Π. Παπάζογλου: Το Grexit δεν αποτελεί ρεαλιστική επιλογή

Π. Παπάζογλου: Το Grexit δεν αποτελεί ρεαλιστική επιλογή

Το ΑΕΠ θα μειωνόταν δραστικά, η ανεργία θα αυξανόταν και σημαντικά αγαθά θα εξέλειπαν από την αγορά, ενώ τα όποια οφέλη από την ανταγωνιστικότητα θα εξανεμίζονταν σύντομα μέσω του πληθωρισμού. Με αυτόν τον τρόπο περιγράφει τις συνθήκες που θα επικρατούσαν αν η Ελλάδα επέστρεφε σε εθνικό νόμισμα, ο κ. Παναγιώτης Παπάζογλου, διευθύνων σύμβουλος της ΕY Ελλάδος, χαρακτηρίζοντας το Grexit μη ρεαλιστική επιλογή.

Σε μία εφ' όλης της ύλης συνέντευξη, ο κ. Παπάζογλου εκτιμά ότι η ελάφρυνση του χρέους δεν αποτελεί διαβατήριο για την έξοδο στις αγορές και τονίζειτην ανάγκη ολοκλήρωσης της αξιολόγησης για να αρθούν οι αβεβαιότητες που συντηρούν την επικίνδυνη στασιμότητα της ελληνικής οικονομίας, σημειώνοντας παράλληλα ότι το κράτος θα πρέπει να μεταβληθεί από εργοδότης σε πάροχο υπηρεσιών υψηλού επιπέδου.

Ο επικεφαλής της ΕΥ Ελλάδος επισημαίνει τις μεταρρυθμίσεις που πρέπει να εφαρμόσουμε για να βγούμε από την κρίση και τις διαχωρίζει από τις μειώσεις μισθών και συντάξεων, ρίχνει ευθύνες στον ιδιωτικό τομέα για την κρίση που ξέσπασε το 2009, ενώ υποστηρίζει ότι οι επιχειρήσεις που δημιουργούν ένα νέο πρότυπο υγιούς επιχειρηματικότητας είναι αυτές που θα βγάλουν από την ύφεση και θα στηρίξουν την ανάκαμψη.

Συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Μαριόλη

Κύριε Παπάζογλου, επτά χρόνια και τρία προγράμματα προσαρμογής μετά την εκδήλωση της κρίσης, η Ελλάδα έχει χάσει το ? του ΑΕΠ της, η ανεργία παραμένει πάνω από 22%-23%, η ιδιωτική κατανάλωση συνεχίζει να μειώνεται και η φτώχεια έχει φτάσει σε επίπεδα ρεκόρ. Βρίσκεται ξανά στο τραπέζι το Grexit;   

Δεν πιστεύω ότι βρίσκεται στο τραπέζι, και δεν είναι προς το συμφέρον κανενός να επανέλθει. Αν βρίσκεται στο πίσω μέρος του μυαλού κάποιωνστην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, η χώρα μας πρέπει να κάνει το παν για να παραμείνει εκεί. Έχουμε κάνει τεράστιες θυσίες για να παραμείνουμε στο κέντρο της Ευρώπης.

Η λεγόμενη εναλλακτική λύση της εξόδου από την Ευρωζώνη για να ανακτήσουμε τη δήθεν ανταγωνιστικότητά μας μέσω της υποτίμησης, δεν αποτελεί ρεαλιστική επιλογή. Το καλοκαίρι του 2015, όταν η συζήτηση για το Grexit είχε κορυφωθεί, η ΕΥ δημοσιοποίησε μια έρευνα η οποία τεκμηρίωνε αναλυτικά το κόστος αυτής της επιλογής: Το ΑΕΠ θα μειωνόταν δραστικά, η ανεργία θα αυξανόταν, σημαντικά αγαθά, όπως φάρμακα και πρώτες ύλες που είναι εισαγόμενα θα εξέλειπαν από τη χώρα, ενώ τα όποια οφέλη σε ότι αφορά στην ανταγωνιστικότητα θα εξανεμίζονταν σύντομα μέσω του πληθωρισμού. Επιπρόσθετα, το ύψος του εξωτερικού δανεισμού μας σε τιμές του νέου υποτιμημένου νομίσματος θα γινόταν εξωπραγματικό.

