Οικονομικός πόλεμος και νομισματική ειρήνη

Της Βίβιαν Ευθυμιοπούλου

Είναι πράγματι αφελές να πιστεύουμε ότι η προσφυγή στο ΔΝΤ το 2010 θα σήμαινε και την έναρξη της αναγκαίας συζήτησης για όσα οδήγησαν τη χώρα στο δικό της αδιέξοδο, μέσα σ' ένα διεθνές περιβάλλον επιβαρυμένο από την κρίση του καπιταλιστικού συστήματος.

Αν ήμασταν σε θέση να συζητάμε, αντί να μονολογούμε παραλλήλως και να συνθηματολογούμε ασυστόλως, η καταστροφή δεν θα έπρεπε να είναι η προϋπόθεση για να ξεκινήσει η συζήτηση.

Αυτό όμως που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί ήταν ο υστερικός διχασμός στη βάση του ψευδο-διλήμματος «μνημόνιο-αντιμνημόνιο», όχι μόνο γιατί δημιούργησε μια ατμόσφαιρα αφόρητα τοξική αλλά γιατί δεν επέτρεψε σε κανένα που δημοσιολογούσε εκείνη την περίοδο να υποστηρίξει το μνημόνιο ως «αναγκαίο κακό», κάνοντας, ταυτόχρονα, σκληρή κριτική στις συνθήκες και τους όρους με τους οποίους η χώρα αναγκάστηκε να υπογράψει το 1ο μνημόνιο ή ευρύτερα στον αρνητικό ρόλο που έπαιξαν οι δανειστές όλη αυτή την περίοδο και τις τεράστιες ευθύνες που έχουν και εκείνοι για την αποτυχία του 1ου μνημονίου.

Η ελληνική κρίση ήταν καταφανώς πολυπαραγοντική αλλά οι συνθήκες διχασμού καθιστούσαν απαγορευτική κάθε σύνθετη προσέγγιση και όποιος δεν μπορούσε να ταυτιστεί τυπολογικά ως «μνημονιακός» ή «αντιμνημονιακός» κατηγορούνταν, αυτομάτως, κι από τις δύο πλευρές ως ιδεολογικά ύποπτος.

Με την αντιμνημονιακή ρητορική που ηττήθηκε πολιτικά και ηθικά κατά κράτος να είναι οριστικά πίσω μας και το βασικό πολιτικό εκφραστή της, τον ΣΥΡΙΖΑ να βρίσκεται πάλι στην αντιπολίτευση, αφού όμως κυβέρνησε για τέσσερα χρόνια, όσοι στήριξαν το μνημόνιο δηλαδή την ανάγκη η χώρα το 2010 να μην χρεοκοπήσει άτακτα μπορούν, πλέον, να μιλήσουν ανοιχτά: για την «ανηθικότητα» των δανειστών, τον καιροσκοπισμό των επικεφαλής τεράστιων οργανισμών και οργάνων, την περίφημη «διάσωση» του ελληνικού λαού που έγινε στο βαθμό που δεν έβλεπε τις κυβερνήσεις των χωρών της κεντρικής Ευρώπης, τις εμμονές της Γερμανίας, την ανεπάρκεια των αυστηρών με τη μικρή «αμαρτωλή» Ελλάδα να βάλουν όρια και φραγμούς στο διεθνές κερδοσκοπικό κεφάλαιο.

Όλους αυτούς τους προβληματισμούς, δηλαδή «τη συζήτηση που δεν έγινε» επιχειρεί να ανοίξει ο Κωνσταντίνος Γκράβας με τη δημοσίευση του βιβλίου του «Οικονομικός Πόλεμος και Νομισματική Ειρήνη - Η ελληνική οικονομική κατάθλιψη» (ΣΙΔΕΡΗΣ).

Ο συγγραφέας καλεί τον αναγνώστη σε μια σύντομη περιήγηση στην ιστορία και τον κόσμο των ιδεών ακριβώς για να τον προϊδεάσει για το γεγονός ότι το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα δομείται πάνω σε έννοιες που απασχολούν, φιλοσοφικά, την ανθρωπότητα εδώ και χιλιετίες.

