Προεκλογικές παροχές και δικαστικές αποφάσεις θα φέρουν δημοσιονομικό εκτροχιασμό

Προεκλογικές παροχές και δικαστικές αποφάσεις θα φέρουν δημοσιονομικό εκτροχιασμό

Τον κίνδυνο ενός δημοσιονομικού εκτροχιασμού της οικονομίας από τον εκρηκτικό συνδυασμό των προεκλογικών παροχών μαζί με τις δικαστικές αποφάσεις για τα αναδρομικά, αναδεικνύει μιλώντας στο liberal.gr ο Πάνος Τσακλόγλου. Και προσθέτει ότι «στο ακραίο σενάριο σύμφωνα με υπολογισμούς του υπ. Οικονομικών, το κόστος είναι τόσο υψηλό που, σε συνδυασμό με άλλες παροχές μέχρι να έρθει η ώρα των εκλογών, μπορεί να οδηγήσει τη χώρα σε νέο δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Και ο νοών νοείτω».

Στην παρούσα συγκυρία προέχει η ενίσχυση της ανάπτυξης, πολλώ δε μάλλον όταν η μεταρρυθμιστική τάση έχει αντιστραφεί, σημειώνει ο Καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών χαρακτηριστικά, όχι οι παροχές. Εξάλλου, παροχές μόνιμου χαρακτήρα δίνονται μόνο όταν είναι εξασφαλισμένος ο σχετικός δημοσιονομικός χώρος σε μόνιμη βάση, κάτι που σήμερα δεν είναι βέβαιο ότι ισχύει, όπως λέει.

Σχολιάζοντας τη χαμηλή πτήση των επενδύσεων, αναφέρει ότι ήταν απόλυτο φυσιολογικό να πέσει έξω η παλαιότερη πρόβλεψη του υπουργού Οικονομικών ότι θα έρθουν τόσες πολλές που δεν θα τις προλαβαίνουμε, όταν ακόμη και στις λιγοστές δρομολογημένες το περιβάλλον παραμένει εχθρικό, και πλάι στη γραφειοκρατία και την αργή απονομή δικαιοσύνης, προστέθηκαν νέα αντικίνητρα, όπως οι αυξήσεις φόρων και ασφαλιστικών εισφορών.

Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη

-Τι σας ανησυχεί περισσότερο βλέποντας την πορεία της ελληνικής οικονομίας, οκτώ μήνες μετά την έξοδο από τα Mνημόνια, και ενόψει μιας μακράς προεκλογικής περιόδου;

Αντίθετα από άλλες οικονομίες που βγήκαν από τα δικά τους Μνημόνια με υψηλούς ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ, η ελληνική οικονομία δεν δείχνει να έχει αποκτήσει σημαντική αναπτυξιακή δυναμική. Αυτό μπορεί να αποδοθεί τόσο σε εσωτερικούς όσο και σε εξωτερικούς παράγοντες. 

Ως προς τους εξωτερικούς παράγοντες, λόγω της «περήφανης διαπραγμάτευσης» του 2015 αλλά και των διαρκών προστριβών με τους δανειστές μας τα δύο επόμενα χρόνια, η Ελλάδα έχασε την εξαιρετική διεθνή συγκυρία της περιόδου 2015-2018 (υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης παγκοσμίως, άφθονη ρευστότητα, χαμηλές τιμές πρώτων υλών, κλπ) και προσπαθεί να αναπτυχθεί μέσα σε ένα μάλλον αρνητικό διεθνές περιβάλλον.

Ως προς τους εσωτερικούς παράγοντες, η Ελλάδα δεν έχει δημιουργήσει ένα περιβάλλον φιλικό προς το επιχειρείν και πολλές από  τις παραδοσιακές μας παθογένειες στον τομέα αυτό παραμένουν, καθηλώνοντας τις επενδύσεις σε χαμηλό  επίπεδο και την οικονομία σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Οι προεκλογικές περίοδοι στην Ελλάδα – όπως και σε πολλές άλλες χώρες – είναι συνδεδεμένες με χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής.

Δεδομένων των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει η χώρα μας για δημιουργία υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων τα επόμενα χρόνια, αυτή η χαλάρωση αλλά και  η διαφαινόμενη «μεταρρυθμιστική κόπωση» και προσπάθεια αναστροφής μεταρρυθμίσεων των προηγουμένων ετών μπορούν να οδηγήσουν μετά από  σύντομη περίοδο ευφορίας σε στασιμότητα και δυσκολίες επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων.

- Στην πρόσφατη πάντως συνέντευξή του ο κ. Τσίπρας έκανε λόγο για νέες παροχές μόνιμου χαρακτήρα. Πιστεύετε ότι υπάρχει αυτός ο δημοσιονομικός χώρος ;

Ο κανόνας στη δημοσιονομική πολιτική είναι ότι αυξήσεις ή παροχές μόνιμου χαρακτήρα πρέπει να δίνονται μόνο όταν είναι εξασφαλισμένος ο σχετικός δημοσιονομικός χώρος σε μόνιμη βάση. Παρά τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα των τελευταίων ετών, δεδομένων των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει η χώρα μας για τα επόμενα χρόνια αυτό δεν είναι βέβαιο ότι ισχύει στην περίπτωση της Ελλάδας, ειδικά αν η παροχολογία συνεχισθεί  με τον ίδιο ρυθμό. 