Γενικόλογες αναφορές σε ένα εξιδανικευμένο παρελθόν με τη δραχμή δε βοηθούν σε τίποτε. Αντίθετα, δυναμιτίζουν την εμπιστοσύνη στις προοπτικές της οικονομίας.

Πιστεύετε ότι η Ελλάδα έχει υλοποιήσει τις απαραίτητες δομικές μεταρρυθμίσεις; Είναι επαρκείς αυτές για να προσελκύσουν τους διεθνείς επενδυτές;

Η Ελλάδα έχει καταβάλει τεράστιες προσπάθειες σε ότι αφορά στη δημοσιονομική προσαρμογή, έχοντας πετύχει τη μεγαλύτερη μείωση του ελλείμματος από οποιαδήποτε άλλη χώρα σε τόσο μικρό διάστημα. Έχει,επίσης, υλοποιήσει μια σειρά από μεταρρυθμίσεις, αλλά πρέπει να γίνουν ακόμη πολλά. Το 2009, η χώρα μας βρέθηκε αντιμέτωπη με μία διπλή πρόκληση: ένα τεράστιο δημοσιονομικό έλλειμμα, σε συνδυασμό με την απώλεια της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Η οικονομία θα αποκτήσει πραγματική αναπτυξιακή προοπτική μόνο όταν αντιμετωπίσει και τις δύο προκλήσεις. Η ανταγωνιστικότητα θα αποκατασταθεί μόνο μέσω μιας σειράς διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, και με αυτό δεν εννοώ τη μείωση των ονομαστικών μισθών και των συντάξεων.

Πρέπει να αντιμετωπίσουμε το μη μισθολογικό κόστος, να απελευθερώσουμε μια σειρά από κρίσιμες αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, να επιταχύνουμε τη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης, να απλοποιήσουμε το φορολογικό σύστημα και να μειώσουμε ουσιαστικά τη γραφειοκρατία. Το κράτος θα πρέπει να μεταβληθεί από εργοδότη σε πάροχο υπηρεσιών υψηλού επιπέδου. Πάνω απ' όλα, πρέπει να ξαναδούμε το εκπαιδευτικό μας σύστημα και να αναρωτηθούμε τι πρέπει να αλλάξουμε για να παράγουν τα σχολεία και τα πανεπιστήμιά μας το ανθρώπινο κεφάλαιο που θα μπορεί να στηρίξει μια βιώσιμη ανάπτυξη και να αναστρέψει τη φυγή των νέων ανθρώπων προς το εξωτερικό.    

Πώς ανταποκρίνεται ο ιδιωτικός τομέας στην κρίση; Έχει αρθεί στο ύψος των περιστάσεων;

Είμαι από εκείνους που πιστεύουν ότι ο ιδιωτικός τομέας έχει σημαντικό μέρος της ευθύνης για την κρίση που ξέσπασε το 2009. Ένας μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων παρουσίαζαν μεγάλο βαθμό εξάρτησης από τον δημόσιο τομέα, ήταν υπερβολικά εσωστρεφείς και απέφυγαν να επενδύσουν και να εκσυγχρονισθούν όταν είχαν την ευκαιρία. Ως αποτέλεσμα, η χώρα μας απώλεσε σταδιακά την ανταγωνιστικότητά της και βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα διαρκώς επιδεινούμενο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών. Από το 2009 και μετά, οι ελληνικές επιχειρήσεις για να επιζήσουν έπρεπε να επανασχεδιάσουν τα πάντα από το μηδέν, και να το πράξουν αυτό υπό εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες. Ορισμένες επιχειρήσεις έκλεισαν, ορισμένες αγωνίζονται να επιζήσουν και αρκετές ανταποκρίνονται στην πρόκληση και δημιουργούν ένα νέο πρότυπο υγιούς επιχειρηματικότητας. Αυτές είναι οι επιχειρήσεις που θα μας βγάλουν από την ύφεση, θα στηρίξουν την ανάκαμψη και θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας.   

