Ποιος να ελέγχει τι λέγεται στα social media;

Στη μετά Τραμπ εποχή ξεκίνησε, πιο έντονα από ποτέ, μια συζήτηση που απ' ό,τι φαίνεται δεν θα ολοκληρωθεί ούτε εύκολα, ούτε σύντομα. Το μεγάλο ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής: Πόσο φρόνιμο θα ήταν να καθορίζει η Σίλικον Βάλεϊ την ελευθερία του λόγου;

Ως ιδιωτικές εταιρείες, οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης έχουν αρχικά κάθε δικαίωμα αλλά και υποχρέωση, να ορίσουν τους δικούς τους κανόνες, εντός των νόμων των χωρών όπου λειτουργούν. Διαφορετικά θα κινδυνεύσουν να βρεθούν οι ίδιες υπόλογες αν επιτρέψουν να δημιουργηθεί ένα σκηνικό χάους και αναρχίας εντός των κοινωνικών δικτύων. Υπόλογες στο κοινό τους, στους νόμους ή ακόμη και στους μετόχους τους εφόσον προκληθεί ζημιά από το περιεχόμενό τους.

Πρακτικά τα social media παίζουν σημαντικό ρόλο στη δημόσια ζωή κι έχουν γίνει τόσο κεντρικά στον διαμοιρασμό ειδήσεων και απόψεων που αποτελούν πλέον, όπως είπε κάποτε ο Μαρκ Ζάκεμπεργκ, ιδρυτής του Facebook, «την πλατεία του χωριού». Αν θέλεις, δηλαδή, να είσαι μέρος της κουβέντας, δεν έχεις άλλη επιλογή από το να είσαι εκεί.

Το ερώτημα είναι ποιος βάζει τους κανόνες στο τι διακινείται στα κοινωνικά δίκτυα, ειδικά όταν τα όρια μεταξύ ιδιωτικής, δημόσιας και πολιτικής ομιλίας είναι θολά. Όταν στις αρχές Ιανουαρίου το Twitter έκλεισε τον λογαριασμό του Ντόναλντ Τραμπ, η πρώτη ενστικτώδης αντίδραση μεγάλης μερίδας της κοινής γνώμης ήταν η ικανοποίηση. Επί χρόνια, άλλωστε, ο Τραμπ «τάιζε» με fake news την δημόσια σφαίρα.

Λίγο μετά, όμως, άρχισε να τίθεται το ερώτημα αν σε αυτή την πρακτική ενεδρεύει και μια πιθανότητα για περιορισμό της ελευθερίας του λόγου. Η Άνγκελα Μέρκελ, που δεν είναι δα και φαν του Τραμπ, δήλωσε ότι οι ιδιωτικές εταιρείες δεν πρέπει να καθορίζουν εκείνες τους κανόνες του ελεύθερου λόγου. Ακόμα και ο Τζακ Ντόρσεϊ, ο CEO του Twitter, το χαρακτήρισε «επικίνδυνο προηγούμενο».

Το ερώτημα είναι, όμως, «και ποιος θα ελέγχει τα social media;». Ή για να το θέσουμε διαφορετικά, θα πρέπει τα κράτη και οι μηχανισμοί τους να θεσπίζουν επιπλέον δικλείδες ασφαλείας;

Κάθε χρήστης «υπογράφει» εξ’ αρχής ότι αποδέχεται τους κανόνες του κοινωνικού δικτύου που χρησιμοποιεί, προκειμένου να γίνει αποδεκτή η εγγραφή του. Έτσι, ο έλεγχος αυτομάτως περνά στα ίδια τα social media. Μάλιστα, οι κανόνες του Facebook ή του Τwitter, διαρκώς γίνονται πιο αυστηροί. Ας μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για νέα μέσα, με ζωή μιας 15ετίας…

Συνεπώς, αν κάποιος προβάλει εικόνες βίας ή διακινεί fake news ή με κάποιον τρόπο παραβαίνει τους νόμους, θα αποκλειστεί από το ίδιο το μέσο κοινωνικής δικτύωσης. Όπως συνέβη ακόμα και με τον τέως πλανητάρχη.

