Ούτε «πρωτεύουσα των προσφύγων», ούτε «πόλη των φαντασμάτων»

Του Νίκου Ταχιάου*

Το 1984, ο Γιώργος Ιωάννου κυκλοφόρησε ένα σύνολο πεζογραφημάτων του στα οποία με τη δική του ματιά μιλούσε για τους ανθρώπους της Θεσσαλονίκης, δίνοντας στο βιβλίο του έναν τίτλο που έμελλε να κατοχυρωθεί ως η πιο δημοφιλής ταυτότητα μιας πόλης που είχε ήδη αποδυθεί σε μια εσωτερική αναζήτηση, με αφορμή τα 2300 χρόνια της που γιορτάστηκαν το 1986: «Η πρωτεύουσα των προσφύγων». Ακριβώς, είκοσι χρόνια αργότερα, ένα άλλο βιβλίο που από την αγγλική έκδοσή του ακόμη, αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης, η «Θεσσαλονίκη, η πόλη των φαντασμάτων» του Μαρκ Μαζάουερ έτυχε υποδοχής ευαγγελίου για ένα αξιοσημείωτο κομμάτι του πληθυσμού της πόλης, αλλά και εκτός αυτής. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ στο πρόσφατο παρελθόν, είναι ορατό ότι δύο διαφορετικές φυλές της σημερινής γενιάς των Θεσσαλονικιών περιγράφονται από τους τίτλους αυτών των βιβλίων:

Η πρώτη τροφοδοτείται από μία αναδίφηση οικογενειακών εξιστορήσεων, όπως αυτές έχουν μεταφερθεί μέχρι σήμερα, μια οδό που μοιάζει με αυτήν του Ιωάννου. Βεβαίως, σε αντίθεση το πόνημά του που αποτελούσε άμεση μαρτυρία, αυτές με την συνδρομή της χρονικής απόστασης υπακούν στις κυρίαρχες συλλογικές αφηγήσεις των εθνοτοπικών συνιστωσών της πόλης, των οποίων η παρουσία και ο διαμεσολαβητικός ρόλος τους είναι φαινόμενο πιο ευδιάκριτο από ποτέ. Στο βάθος αυτής της προσέγγισης υπάρχει ως προτεραιότητα η υγιής αναζήτηση των ριζών μιας μεγάλης μερίδας σύγχρονων Θεσσαλονικιών και η οριστική μεταφύτευσή τους ως συστατικών μιας συλλογικής ταυτότητας που αφορά τον χώρο που υποδέχθηκε όσους έζησαν τον ξεριζωμό τους.

Η δεύτερη, στην πρωτότυπη αφηγηματική ιστοριογραφική προσέγγιση του Μαζάουερ που αντιμετωπίζεται πλέον με λατρεία, ανακάλυψε μία συνεκτική ιστορία της πόλης, αποδομητική της επίσημης μυθολογίας των δεκάρικων των σχολικών γιορτών που συμπυκνώνουν την ιστορική εκπαίδευση των νεοελλήνων, άγνωστη στους πολλούς ακόμη και για επεισόδια που αυτό είναι απολύτως αδικαιολόγητο και γοητεύτηκε από την αναθεωρητική πλευρά της, συνήθως υπερβάλλοντας εν σχέσει προς τις πραγματικές προθέσεις του συγγραφέα. Οι μύστες αυτής της προσέγγισης στηρίζουν την εύλογη επιθυμία τους για την αποκόλληση της πόλης από την ριζωμένη επανάπαυση και ακινησία της, στην υιοθέτηση μιας συλλογικής επιθετικής αυτοκριτικής έναντι του πρόσφατου παρελθόντος αφήγησης, ενίοτε στα όρια του αυτομαστιγώματος.