Πού βοηθάει τον αναγνώστη η γνώση ότι ο,τιδήποτε συμβαίνει στα πεδία της κοινωνικής δραστηριότητας που η πολιτική τέμνεται με την οικονομία, δεν είναι απλό και τίποτα δεν είναι αυτό που αρχικά δείχνει; Μα, ακριβώς για να υποψιαστεί πως όλα όσα άκουσε τα προηγούμενα δέκα χρόνια ήταν αποσπασματικά και βαριά ιδεολογικοποιημένα και φυσικά μακριά από την αλήθεια η οποία δεν είναι άλλη από την αναγνώριση της πολυπλοκότητας του προβλήματος.

Όμως, εξίσου σημαντικό για τον Κωνσταντίνο Γκράβα είναι να αναδείξει το ρόλο των κεντρικών τραπεζών ως θεματοφύλακα της «νομισματικής ειρήνης». Βέβαια, όποιος τα τελευταία δέκα χρόνια έζησε στην Ελλάδα είναι δύσκολο να πειστεί ότι ο θώκος του κεντρικού τραπεζίτη είναι κατά βάση πολιτικός. Η υπογράφουσα θα ήθελε να  μπορούσε να στοιχηματίσει ότι σε βάθος χρόνου, ο Γιάννης Στουρνάρας και ο Μάριο Ντράγκι θα καταγραφούν ως φυσιογνωμίες της πολιτικής ιστορίας και όχι της οικονομικής. Γιατί ποιον άλλο ρόλο έπαιξαν οι κεντρικές τράπεζες από το να καλύψουν τα κενά που αφήνει η πολιτική ατολμία ή οι κακές πολιτικές επιλογές; Και έχει μια αξία να αντιληφθούμε ότι οι κεντρικές τράπεζες λειτούργησαν ως «συνήγορος των συμφερόντων» του πολίτη όταν η αιρετή εξουσία έδειχνε να παραλογίζεται. Τι άλλο από πολιτική διαδικασία είναι η «νομισματική ειρήνη» που επιφέρει η λειτουργία αλλά κυρίως οι πολιτικές πρωτοβουλίες που είναι σε θέση να πάρουν οι κεντρικές τράπεζες;

Όλα αυτά βέβαια, όσο καλές προθέσεις και να έχουν, όσο και να κρίνονται εκ των υστέρων επωφελή, απουσία της εκλογικής νομιμοποίησης είναι βαθιά προβληματικά και θα θέλαμε ο συγγραφέας αυτό να το είχε υπογραμμίσει. Ο,τιδήποτε δεν πηγάζει ευθέως από τη λαϊκή βούληση πρέπει να δηλώνεται ως φύσει προβληματικό. «Θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα». Κάποια στιγμή, μιλώντας για την ελληνική κρίση και τα μνημόνια θα πρέπει να συζητήσουμε και γι αυτό.

Αν έπρεπε να βρούμε ένα ελάττωμα στο βιβλίο του κ.Γκράβα είναι ότι καταπιάνεται μόνον ακροθιγώς και επιφανειακά με κάποια μεγάλα θέματα. Βέβαια, την ίδια στιγμή μπορεί το βιβλίο αυτό να λειτουργεί τελικά ως σχεδίασμα για μια μεγαλύτερη και βαθύτερη σύνθεση που ο συγγραφέας θα εκπονήσει σε δεύτερο χρόνο. Το ευχόμαστε γιατί κάτι τέτοιο θα είναι πραγματικά χρήσιμο για τη βιβλιογραφία.

Σε κάθε περίπτωση, διαβάζοντας το βιβλίο πολλές φορές σκεφτήκαμε ότι αν και η οικονομία οργανώθηκε ως αυτόνομο γνωστικό αντικείμενο που χρησιμοποιεί επιστημονικές μεθόδους, πάντα θα μείνει αυτό που ξεκίνησε: πολιτική οικονομία. Και θα έχει νόημα μόνον όταν το αντικείμενο της μελέτης της ξεκινά και καταλήγει στον κοινωνικό βίο ανθρώπων με σάρκα και οστά, σκέψη και θυμικό. Ο,τιδήποτε άλλο είναι κενό νοήματος.

Να το διαβάσετε.