Όσο οι φωνές για μεγαλύτερες κυβερνητικές παρεμβάσεις δυναμώνουν, τόσο εμφανίζονται και άλλες οπτικές. Όπως ότι το ζήτημα τού τι επιτρέπεται να λέγεται online και ποια είναι τα όρια της ελευθερίας του λόγου θα αντιμετωπιζόταν πιθανότατα καλύτερα αν τελικά η ίδια η βιομηχανία των social media γινόταν πιο ανταγωνιστική. Έτσι, αρχικά θα μειωνόταν η τεράστια επιρροή των μεμονωμένων εταιρειών.

Δεύτερον, θα υιοθετούνταν νέα επιχειρηματικά μοντέλα που δεν θα βασίζονταν στο πόσο viral γίνεται το περιεχόμενο. Ο αλγόριθμος του Twitter, για παράδειγμα, δίνει προτεραιότητα στα tweets που «αναπαράγονται» περισσότερο. Παρόμοια είναι και η τακτική του Facebook.

Ακόμα και οι ίδιες οι εταιρείες, πάντως, δεν θέλουν να επωμίζονται το βάρος των αποφάσεων, ακριβώς επειδή δεν θέλουν να πληγεί η ουδετερότητα την οποία, όπως λένε, παρέχουν. «Ειλικρινά, δεν νομίζω ότι θα έπρεπε να λαμβάνουμε τόσο σημαντικές αποφάσεις για την ελευθερία του λόγου από μόνοι μας», έχει δηλώσει ο Ζάκεμπεργκ.

Έτσι οι κυβερνήσεις θέτουν τους δικούς τους κανόνες και θα συνεχίσουν να τους εξειδικεύουν. Στην Αμερική η υπάρχουσα νομοθεσία παρέχει μεγάλη προστασία στις πλατφόρμες καθώς τις εξαιρεί από την ευθύνη για το περιεχόμενο που δημοσιεύουν. Ακόμα κι έτσι, οι περιπτώσεις που δεν καλύπτονται από αυτή την προστασία, πληθαίνουν.

Πάνω από το 80% των χρηστών του Twitter και του Facebook ζούν εκτός Αμερικής. Στην Ευρώπη, οι κανόνες είναι πιο αυστηροί και επιβάλλουν περαιτέρω υποχρεώσεις στις εταιρείες του διαδικτύου.

Ο διευθυντής του Ινστιτούτου Διαδικτύου της Οξφόρδης, Φιλ Χάουαρντ σχολίασε πρόσφατα, σε συνέντευξή του στο Spiegel στις 15 Ιανουαρίου, ότι ρυθμίσεις σαν αυτές της ΕΕ δεν αποτελούν φίμωση της ελευθερίας του λόγου. Αντίθετα, εκτιμά ότι εταιρείες social media θα αντιμετωπίζονται όλο και περισσότερο όπως ο «παραδοσιακός» Τύπος, όσον αφορά τα στάνταρ τους και την δεοντολογία τους.

Τα πράγματα, όμως, τρέχουν πολύ πιο γρήγορα σε άλλα μέρη του κόσμου. Σε κάποιες χώρες, όπως η Ολλανδία ή ο Καναδάς, υπάρχουν ήδη προγράμματα επιμόρφωσης των παιδιών για τα κοινωνικά δίκτυα. Ακριβώς επειδή ειδικά οι ηλικίες 12-16, που θα αρχίσουν να ψηφίζουν σύντομα, παίρνουν συχνά όλη τους την πληροφόρηση μέσα από social media.

Η κουβέντα για το πού αρχίζει και πού τελειώνει η παρέμβαση των social media στην ελευθερία του λόγου, δεν θα ολοκληρωθεί σύντομα. Ωστόσο ήδη έχει ανοίξει. Και η πίεση μπορεί στο τέλος να ωθήσει τις εταιρείες των social media να δίνουν έμφαση σε υψηλής ποιότητας περιεχόμενο, αντί για πληροφορίες χαμηλής αξιοπιστίας που τους προκαλούν συνέχεια πονοκεφάλους.

Η παραπληροφόρηση για τον ιό, για παράδειγμα, που κοστίζει κοινωνικά ακόμα και σε ανθρώπινες ζωές ή το παράδειγμα του Τραμπ, επισπεύδουν την εξεύρεση μιας λύσης ώστε να ξεδιαλύνει το θολό αυτή τη στιγμή τοπίο.