Προφανώς, η περιγραφή αυτή δεν περιλαμβάνει το σύνολο του πληθυσμού, ούτε είναι τόσο στεγανή όσο μοιάζει, υπάρχουν αποχρώσεις και κατά περίπτωση μεταπηδήσεις, αποδίδει όμως τις δύο ακραίες εκδοχές ενός ορατότατου διχασμού που σημαδεύει πλέον την Θεσσαλονίκη και δυστυχώς διαχέεται σε όλα τα επίπεδα. Ανατρέχοντας στις προσφυγικές ευαισθησίες προσπάθησαν να δικαιολογήσουν την πράξη τους οι τραμπούκοι και κακοποιοί που ξυλοφόρτωσαν τον Μπουτάρη, ενώ καταφεύγοντας στην επίκληση μιας άσχετης μαρτυρίας του Μαζάουερ ως τεκμήριο του ήθους του, επέλεξε ο ίδιος να αμυνθεί, όταν πριν από λίγες εβδομάδες ένιωσε ότι εγέρθηκαν ερωτήματα που τον πλήττουν.

Δεν χρειάζεται να υπενθυμίσω τα αλλεπάλληλα επεισόδια αυτού του διχασμού, ειδικά αυτά που αφορούν την κατάληξη του ονοματολογικού στην Συμφωνία των Πρεσπών, ούτε τον θεωρώ ανεξήγητο ή χωρίς βάθος. Πρόκειται για τη Θεσσαλονικιώτικη εκδοχή της ελλαδικής κρίσης συλλογικής ταυτότητας και προσανατολισμού, που ήρθε πανηγυρικά στην επιφάνεια μετά την άτυπη χρεωκοπία, αν και σιγόκαιγε ακόμη και στα χρόνια της αστακομακαρονάδας με δανεικά. Αν στην Αθήνα, μία μεγαλούπολη με τα αδιαμφισβήτητα μεγέθη και πλεονεκτήματα του διοικητικού και οικονομικού κέντρου, η φορά και οι ρυθμοί των πραγμάτων συμπαρασύρουν τους κατοίκους της στην αποδοχή της «μοίρας» τους, στην πολύ μικρότερη Θεσσαλονίκη, της οποίος ο ρόλος εξαντλείται σε φληναφήματα και ευφημισμούς του είδους «κούκλα», «συμπρωτεύουσα» και «πρωτεύουσα των Βαλκανίων», η μεμψίμοιρη και ανακυκλούμενη ομφαλοσκόπηση που τρέφεται από την αδράνεια που εναλλάσσεται με την οπισθοπορεία και τα ορατά αδιέξοδα και οι θολές και χαμηλές προσδοκίες αποτελούν νομοτέλεια.

Είναι λοιπόν δυνατόν, έχοντας παρασυρθεί στους στροβίλους μίας τέτοιας ταραγμένης και πολωμένης ατμόσφαιρας, να μπορέσει η Θεσσαλονίκη να βρει τον δρόμο της για το μέλλον; Είναι αποδεκτό ο δήμαρχος της πόλης να επενδύει στον διχασμό ως προσωπικό πολιτικό στίγμα και όχημα προβολής και να αποδέχεται την εργαλειοποίησή του ως συμβόλου που υπηρετεί μία ρητορική που έρχεται από το παρελθόν για να εξυπηρετήσει συγχρόνως μια κυβέρνηση που προσπαθεί να διασωθεί από το ναυάγιό της;

Νομίζω ότι αυτά είναι τα βαθύτερα και πιο οδυνηρά ερωτήματα των επόμενων δημοτικών εκλογών, που θα συνοδεύουν το επίσης κρίσιμο ψυχρά διαχειριστικό δίλημμά τους για την καθημερινότητα των Θεσσαλονικιών. Όσοι πιστεύουμε ότι ούτε μια πρωτεύουσα των προσφύγων, ούτε μια πόλη των φαντασμάτων μπορούν να αποτελέσουν την αφήγηση που θα δώσει μια πειστική διέξοδο, οφείλουμε τάχιστα να βρούμε τους κώδικες που θα συγκινήσουν και θα κινητοποιήσουν τους συμπολίτες μας ώστε να δώσουν την συναίνεσή τους σε μία δημιουργική συνύπαρξη με το βλέμμα στο αύριο, όπου η συμφωνία σε έναν κοινό σκοπό δεν θα καταργεί ούτε θα απαξιώνει τις όποιες διαφωνίες μας.

* O κ. Νίκος Ταχιάος είναι πρώην αντιδήμαρχος Θεσσαλονίκης, αναπληρωτής γραμματέας στρατηγικού σχεδιασμού και επικοινωνίας της Νέας Δημοκρατίας