Πάρε το ψέμα μου. Δώσε μου το χέρι σου

Της Μαρίας Χούκλη

Από πολιτικά χείλη ακούγονται συχνότερα οι φράσεις «παρερμηνεύτηκαν τα λόγια μου», «δεν το εννοούσα έτσι όπως το λέτε», «έγινε επιλεκτική χρήση αποσπασμάτων της δήλωσής μου».

Ενίοτε έχουν δίκιο, τις περισσότερες φορές προσπαθούν να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα.

Γενικώς, πάντως, όταν ξεφεύγει κάτι από το έρκος των οδόντων, ηθελημένα ή όχι, ανήκει πλέον στη δημόσια κριτική.

Το ερώτημα είναι τι γίνεται αν δεν πιστεύει κάποιος ότι έχει πει ψέματα. Αν θεωρεί ότι τη στιγμή που εκφέρει μια θέση εννοεί αυτό που λέει.

Το ψέμα είναι πάντοτε ψέμα ή νομιμοποιείται σαν εμβρυουλκός για τη γέννηση όσων επιθυμούμε και επιδιώκουμε;

Στην πολιτική –από τον καιρό του Θουκυδίδη– αυτό λέγεται δημαγωγία.
«...Για να δικαιολογούν τις πράξεις τους άλλαζαν ακόμα και τη σημασία των λέξεων. Η παράλογη τόλμη θεωρήθηκε ανδρεία και αφοσίωση στο κόμμα, η προσωπική διστακτικότητα θεωρήθηκε δειλία που κρύβεται πίσω από εύλογες προφάσεις και η σωφροσύνη προσωπίδα της ανανδρίας. Η παραφορά θεωρήθηκε ανδρική αρετή, ενώ η τάση να εξετάζονται προσεκτικά όλες οι όψεις ενός ζητήματος θεωρήθηκε πρόφαση για υπεκφυγή. Όποιος ήταν έξαλλος γινόταν ακουστός, ενώ όποιος έφερνε αντιρρήσεις γινόταν ύποπτος...»*

Και όσοι πιστεύουν τους δημαγωγούς απλώς παρασύρονται ή ακούν ο,τι θέλουν να ακούσουν;
Στον Γάιο Πετρώνιο πιστώνεται η φράση «Ο κόσμος θέλει να εξαπατηθεί, ασ' τον λοιπόν να εξαπατηθεί».

Οι ψυχολόγοι προτείνουν διάφορους όρους για να περιγράψουν τα ψυχικά τεχνάσματα που χρησιμοποιούμε για να ακούσουμε ο,τι θέλουμε να ακούσουμε, να πιστέψουμε όποιον θέλουμε και επιλέγουμε να εμπιστευτούμε. Επιλεκτική αντίληψη, αιτιολόγηση λόγω κινήτρων, γνωστική ασυμφωνία. Εργαλεία του υποσυνείδητου, που μας βοηθούν να ερμηνεύσουμε πληροφορίες για να καταλήξουμε σε αποφάσεις που τις θεωρούμε καλές για μας.

Η υποκειμενική άρνηση της πραγματικότητας είναι πραγματικά ισχυρή, τόσο ισχυρή ώστε μπορούμε να πιστέψουμε ακόμη και τα πιο προφανή ψεύδη ή, αν θέλετε, τις πιο παράλογες απόψεις. Γιατί; Γιατί στον πυρήνα της υποκειμενικής αιτιολόγησης του «ψέματος» δεν υπάρχει τίποτα άλλο από την πρωτόγονη ανάγκη μας για ασφάλεια και επιβίωση.

Πιστεύουμε το κόμμα, τον αρχηγό, την ιδεολογία μας και έτσι μας επιτρέπεται να αποτελούμε μέλος της συγκεκριμένης φυλής. Στηρίζοντας τη φυλή, ενισχύουμε τη συνοχή της και την βοηθούμε –μας βοηθάμε– να επικρατήσουμε στη μάχη με τις άλλες φυλές. Ως κοινωνικά ζώα μόνο έτσι, όπως πιστεύουμε ασυνειδήτως, μπορούμε να εξασφαλίσουμε την ασφαλή επιβίωσή μας. Γι'' αυτό και συμφωνούμε με τους ηγέτες της φυλής ακόμη και όταν μας λένε κατά πρόσωπο τα μεγαλύτερα ψεύδη. Ενστικτωδώς, κάνουμε τις απαραίτητες ψυχικές μετακινήσεις για να δούμε τα πράγματα όπως εκείνοι μας λένε ότι είναι και όχι όπως είναι στ'' αλήθεια. Στόχος δεν είναι η αντικειμενικότητα, αλλά το ανήκειν στην κοινωνική ομάδα και η επιβίωση.

Γιατί, όμως, συγχωρούμε κάποιους, παρόλο που ψεύδονται, και άλλους όχι; Εξαρτάται, σύμφωνα με τον David Roreik του bigthink.com, από το σκοπό του ψεύδους. Αν ο πολιτικός το εκστομίζει για το καλό του κόμματος/φυλής, άρα και υπέρ της δικής μας επιβίωσης, έχει καλώς. Είναι αποδεκτό και συγχωρητέο. Αν, όμως, κρίνουμε πώς λέγεται για να μας βλάψει προσωπικά ή εκστομίζεται από τον αρχηγό άλλης, εχθρικής φυλής, τότε το θεωρούμε παραβίαση της βασικής ηθικής και της ειλικρίνειας που οφείλουν να επιδεικνύουν τα κοινωνικά ζώα το ένα έναντι του άλλου.

Όσο πιο πολύ νιώθουμε απειλούμενοι (οικονομικά, από άποψη υγείας ή απώλειας του ελέγχου στη ζωή μας), τόσο περισσότερο αφηνόμαστε στην προστασία της φυλής και στη δημαγωγία του αρχηγού της. Σε έκρυθμους καιρούς και τα πιο ακραία ψέματα γίνονται αποδεκτά. Σε αυτόν τον μηχανισμό βασίζονται οι πολιτικοί που προτιμούν την υποστήριξή μας, όχι τη νοημοσύνη μας.

Από καταβολής κόσμου, τα ίδια, ανεξαρτήτως προοδευτικού ή συντηρητικού προσήμου.

* Θουκυδίδου Ιστορίαι, Παπαδήμας