Πάλι τα μετρητά

Πάλι τα μετρητά

Του Γεώργιου Κ. Μπήτρου

Την περασμένη εβδομάδα διοχετεύθηκαν από την κυβέρνηση πληροφορίες ότι σκέπτονται να μειώσουν το όριο συναλλαγών με μετρητά από 500 ευρώ σε 400 ή 300. Σημασία δεν έχει η μείωση, όσο η λογική πάνω στην οποία βασίζεται η σκέψη για την μεταβολή του ορίου.

Οι υποστηρικτές της μείωσης σκέπτονται στη βάση της ακόλουθης ανάλυσης. Έστω ότι κάποιος πολίτης επιθυμεί να αγοράσει ένα προϊόν με τιμή στα 550 ευρώ. Για να κάνει νομότυπα αυτή τη συναλλαγή, ο πολίτης δεν μπορεί να πληρώσει μετρητά, γιατί το ποσό υπερβαίνει τα 500 ευρώ. Αναγκαστικά, συμπεραίνουν οι αρμόδιοι, θα πρέπει να χρησιμοποιήσει κάποια κάρτα, οπότε ο πωλητής θα αναγκαστεί να αποδώσει στο Δημόσιο 106 ευρώ ΦΠΑ, συν οποιουσδήποτε φόρους εισοδήματος του καταλογιστούν. Το συμπέρασμα αυτό είναι λογικά μετέωρο, γιατί δεν λαμβάνουν υπόψη τους τα κίνητρα του πολίτη και του πωλητή, αφού ο καθένας τους έχει συμφέρον να παρακάμψει τον περιορισμό. Ας δούμε τι συμβαίνει.

Ο περιορισμός στα μετρητά διαιρεί την αγορά του συγκεκριμένου προϊόντος σε δύο τμήματα. Το ένα, το επίσημο, θα λειτουργεί για όσους δεν έχουν πρόβλημα να συναλλάσσονται με κάρτα στα 550 ευρώ.

Στο άλλο τμήμα, το ανεπίσημο, η αγορά θα λειτουργεί με άδηλες τιμές που συμφωνούν μεταξύ τους ο πωλητής και ο αγοραστής προκειμένου να παρακάμψουν τον περιορισμό των μετρητών και να κάνουν τη συναλλαγή. Αυτές τις τιμές δεν μπορεί να τις ξέρει η Εφορία, γιατί είναι τιμές που προκύπτουν έπειτα από διαπραγμάτευση. Ο πωλητής έχει συμφέρον να πουλήσει σε μετρητά σε οποιαδήποτε τιμή πάνω από 444 ευρώ για να επωφεληθεί από τη συναλλαγή και μέρος του ΦΠΑ, ο δε αγοραστής έχει συμφέρον να πληρώσει οποιαδήποτε τιμή κάτω από τα 500 ευρώ και για να κάνει τη συναλλαγή σε μικρότερη τιμή και να επωφεληθεί κάποιου μέρους του ΦΠΑ. Κατά συνέπεια, αφού και ο αγοραστής και ο πωλητής έχουν συμφέρον να συναλλάσσονται σε μετρητά, η άδηλη τιμή θα προσδιοριστεί κάπου μεταξύ 444 και 500 ευρώ και ο μόνος χαμένος θα είναι το δημόσιο ταμείο, εξαιτίας του περιορισμού στα μετρητά. Αυτό συμβαίνει γιατί παντού και πάντα λειτουργεί ο νόμος των μη ηθελημένων συνεπειών, σύμφωνα με τον οποίο τα προσδοκώμενα αποτελέσματα μια πολιτικής αποτυγχάνουν γιατί οι σχεδιαστές της δεν λαμβάνουν υπόψη τους τα κίνητρα των ατόμων. Και φυσικά, η κατάληξη είναι τόσο χειρότερη για το δημόσιο ταμείο, όσο ο περιορισμός των μετρητών γίνεται στενότερος.

*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο στις 29 Οκτωβρίου .