Όλα για την εικόνα

Όλα για την εικόνα

Του Σταύρου Κωνσταντινίδη*

Παρά τη μανιέρα του ΣΥΡΙΖΑ με την καταγγελία του παλιού συστήματος, καταφέρνει και αντιγράφει εντέλει με αριστοτεχνική μαεστρία τις χειρότερες εκδοχές του.

Συγκυβερνώντας με την εθνικιστική Δεξιά, δεν διστάζει χύδην να πακετάρει ως Ακροδεξιά και νεοφιλελεύθερη τη Ν.Δ. και χρησιμοποιώντας δάνεια κυβερνητικά πρόσωπα του πιο παλαιομοδίτικου, συντηρητικού και λαϊκιστικού ΠΑΣΟΚ δεν ντρέπεται να διεκδικεί φαντασιακά μία υποτιθέμενη σοσιαλδημοκρατική φυσιογνωμία. Όμως αυτή η διπλή γλώσσα, η επικοινωνιακή ρηχότητα και οι υποτιθέμενοι συμβολισμοί είναι σύμφυτα του τρόπου που πολιτεύεται. Όταν ο Φρανσουά Μιτεράν έλεγε ότι «η πολιτική είναι διαχείριση συμβόλων», δεν εννοούσε μάλλον τον συμβολισμό ως αβαθές και απλοϊκό μιντιακό κατασκεύασμα. Ο πραγματικός συμβολισμός κινητοποιεί τους αποδέκτες όταν το υποδηλούμενο ξεδιπλώνει με ευαισθησία μία κοινή εμπειρία, όταν εναρμονίζει προθέσεις του δημόσιου ήθους και τελικά όταν δημιουργεί την υψηλοφροσύνη ενός κινητήριου οράματος. Συμβολισμός δεν είναι η υπερφίαλη επικοινωνιακή σύσκεψη το βράδυ που καιγόταν το Μάτι, ούτε η τουριστική αυτοθέαση της Ιθάκης ως άλλος Οδυσσέας, δεν είναι οι ανεύθυνες και δακρύβρεχτες ευαισθησίες όταν στο τέλος έχεις φτιάξει το κολαστήριο της Μόριας και ούτε βέβαια η αμφιλεγόμενη χρήση προσώπων σε κυβερνητικές θέσεις, στο όνομα μίας δήθεν αμφίπλευρης διεύρυνσης.

Δεν είναι επομένως περίεργο που στον πρόσφατο ανασχηματισμό ανασύρθηκαν στρεβλωμένοι συμβολισμοί, ακόμη και στο επίπεδο της ουσιαστικής διακυβέρνησης, οι πιο εκφυλισμένες πρακτικές του παρελθόντος. Ο θεσμός του υφυπουργού νοηματοδοτείται επιτυχώς, μόνο στην περίπτωση μίας ειδικής και προκαθορισμένης πολιτικής αποστολής, με σαφείς αρμοδιότητες. Ειδάλλως ένας υφυπουργός δεν έχει λόγο ύπαρξης σε ένα σύγχρονο κράτος. Οχι μόνο δεν είναι τότε ο άμεσος βοηθός του υπουργού, όπως νομίζει ο κόσμος ή και πολλά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, αλλά συνήθως καταλήγει να έχει ανταγωνιστικές σχέσεις μαζί του, έχει ελάχιστες έως μηδαμινές σχεδόν αρμοδιότητες, δεν είναι μέλος του Υπουργικού Συμβουλίου, διαθέτει βαρύτητα πολύ μικρότερη του γενικού γραμματέα του υπουργείου, ανάλογες τελικά ενός γενικού διευθυντή, και μάλιστα όχι πάντα.

Στον πρόσφατο ανασχηματισμό, δύο υφυπουργοποιήσεις έκλεψαν την παράσταση: της Κατερίνας Παπακώστα και της Κατερίνας Νοτοπούλου, όχι τυχαία. Αλλά ακριβώς γιατί η προσχηματικότητα των τοποθετήσεων αυτών ήταν τόσο εξόφθαλμα έκδηλη.

