Πάμε στοίχημα;

Πάμε στοίχημα;

Του Κυριάκου Αθανασιάδη

Λέγαμε στο χθεσινό μας σημείωμα τι όμορφους τρόπους έχει επινοήσει η κυβέρνηση ώστε να μείνει στα πράγματα μετά την πανωλεθρία που της επιφυλάσσουν οι ερχόμενες εκλογές: (α΄) έλεγχος δημοσκοπήσεων και «τάσεων» του εκλογικού σώματος για να δει ποια κόμματα πρέπει να πλήξει και ποια να προσεταιριστεί ώστε να μη δημιουργηθεί το νούμερο που φοβάται όσο τίποτε άλλο, το «180», (β΄) ναρκοθέτηση με κάθε τρόπο της οικονομίας (αλλά όχι μόνο της οικονομίας: όλων των θεσμών, ξεκινώντας από τα σχολεία και φτάνοντας μέχρι τη Δικαιοσύνη) ώστε η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, πιεζόμενη από παντού, να μην αντέξει και να πέσει σηκώνοντας τα χέρια ψηλά, και (γ΄) παροχές και διορισμοί, μήπως και κάποιοι από όλους αυτούς που θα τους πετάξει ένα κόκαλο ή μία εξάμηνη σύμβαση κολακευτούν και συνεχίσουν να τη στηρίζουν (πράγμα αδύνατον βέβαια: απλώς οι «τυχεροί» θα καρπωθούν με χαρά ό,τι τούς δοθεί, και θα τη μαυρίσουν ανετότατα και με ακόμη μεγαλύτερη απόλαυση και ικανοποίηση στη συνέχεια — έτσι πάνε αυτά).

Και κλείναμε αναρωτώμενοι τι κάνουμε εμείς, και τι πρέπει να κάνουμε, για όλα αυτά: «Θα συνεχίσουμε να βάζουμε λάικ στα όμορφα κείμενα των φίλων μας;…»

Λοιπόν, και καθώς πολλοί φίλοι και άλλοι αναγνώστες εξεδήλωσαν το ενδιαφέρον να μάθουν τη δική μου απάντηση επ' αυτού, ιδού: δεν έχω καμία. Δεν έχω καμία άλλη, εννοώ, από αυτήν, από την υφιστάμενη, δεν έχω καμία «εναλλακτική». Ναι, ας συνεχίσουμε να βάζουμε λάικ στα όμορφα κείμενα των φίλων μας. Ας συνεχίσουμε όλες τις καθημερινές συνήθειές μας. Ακόμη περισσότερο: ας τις εντείνουμε. Μάλιστα, το ΞΕΡΩ πως θα γίνει ούτως ή άλλως αυτό. Η βούλησή μας είναι ελεύθερη, ασφαλώς, είμαστε όλοι τρεμάμενες νησίδες υπερήφανης ελευθερίας, αλλά όλοι επίσης είμαστε κομμάτια αυτού του μεγάλου ποταμού που μας παρασέρνει μέσα στον αφρό του, της ζωής ως ιστορίας εν τω γίγνεσθαι. Ανεπαισθήτως, κάνουμε πάντα αυτό που είναι να γίνει.

Και αυτό που είναι να γίνει είναι η «εξομάλυνση» της ζωής μας, το επικείμενο και άκρως αναπόφευκτο normalization.

Δεν μπορεί να γίνει κάτι άλλο. Δεν θα γίνει. Δεν θα μας συμβεί, θέλω να πω, κατιτί ακόμη χειρότερο. Αν κάτι μάθαμε (σαν οργανισμός, συνολικά: όχι σαν μετρήσιμες μονάδες αλλά σαν «Ελλάδα») όλα αυτά τα δίσεκτα χρόνια ήταν ότι υπάρχει κάτι που λέγεται, και είναι, «φυσιολογικό». Και ότι αυτό το φυσιολογικό θέλει φυσιολογικούς ανθρώπους για να προσγειώνεται στην καθημερινότητα και στην καθημερινότητά μας. Και φυσιολογικές πράξεις. Αλλιώς γίνεται Μόρια. Αλλιώς γίνεται Μάτι.

Προσοχή: δεν θεωρώ μη φυσιολογικούς τους ανθρώπους που φώναζαν μέχρι το '15 και κυβερνούν έκτοτε, προς Θεού. Αλλά ξέρω πως πλέον άπαντες έχουν καταλάβει πως τα λόγια, όσο ωραία, όσο εφηβικά, όσο πατριωτικά, όσο πολεμικά, όσο μεγάλα και να είναι ή να θέλουν να φαίνονται πως είναι, και με όσο σηκωμένο και ταυτόχρονα βαρύ φρύδι να εκφέρονται, ή με όση δύναμη κι αν χτυπάς την μπουνιά στο τραπέζι ή στο βήμα ή στο μπαλκόνι ξεστομίζοντάς τα — είναι λόγια. Και τα λόγια απέναντι στην πραγματικότητα δεν είναι φυσιολογικά. Είναι σαν προσευχές απέναντι σε μια καταιγίδα. Σαν ξόρκια. Σαν να κλείνεις τα μάτια παριστάνοντας πως, αφού δεν βλέπεις εσύ, δεν σε βλέπει και το «τέρας» — αυτό δηλαδή που κάνουν τα παιδάκια όταν φοβούνται.

