Ουδέν κακό, αμιγές καλού: Η ενίσχυση των ιδιωτικών επενδύσεων μετά την πανδημία

Ουδέν κακό, αμιγές καλού: Η ενίσχυση των ιδιωτικών επενδύσεων μετά την πανδημία

Ο «μαύρος κύκνος» της πανδημίας του κορονοϊού χωρίς αμφιβολία επηρέασε αρνητικά την εξέλιξη του μεταρρυθμιστικού προγράμματος της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Πέραν των επιπτώσεων στο ύψιστο αγαθό της δημόσιας υγείας, υπήρξε δυσμενής αντίκτυπος στην οικονομική πορεία της χώρας (ανέκαθεν βασιζόμενης δυσαναλόγως στον τουρισμό). Προκλήθηκαν, όμως, από την ίδια αιτία και ορισμένες θετικές εξελίξεις, όπως η επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού της χώρας και η εξοικείωση σημαντικού μέρους του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα με σύγχρονες μεθόδους και συστήματα όπως η τηλε-εργασία και η τηλε-εκπαίδευση.

Η μέγιστη εν τούτοις ευνοϊκή εξέλιξη προκύπτει δυνητικά από την δημιουργία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, στην οποία είχε ουσιώδη συμβολή η Ελλάδα. Η χώρα μας εξασφάλισε ενισχύσεις πρωτοφανούς ύψους από το Ταμείο αυτό που συμπληρώνονται και με πρόσθετα σημαντικά ποσά, προερχόμενα από διάφορα άλλα ευρωπαϊκά προγράμματα.

Η κυβέρνηση προ ημερών ανακοίνωσε ένα καλά μελετημένο και ισορροπημένο πρόγραμμα αξιοποίησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Οι πόροι αυτοί συγκεκριμένα ανέρχονται σε 18,191 δισ. ευρώ υπό μορφή επιδοτήσεων πλέον 12,728 δισ. ευρώ δανείων λίαν χαμηλού επιτοκίου, ήτοι σύνολο 30,919 δισ. ευρώ. Πέραν των φιλόδοξων επιμέρους στόχων του προγράμματος, όπως είναι η πράσινη και η ψηφιακή μετάβαση, ο εκσυγχρονισμός της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, η ενίσχυση του συστήματος υγείας, κλπ., υψίστης σημασίας είναι ο στόχος του μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας μέσω, πρωτίστως, ιδιωτικών επενδύσεων.

Η κυβέρνηση φαίνεται να αποδέχεται την ιστορικά αποδεδειγμένη αρχή ότι διατηρήσιμος πλούτος μπορεί να προέλθει μόνο από ιδιωτικές επενδύσεις, οι οποίες προάγουν την ανταγωνιστικότητα και την εξωστρέφεια μίας χώρας, δημιουργώντας παραγωγικές και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας. Προς τον σκοπό αυτό ανακοινώθηκε ότι το σύνολο των δανειακών πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης (12,7 δισ. ευρώ, όπως προαναφέρθηκε) θα κατευθυνθεί για τη χρηματοδότηση ιδιωτικών επενδύσεων.

Συγκεκριμένα, θα παρασχεθεί χρηματοδότηση υπό μορφή χαμηλότοκων δανείων, σχεδόν μηδενικού επιτοκίου, από πλευράς Δημοσίου μέχρι του 50% του ύψους της επένδυσης κατ’ ανώτατο όριο, (και κατά μέσον όρο μέχρι του 40%), ενώ το υπόλοιπο 50% - 60% θα προέλθει από τραπεζικό δανεισμό βάσει ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων και από ίδια συμμετοχή των επενδυτών. Στους παραπάνω πόρους θα προστεθούν επιδοτήσεις προερχόμενες από άλλα ευρωπαϊκά προγράμματα για επενδύσεις στον αγροτοδιατροφικό, τον τουριστικό και άλλους τομείς, καθώς επίσης και πόροι μέσω Συμπράξεων Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ), π.χ. για βελτίωση υποδομών. Στόχος είναι το σύνολο των πόρων που θα κινητοποιηθούν να ανέλθει σε 57 δισ. ευρώ! Έτσι μπορεί να καλυφθεί μεγάλο μέρος του επενδυτικού κενού των τελευταίων δεκαπέντε περίπου ετών.

Ο οικονομικός σύμβουλος του πρωθυπουργού Αλέξης Πατέλης δήλωσε, ορθώς, ότι «το κράτος δεν ξέρει και δεν πρέπει να επιλέγει επενδύσεις». Αυτό, πράγματι, μπορεί να επιτελέσει πολύ καλύτερα ο ιδιωτικός τομέας. Εάν το κυβερνητικό σχέδιο, το οποίο έλαβε το όνομα «Ελλάδα 2.0», υλοποιηθεί με συνέπεια και ταχύτητα, θα επιφέρει ευεργετικές συνέπειες που δε θα ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθούν χωρίς τους πόρους του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης. Η δημιουργία του Ταμείου αυτού υπήρξε απάντηση στις πρωτοφανείς οικονομικές πιέσεις που προκάλεσε η αδόκητη πανδημία, για να επιβεβαιωθεί έτσι η ορθότητα της φράσεως του τίτλου : δεν υπάρχει κακό που να μη συνεπάγεται και κάτι το καλό.

* Ο Κώστας Χριστίδης είναι Νομικός - Οικονομολόγος