Προτεραιότητα της κυβέρνησης στην παρούσα φάση αποτελεί η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης με στόχο τη συγκεκριμενοποίηση των μέτρων για το χρέος και την ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Ποια θεωρείτε ότι είναι τα απαραίτητα μέτρα που θα καταστήσουν βιώσιμο το χρέος;

Τα βραχυπρόθεσμα μέτρα που συμφωνήθηκαν στο Eurogroup του Δεκεμβρίου είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, με την έννοια ότι μας προφυλάσσουν από μια αύξηση των επιτοκίων, η οποία αναπόφευκτα θα επέλθει στο μέλλον. Εξασφαλίζουν,επίσης, την επιμήκυνση κάποιων ωριμάνσεων. Όλοι, ή σχεδόν όλοι, συμφωνούν ότι τα μέτρα αυτά δεν επαρκούν. Η συμφωνία μας με τους εταίρους προβλέπει την εξέταση περαιτέρω μέτρων μετά τη λήξη του προγράμματος το 2018. Η τρέχουσα αξιολόγηση των θεσμών θα πρέπει να ολοκληρωθεί τάχιστα, ώστε να αρθούν όλες εκείνες οι αβεβαιότητες που συντηρούν την επικίνδυνη στασιμότητα της οικονομίας μας. Επιπρόσθετα οι όποιες αποφάσεις θα πρέπει να ληφθούν με γνώμονα αναπτυξιακό και ουσιαστικά μεταρρυθμιστικό και όχι μακρόπνοαπολιτικά οφέλη ένθεν και ένθεν. Ωστόσο, πρέπει να τονίσω ότι η ελάφρυνση του χρέους από μόνη της δεν αποτελεί διαβατήριο για την έξοδο στις αγορές. Η πολιτική σταθερότητα και η εμπέδωση ενός κράτους δικαίου και ενός κλίματος φιλικού προς τις επενδύσεις είναι η πλέον βασική προϋπόθεση.     

Μετά το Βρετανικό και το Ιταλικό δημοψήφισμα και την εκλογή του προέδρου Τραμπ, η Ευρώπη αντιμετωπίζει μια σειρά από σημαντικές προκλήσεις. Παράλληλα, έχουμε μπροστά μας σημαντικές εκλογικές αναμετρήσεις. Κινούμαστε στη σωστή κατεύθυνση; Συμφωνείτε με την άποψη ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες στην ουσία αναβάλλουν τις κρίσιμες αποφάσεις;   

Νομίζω ότι υπάρχει πράγματι μια έλλειψη αποφασιστικότητας την ώρα ακριβώς που η Ευρώπη αντιμετωπίζει τεράστιες προκλήσεις. Προσθέστε στους παράγοντες που αναφέρατε και την προσφυγική κρίση, η οποία βρίσκεται σε προσωρινή ύφεση στη βάση μίας εξαιρετικά εύθραυστης συμφωνίας με την Τουρκία, αλλά και το ζήτημα της τρομοκρατίας. Για να αντιμετωπιστούν αυτά τα ζητήματα, η ΕΕ πρέπει πράγματι να απαντήσει σε ορισμένα βασικά, θα έλεγα υπαρξιακά ερωτήματα και να αποφασίσει πώς πρέπει να μοιάζει η Ευρώπη σε δέκα ή είκοσι χρόνια. Πώς θα αναζωογονήσει την ανάπτυξη στην ήπειρό μας; Θέλουμε μία Ευρώπη που θα στηρίζεται στον προστατευτισμό, ή μία Ευρώπη με ανοιχτά σύνορα; Χρειαζόμαστε στενότερους πολιτικούς δεσμούς και συνεργασία, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε, ή μήπως αυτό θα προκαλέσει εντονότερες φυγόκεντρες δυνάμεις, όπως είδαμε στο Ηνωμένο Βασίλειο; Θα περίμενα ότι το δημοψήφισμα για το Brexit είχε πυροδοτήσει μια ζωηρή συζήτηση για τα θέματα αυτά, αλλά δυστυχώς μέχρι σήμερα δεν έχουμε δει κάτι τέτοιο.    

