Ούνα ράτσα

Ούνα ράτσα

Του Κυριάκου Αθανασιάδη

Η έρευνα που παρουσίασε προχθές το ανεξάρτητο Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών «Μάρκος Δραγούμης» (ΚΕΦίΜ) έχει μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς αποτυπώνει σε επίπεδο κοινοβουλευτικού έργου όσα βλέπουμε εδώ και μία δεκαετία τώρα σε επίπεδο λόγου και πολιτικής αισθητικής, ήτοι ηθικής, και όσα μάς κάνουν να τρέμουμε για το παρόν μας και να αγωνιούμε για το μέλλον.

Είδαμε λοιπόν σε αυτήν πως η ΝΔ σαν αξιωματική αντιπολίτευση (2015-2018) υπερψήφισε το 57% των νομοσχεδίων της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ενώ αντίστοιχα ο ΣΥΡΙΖΑ σαν αξιωματική αντιπολίτευση (2012-2015) υπερψήφισε μόλις το 21% των νομοσχεδίων της συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ. Ακόμη και στον τομέα της Εξωτερικής Πολιτικής και Εθνικής Άμυνας (!), όπου κάποιος αφελής Έλλην, κάποιος ακόμη αφελέστερος Τούρκος ή κάποιος αλαφροΐσκιωτος εξωγήινος θα περίμενε μία σχετική σύγκλιση, οι διαφοροποιήσεις είναι παραπάνω από έντονες: η ΝΔ ως αντιπολίτευση υπερψήφισε μεν το 80% των νομοσχεδίων τού ΣΥΡΙΖΑ που αφορούν Εξωτερική Πολιτική και Άμυνα (και καλώς έπραξε), ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ σαν αξιωματική αντιπολίτευση υπερψήφισε μόλις το… 36% των αντίστοιχων νομοσχεδίων!

Γενικά μιλώντας, σε όλη τη διάρκεια της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, η ψήφος της ΝΔ ταυτίζεται με αυτήν της κυβερνητικής πλειοψηφίας κατά ένα ποσοστό που τείνει να αγγίξει το 60%, και μόνο κατά 36% με όσα ψηφίζουν ΚΚΕ και ΧΑ, ενώ, αντίθετα, κατά την περίοδο 2012-2015 ο ΣΥΡΙΖΑ ταυτίστηκε στην κοινοβουλευτική του ψήφο με τη συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ μόλις κατά 20% (ψήφος σε επουσιώδη νομοσχέδια κατά κύριο λόγο), την ίδια στιγμή που με τους ΑΝΕΛ, με το ΚΚΕ και με τη ΧΑ ταυτίστηκε κατά 70%! Κατά 70%, επαναλαμβάνουμε: τάλε-κουάλε…

Αυτό το δεδομένο, μας λένε οι ερευνητές, καταδεικνύει την ισχύ της διαιρετικής τομής «μνημόνιο-αντιμνημόνιο». Ή, για να το πούμε εμείς κάπως αλλιώς, αυτό το απλό και εύκολα μετρήσιμο δεδομένο μάς θυμίζει διά μίας άλλης οδού, αυτήν του κοινοβουλευτικού έργου, δηλαδή της ψήφισης ή μη νομοσχεδίων, την ταύτιση της Επάνω με την Κάτω Πλατεία, τον αλήστου μνήμης καιρό του «αντιμνημονιακού αγώνα» του αντιευρωπαϊκού πεζοδρομίου. Ξεκάθαρα πράγματα. Μας θυμίζει την κοινή Πλατεία.