Τα τέτοια λόγια, ναι: δεν είναι φυσιολογικά. Είναι φληναφήματα. Ή, τέλος πάντων: είναι μπούρδες. Κι από μπούρδες χορτάσαμε.

Λοιπόν, αυτό είναι που μάθαμε όλα αυτά τα δίσεκτα χρόνια. Και το μάθαμε σαν οργανισμός: συνολικά. Τρόπον τινά, το μάθαμε σαν «έθνος». Περάσαμε από πολλά κύματα, ασφαλώς, για να γίνει ώριμη διαπίστωση. Και στυλώσαμε πολύ συχνά τα πόδια στο μεταξύ. Λογικό: η πραγματικότητα δεν είναι όμορφη — δεν ούτε άσχημη βέβαια. Απλώς «είναι». Και τα χαϊδεμένα παιδιά της Ιστορίας (τέτοια είμαστε, χάρη στο μυθώδες κληροδότημα που λάβαμε) δεν θέλουν κάτι που «είναι». Θέλουν αυτό που σκέφτονται, αυτό που φαντασιώνονται και αυτό που τάχα τούς «πρέπει».

Είμαι παραπάνω από σίγουρος πως πλέον μάθαμε πως δεν μας πρέπει τίποτε περισσότερο από όσα μπορούμε να βγάλουμε μόνοι μας, άντε συν τον τόκο.

Και είμαι ακόμη πιο σίγουρος πως, ακόμη κι αν αυτό που ισχυρίζομαι δεν φαίνεται με μια πρώτη ματιά από όλους και παντού, κάνει μπαμ αν δεις εκείνο το μεγάλο ποτάμι που λέγαμε, αυτό που μας παρασέρνει μέσα στον αφρό του. Η Ελλάδα (σαν οργανισμός: συνολικά) έχει ήδη επαναπροσδιορίσει το «φυσιολογικό». Και οι ξένοι, που θέλουν να δουλέψουν και με την Ελλάδα, και να παραγάγουν κέρδη, το έχουν αντιληφθεί πρώτοι αυτοί. Τα επόμενα χρόνια, για να φέρω ένα παράδειγμα, τα ξενοδοχεία που φτιάχνονται τώρα δα στην Αθήνα και αλλού —σε αυτή την άχαρη και πληγωμένη, κατά τα άλλα, πόλη— δεν θα είναι γεμάτα από πιτσιρίκια που έρχονται για «αναρχικό τουρισμό» στη χώρα μας, αλλά από ανθρώπους που θα επισκέπτονται μια χώρα σε ζωηρή, κοχλάζουσα ανάπτυξη. Η εποχή τής (αιώνιας) εφηβείας μας πέρασε. Ενηλικιωθήκαμε. Με τον δύσκολο τρόπο; Ναι, με τον δύσκολο. Ήταν στ' αλήθεια απαραίτητο να τα περάσουμε όλα αυτά; Δεν ξέρω, δεν έχω ιδέα. Μπορεί. Μπορεί και όχι.

Αλλά ξέρω, και στοιχηματίζω μάλιστα, πως ΜΕΤΑ από όλα αυτά, και ΛΟΓΩ όλων αυτών, θα πανηγυρίσουμε σύντομα μία αξιακή αλλαγή τέτοια, και μία άνθηση τέτοια, που δεν θα πιστεύουμε στα μάτια μας. Και μία οχταετία γεμάτη ρεκόρ.

Ένα κλικ θέλει, που λένε.

Αυτό το κλικ έρχεται μέσα στο '19.

Οπότε, ναι: ας συνεχίσουμε να βάζουμε λάικ στα όμορφα κείμενα των φίλων μας. Ας συνεχίσουμε όλες τις καθημερινές συνήθειές μας. Ακόμη περισσότερο: ας τις εντείνουμε. Η ιστορία κυλάει, και θα μας έχει μαζί της. Ας είμαστε λοιπόν αυτοί που θέλουμε να είμαστε. Και ας χαμογελάμε πού και πού, παρά την περιρρέουσα μιζέρια και όλο αυτό το καταθλιπτικό σκηνικό που μας έλαχε: υπ' αυτές τις συνθήκες, το χαμόγελο είναι ένα «σχήμα πρωθύστερο» που κάποιους εκνευρίζει πολύ.

Και είναι ωραίο να εκνευρίζονται. Μά τον Θεό, είναι από τα πιο ωραία πράγματα που μπορώ να σκεφτώ.