Επιπρόσθετα, στην παρούσα συγκυρία, αυτό που προέχει είναι η ενίσχυση της αναπτυξιακής διαδικασίας.  Αυτό επιτυγχάνεται πολύ καλύτερα με την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων παρά με τις όποιες παροχές. Δυστυχώς, σε σημαντικό βαθμό, τα υπερ-πλεονάσματα των τελευταίων ετών έχουν επιτευχθεί μέσω της μείωσης των δημοσίων επενδύσεων σε πραγματικούς όρους.

- Τι κληρονομιά θα αφήσει η παρούσα κυβέρνηση στην επόμενη, αν συνεχιστεί αυτή η πορεία ως τις εκλογές ; Ποιες είναι δηλαδή οι μεγαλύτερες νάρκες που σας φοβίζουν; Το ρωτώ γιατί ουδείς φαίνεται να έχει την απάντηση από που θα βρεθούν π.χ. τα χρήματα για τις αναδρομικές διεκδικήσεις.

Θα συμφωνήσω μαζί σας ότι πέρα από  τις όποιες παροχές της κυβέρνησης, η πραγματική βόμβα στα θεμέλια της δημοσιονομικής προσαρμογής που με τόσες θυσίες πετύχαμε στα χρόνια των Μνημονίων μπορεί να είναι δικαστικές αποφάσεις που θα ακυρώνουν συγκεκριμένες περικοπές, ενδεχομένως και με αναδρομικό χαρακτήρα. 

Το χειρότερο είναι ότι με τη στάση τους ορισμένοι υπουργοί φαίνεται σαν να προσπαθούν να ενθαρρύνουν τους δικαστές να κινηθούν προς αυτή την κατεύθυνση.  Στο ακραίο σενάριο, σύμφωνα με υπολογισμούς του Υπουργείου Οικονομικών, το  δημοσιονομικό κόστος είναι τόσο υψηλό που, σε συνδυασμό με άλλες παροχές μέχρι να έρθει η ώρα των εκλογών, μπορεί να οδηγήσει τη χώρα σε νέο δημοσιονομικό εκτροχιασμό.  Και ο νοών νοείτω.

- Το 2017 ο Υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος είχε πει ότι "την επόμενη διετία θα υπάρχουν περισσότερες επενδύσεις απ'' όσες μπορούμε να απορροφήσουμε". Τι συνέβη όμως και τελικά αυτές μειώνονται;

Για να βγει η οικονομία μας από το τέλμα απαιτείται σημαντική αύξηση των επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά και αλλαγή της σύνθεσής τους σε σχέση με την περίοδο πριν από  τα Μνημόνια, με αύξηση της συμβολής των επιχειρηματικών επενδύσεων. Αυτή ήταν η εμπειρία των άλλων χωρών που βγήκαν από τα δικά τους Μνημόνια. 

Μέχρι στιγμής αυτό δεν συμβαίνει στην Ελλάδα. Τουναντίον, οι αποσβέσεις είναι υψηλότερες από τις ακαθάριστες επενδύσεις. Δηλαδή καταστρέφουμε περισσότερο κεφάλαιο από όσο δημιουργούμε. Σύμφωνα με κατατάξεις διεθνών οργανισμών, οι μεταρρυθμίσεις που έγιναν τα πρώτα χρόνια των Μνημονίων βελτίωσαν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, όμως η τάση αυτή έχει ανακοπεί και αντιστραφεί μετά το 2015.

Η χώρα μας έχει πολλές  επενδυτικές ευκαιρίες. Η εξάλειψη της αβεβαιότητας που προκαλούσε ο φόβος του Grexit θα έπρεπε να οδηγήσει  σε σημαντική αύξηση του όγκου των ιδιωτικών επενδύσεων. Όμως, αυτό δεν συνέβη.  Το γενικότερο κλίμα στη χώρα μας παραμένει κάθε άλλο  παρά φιλικό προς το επιχειρείν. Αυτό το διαπιστώνουμε σε όλα σχεδόν τα μεγάλα επιχειρηματικά σχέδια των τελευταίων ετών (Ελληνικός Χρυσός, Ελληνικό, ΟΛΠ, κλπ). 

Πέρα από αντικίνητρα για επενδύσεις που υπήρχαν πριν από  την κρίση, όπως η γραφειοκρατία και η αργή απονομή δικαιοσύνης, τα τελευταία χρόνια προστέθηκαν και  νέα, όπως οι αυξήσεις των φόρων και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης. Επιπρόσθετα, αντί οι δημόσιες επενδύσεις να αυξηθούν για να καλύψουν μέρος του επενδυτικού κενού, περικόπτονται για να δημιουργηθούν υπερ-πλεονάσματα ώστε  να μοιραστούν παροχές προς άγραν δυνητικών ψηφοφόρων. Υπ' αυτές τις συνθήκες είναι λογικό ότι η πρόβλεψη του κυρίου Τσακαλώτου εξ αρχής δεν είχε μεγάλες πιθανότητες επιβεβαίωσης.