Εκεί δηλαδή που οι οπισθοδρομικοί λαϊκιστές της Αριστεράς και της Ακροδεξιάς ξέχασαν τις ούτως ή άλλως επουσιώδεις διαφορές τους, ενώθηκαν αγαστά με τους χιτλερικούς χορεύοντας και τραγουδώντας μαζί τους και κυκλώνοντας το δικό τους γαϊτανάκι, χλεύασαν και μούτζωσαν τη Βουλή και τη Δημοκρατία, έφτυσαν στα μούτρα την Ευρώπη και τους ιστορικούς συμμάχους της χώρας —και, αν όχι γεννήτορες, αείποτε υπερασπιστές του κράτους μας— και γέννησαν το απεχθές φίδι του εθνικολαϊκισμού, που μετά από λίγα χρόνια ανήλθε, έρποντας και χαμογελώντας αφιονισμένα (ακόμη έτσι χαμογελάει, όπως ξέρετε), στην εξουσία: αυτό το ιοβόλο συμπίλημα που κατέστρεψε η χώρα πάνω που άρχιζε να παίρνει τα πάνω της, αυτό που έδιωξε και εξακολουθεί να διώχνει τους πιο χρήσιμους νέους της, αυτό που υποθήκευσε για έναν αιώνα κάθε δημόσιο περιουσιακό στοιχείο —από την ακίνητη περιουσία του κράτους και τις ΔΕΚΟ μέχρι τα αρχαιολογικά μνημεία της χώρας—, αυτό που γκρέμισε την Ελλάδα στα κατώτατα σημεία όπου μπορεί να βρεθεί ένα ελεύθερο έθνος σε καιρό ειρήνης, αυτό που διέστρεψε έως και αυτή τη γλώσσα και τις έννοιές της, και που διαίρεσε με πρωτοφανές μίσος τους πολίτες στους «δικούς μας» (αυτούς δηλαδή που δέχονται να ζουν με τα ψίχουλα των επιδομάτων στηρίζοντας το κράτος και τις επιλογές του διά της σιωπής τους) και στους «άλλους (αυτούς που θέλουν να δουλέψουν και να προκόψουν: αυτούς που στραγγαλίζονται).

Και αυτό, τέλος, που μπροστά στις θυελλώδεις προετοιμασίες ΟΛΩΝ των πολιτισμένων εθνών για τις αλλαγές που πρόκειται να συμβούν στη ζωή του καθενός μας μπροστά στο μέλλον που ήδη έφτασε —και που ορίζεται από την ανάγκη δυναμικής τιθάσευσης της κλιματικής αλλαγής και απόλυτης στροφής προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, από την απαίτηση εύρεσης νέων πόρων και την επένδυση στην καινοτομία, από τη διαχείριση με ανθρώπινους όρους του νέου μεταναστευτικού ρεύματος και την ανεύρεση άμεσων και μακροπρόθεσμων λύσεων για τον περιορισμό του, από την ανάσχεση και καταπολέμηση της τρομοκρατίας, από την αναπόφευκτη σύγκρουση με τις νέες αναδυόμενες υπερ-οικονομίες—, αυτό το απεχθές φίδι του εθνικολαϊκισμού που μπροστά σε όλα αυτά, και σε άλλα τόσα, αντί να πάρει όσα έβγαλε και να φύγει, εξακολουθεί να κάθεται στις καρέκλες του και, σαν τον τρελό, να μιλά είτε με τα σπογγώδη ελληνικά του Τσίπρα, είτε με τα μεταμεσονύκτια tweet του Καμμένου, είτε με τη διχαλωτή γλώσσα του Θύμιου Λυμπερόπουλου και του Παναγιώτη Καλφαγιάννη —λες και πρωταγωνιστούμε σε κάποιο φιλμ τρόμου έσχατης διαλογής και όχι στην πραγματική ζωή—, βουλιάζοντας κάθε μέρα και περισσότερο την οικονομία της χώρας, παίζοντας τις κουμπάρες με την πολιτοφυλακή του Ρουβίκωνα, χαϊδεύοντας το μάγουλο των ευαίσθητων ομάδων του πληθυσμού και κοροϊδεύοντας τον κοσμάκη με υποσχέσεις «κοινωνικής πολιτικής με ευαισθησία».

Αυτό το κακό, αυτή η συμμαχία, είναι περισσότερο επικίνδυνη από όσο μπορούμε να φανταστούμε. Θα ήταν ούτως ή άλλως, ακόμη και αν τα πράγματα στη γειτονιά μας και στον κόσμο ήταν σε καλό δρόμο. Αλλά δεν είναι. Είναι σε κακό δρόμο. Εξ ου και απαιτείται μία ισχυρή αστική δημοκρατική ηγεσία, φιλοευρωπαϊκή, προοδευτική, πατριωτική και αταλάντευτη στην πολιτική της. Άμεσα. Χθες.