Στο πρόσωπο της Κατερίνας Παπακώστα βρέθηκε πρόσφορο έδαφος να συμβολοποιηθεί σε έναν απολύτως ρηχό υπαινιγμό η διεύρυνση προς την καραμανλική και λαϊκή Δεξιά. Η καραμανλική Δεξιά ως αντίπαλο δέος της Ν.Δ. είναι η αγαπημένη καραμέλα όλων όσων αισθάνονται αδικημένοι εντός της Ν.Δ. και όσων αξιοποιούν την αφωνία - ανοχή του Καραμανλή. Υποκριτικές φαντασιώσεις, που επιχειρούνται να επικοινωνηθούν στην κοινή γνώμη, έστω κι αν είναι τραβηγμένες από τα μαλλιά. Μία προσφάτως διαγραμμένη βουλευτής της Ν.Δ. επιλέγει να συστρατευτεί με την κυβέρνηση, διά μέσω και της σκηνοθετημένης διαμεσολάβησης του κυβερνητικού εταίρου Καμμένου. Υπαινίσσεται η κίνηση αυτή ότι υπάρχει μία λαϊκή Δεξιά, και ότι υπάρχει και ένας καραμανλισμός, από τον οποίο η ίδια μάλιστα δηλώνει ότι αρδεύεται ιδεολογικά, παρά την πιθανή άγνοια του ίδιου του Καραμανλή. Η κυβέρνηση όμως επιχαίρει, γιατί θολώνει τα νερά με τη διάχυση αυθαίρετων συνειρμών. «Μεγάλη αναταραχή, θαυμάσια κατάσταση» έλεγε ο Μάο. Ταυτόχρονα μία δεξιά νότα στο συγκεκριμένο υπουργείο, έστω και στο χωρίς αρμοδιότητες υφυπουργείο, βολεύει την πάγια αμφίσημη γλώσσα της κυβέρνησης, σε θέματα ασφάλειας. Η κ. Παπακώστα, επικεφαλής νέου κόμματος εξάλλου, ομιλητικότατη στο γυαλί, πρόδρομος μέντορας της ακατάπαυστης πολυγνωσίας και πολυγλωσσίας της Συριζαϊκής σχολής των κυριών Καρακώστα, Αυλωνίτου κτλ., θα φρεσκάρει το προφίλ της ως άλλη λογοτεχνική ηρωίδα του Ταχτσή, θα αξιοποιήσει εκλογικά την επαφή με το πολυάριθμο προσωπικό του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη και θα θρέψει προς το παρόν τον πολιτικό ναρκισσισμό της, συνομιλώντας διακριτικώς δια τηλεοράσεως με τον Ρουβίκωνα.

Στην περίπτωση της Κατερίνας Νοτοπούλου το σενάριο κινείται σε άλλο μοτίβο. Εδώ το σημαίνον είναι το νέα, ωραία, γυναίκα, και το σημαινόμενο είναι «η εκλεκτή του βασιλέως». Η κίνηση βέβαια υπαινίσσεται πως υπάρχει πάγκος και βάθος, ότι ο Σύριζα παράγει στελέχη, ότι δίνονται ευκαιρίες ταχείας ανέλιξης στους νέους, ότι δεν υπάρχουν ηλικιακά ταμπού. Επιλέχθηκε αρχικά ως υπεύθυνη του αμφιλεγόμενου γραφείου του πρωθυπουργού στη Θεσσαλονίκη, υποσκελίζοντας έτσι το θεσμικά αρμόδιο υφυπουργείο Μακεδονίας-Θράκης και τώρα προάγεται σε αυτό, δημιουργώντας την εύλογη απορία της συνεχιζόμενης χρησιμότητας του γραφείου πρωθυπουργού. Η Νοτοπούλου αυτοπροσφέρθηκε στα social media ως θύμα σεξισμού, χωρίς να αναρωτηθεί όμως αν η ίδια η εξωκοινοβουλευτική υπουργοποίησή της, χωρίς καμία επαγγελματική και πολιτική εμπειρία, ίσως να ενέχει κάποιον πρώτο σεξισμό. Η ίδια αισθάνθηκε δυνητικά μέγιστη τιμή της, αν μπορούσε να υπηρετήσει ως καθαρίστρια, τη στιγμή που ακριβώς αυτή η ευκαιρία της δόθηκε πριν από τέσσερα χρόνια, έστω και προνομιακά, αλλά την απεμπόλησε κάνοντας στο τέλος μία άλλη δουλειά. Τελικά ο πρωθυπουργός δια της υπουργικής εκτόξευσης δημιούργησε εκ του μηδενός ένα αναγνωρίσιμο στέλεχος, με κριτήρια show biz και όχι πολιτικής.

Κάθε κίνηση της κυβέρνησης διακατέχεται από επικοινωνιακό οίστρο. Και κάθε επικοινωνιακή χειρονομία της καταλήγει σε αμοραλισμό, που όμως καθαγιάζεται ως αναγκαιότητα για την επίτευξη του τελικού στόχου, για τον οποίο νομίζει ότι εντέλλεται από την ίδια την ιστορία. Όλα κρίνονται στο μυαλό της από τις επιδιώξεις και όχι από τις επιδόσεις.

*Το άρθρο δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο της 21ης Σεπτεμβρίου