθερο στις 18 Ιουνίου