Το σημερινό περιβάλλον χαμηλής κερδοφορίας, αρνητικών επιτοκίων, σε συνδυασμό με τον τεράστιο όγκο των μη εξυπηρετούμενων δανείων, απειλεί τη βιωσιμότητα των ευρωπαϊκών τραπεζών. Υπάρχει αποτελεσματικός τρόπος διάσωσης του τραπεζικού συστήματος;  

Οι ευρωπαϊκές τράπεζεςδεν είναι δυνατόν να ευδοκιμήσουν σε ένα οικονομικό περιβάλλον χαμηλής ανάπτυξης και πολιτικής αστάθειας. Όπως σωστά επισημαίνετε, υπάρχουν δικαιολογημένες ανησυχίες τόσο για την κερδοφορία όσο και τη φερεγγυότητα κάποιων ευρωπαϊκών τραπεζών. Παρ' όλα αυτά, και οι ίδιες οι τράπεζες, ή τουλάχιστον αρκετές εξ αυτών, έχουν και το δικό τους μερίδιο ευθύνης. Αρκετές τράπεζες θα πρέπει επειγόντως να μειώσουν τα επισφαλή τους δάνεια και να ανακεφαλαιοποηθούν. Το 2008-2009, στον απόηχο της οικονομικής κρίσης, πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ενίσχυσαν ταμειακά τις τράπεζες για να αποφύγουν την κατάρρευσή τους. Σήμερα, αυτό απαγορεύεται από τους κανονισμούς της ΕΕ, εκτός αν υπάρξει προηγουμένως bailin των μετόχων και των καταθετών. Πρόκειται, ενδεχομένως, για μια σωστή αρχή, αλλά, πέραν των πολιτικών δυσκολιών, αν εφαρμοσθεί κατά γράμμα, κινδυνεύει να πλήξει την εμπιστοσύνη των αποταμιευτών και θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και σε αποδυνάμωση της εμπιστοσύνης στο ίδιο το ευρώ.

Ποιος θα είναι ο τελικός αντίκτυπος του Brexit για την Ευρώπη;

Και οι δυο πλευρές έχουν πολλά να χάσουν, καθώς το Ηνωμένο Βασίλειο είναι ένας σημαντικός εμπορικός εταίρος για τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Αυτό που με ανησυχεί, όμως, είναι η προοπτική των παρατεταμένων διαπραγματεύσεων, η οποία θα επιτείνει την αβεβαιότητα σε όλη την Ευρώπη, θα αποσπάσει την προσοχή από άλλα σημαντικά ζητήματα και μπορεί ακόμη να δημιουργήσει περαιτέρω προστριβές μεταξύ των κρατών-μελών.

Η παγκόσμια οικονομία δεν έχει ακόμη συνέλθει από την οικονομική κρίση του 2008. Τι άλλο μπορούν να κάνουν οι κεντρικές τράπεζες για να στηρίξουν την ανάπτυξη;

Δεν είμαι βέβαιος ότι υπάρχουν πολλά που μπορούν να κάνουν οι κεντρικές τράπεζες για να στηρίξουν την οικονομική ανάπτυξη παγκοσμίως σε αυτή τη φάση. Οι κεντρικοί τραπεζίτες έχουν ήδη κατηγορηθεί για τις αρνητικές παρενέργειες των χαμηλών επιτοκίων τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ. Η κριτική αυτή, αν και δεν είναι αβάσιμη, είναι υπερβολική, και είναι ενδιαφέρον ότι προέρχεται κυρίως από εκείνους που είναι θεωρητικά ένθερμοι υποστηρικτές της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών. Ας μην ξεχνάμε ότι το 2008-2009, η επεκτατική νομισματική πολιτική εξασφάλισε ότι ένα χρηματοοικονομικό σοκ δεν εξελίχθηκε σε μια παρατεταμένη παγκόσμια ύφεση. Από τότε, όμως, κάθε διαδοχική μείωση των επιτοκίων είχε και μικρότερη επίδραση στην οικονομία.

Στο σημερινό περιβάλλον, τα χαμηλά επιτόκια από μόνα τους δε θα αναζωογονήσουν την οικονομία, ειδικά τη στιγμή που οι περισσότερες εθνικές κυβερνήσεις λειτουργούν με πλεονασματικούς προϋπολογισμούς. Αυτό που χρειάζεται, κατά τη γνώμη μου, είναι να συνεχισθούν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για να βελτιωθούν οι μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές. Βραχυπρόθεσμα, οι χώρες εκείνες που δεν αντιμετωπίζουν δημοσιονομικά προβλήματα θα πρέπει να προχωρήσουν σε μια πιο επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, ενισχύοντας ιδιαίτερα τις δημόσιες επενδύσεις στις υποδομές, που αρκετές από αυτές τις χώρες έχουν ούτως ή άλλως ανάγκη.