Οι ψηφοφόροι του 2029

Οι ψηφοφόροι του 2029

Του Γιάννη Στεφανίδη*

Ο Νικόλας είναι ένα παιδί της Δ΄ Δημοτικού ετών με ειδικά χαρίσματα. Τα χαρίσματα αυτά (στον προφορικό λόγο, στις κατασκευές, στη ρομποτική, στα εικαστικά, στη μουσική) έχει ελπίδα να καλλιεργήσει σε εξωσχολικό περιβάλλον και επί πληρωμή? όπως σε εξωσχολικό περιβάλλον αφέθηκε να αντιμετωπίσει τις ειδικές του ανάγκες ως παιδί με διάγνωση στο φάσμα του αυτισμού. Το δημόσιο δημοτικό σχολείο, όπου φοιτά, δεν διαθέτει το ειδικευμένο προσωπικό, το εμπλουτισμένο πρόγραμμα και τις υποδομές, προκειμένου παιδιά σαν τον Δημήτρη να αναπτύξουν τις ξεχωριστές αρετές τους.

Ο Δημήτρης αγαπά και τα μαθηματικά. Φαίνεται ότι το ίδιο ισχύει για το σύνολο των παιδιών της τάξης του, αφού σχεδόν όλα παγίως αξιολογούνται με «Άριστα». Ήδη από τη δεκαετία του 1980, έχει επικρατήσει στη χώρα μας η υπερβαθμολόγηση των μαθητών, τάση αντιστρόφως ανάλογη με τις πραγματικές επιδόσεις τους, όπως δείχνουν τα στοιχεία των εκθέσεων PISA του ΟΟΣΑ και όπως επίσης διαπιστώνουν οι διδάσκοντες στα Τμήματα Μαθηματικών των ελληνικών ΑΕΙ.

Η τάση βαθμολογικής ισοπέδωσης προς τα άνω συνεχίστηκε, αν δεν ενθαρρύνθηκε, από την κυβέρνηση που θα κριθεί στις επερχόμενες εκλογές. Η κυβέρνηση αυτή αναίρεσε πλήρως τη δυνατότητα που είχαν παιδιά παλαιότερα να φοιτήσουν σε σχολικό περιβάλλον ενθαρρυντικό για τα χαρίσματα και την εργατικότητά τους. Επί των ημερών Μπαλτά, Φίλη και Γαβρόγλου, τα πειραματικά και τα τέσσερα πρότυπα δημόσια σχολεία από πολλές απόψεις υποβαθμίστηκαν στο επίπεδο των συμβατικών.

Αντιμετωπίζοντας την αριστεία ως «ρετσινιά» και δηλώνοντας ενδιαφέρον μόνο για τον «μέσο όρο», οι πολιτικοί προϊστάμενοι της εκπαίδευσης στέρησαν από τα ταλαντούχα παιδιά το κίνητρο της διάκρισης και, ταυτόχρονα, τη δυνατότητα να τραβήξουν αυτόν τον μέσο όρο προς τα άνω χάρη τις υψηλότερες επιδόσεις τους. Η κυρίαρχη αυτή τάση καταλήγει να επιβραβεύει την ήσσονα προσπάθεια και, εν τέλει, τη μετριότητα.

Ευτυχώς, νησίδες αριστείας επιβιώνουν στο εκπαιδευτικό μας σύστημα, κυρίως χάρη στην αφοσίωση μεμονωμένων εκπαιδευτικών? τα άτομα αυτά μάλλον δεν εκπροσωπούνται στα συνδικαλιστικά τους όργανα, τα οποία, με τη συνέργεια της πολιτείας, επιβάλλουν την αναστολή του εκπαιδευτικού έργου όποτε διεξάγονται αρχαιρεσίες ή άλλες σπουδαίες συνδικαλιστικές δράσεις.

Η κατάσταση είναι ελαφρώς καλύτερη στην τριτοβάθμια εκπαίδευση – απόδειξη το υψηλό ποσοστό εισδοχής Ελλήνων αποφοίτων σε πανεπιστήμια του εξωτερικού και οι λαμπρές τους επιδόσεις μετέπειτα. Βέβαια, το φαινόμενο αυτό, δηλαδή να εξάγουμε τα καλύτερα μυαλά της χώρας στο εξωτερικό, μπορεί να αποδοθεί σε μειωμένη ελκυστικότητα των εγχώριων μεταπτυχιακών σπουδών? κυρίως όμως οφείλεται στην έλλειψη προοπτικών για σταδιοδρομία αντάξια των ικανοτήτων και των προσδοκιών μιας κατηγορίας νέων Ελλήνων που αρνούνται να συμβιβαστούν με την τρέχουσα ελληνική πραγματικότητα.

Κι εδώ αγγίζουμε το άλλο μεγάλο πρόβλημα, το γεγονός δηλαδή ότι το οικονομικό μέλλον του 9χρονου Νικόλα, της 3χρονης αδελφής του αλλά και των αγέννητων απογόνων τους έχει υποθηκευτεί για δεκαετίες. Η δημοσιονομική αφροσύνη διαδοχικών κυβερνήσεων, οι οποίες, από τη δεκαετία του 1980, μοίρασαν δισεκατομμύρια από φορολογικά έσοδα, κοινοτικές επιδοτήσεις, κυρίως όμως χρήματα δανείων, υπό τις επιδοκιμασίες της εκάστοτε πλειοψηφίας, υποχρεώνει καθέναν από τους Έλληνες, ζώντες και αγέννητους, να επωμιστούν την εξόφληση δημόσιου χρέους με στατιστική αναλογία πάνω από 30.000 ευρώ για τον καθένα.

Σήμερα, ένα χωλό εκπαιδευτικό σύστημα που τείνει προς τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή προετοιμάζει τους αυριανούς πολίτες της χώρας μέσα σε συνθήκες οικονομικού μαρασμού, κακοδιοίκησης και γενικευμένου κυνισμού από την πλευρά τόσο των κυβερνώντων όσο και των κυβερνωμένων? σε συνθήκες όπου η οικονομική επιβίωση «των πολλών», στους οποίους αρέσκεται να αναφέρεται ο σημερινός πρωθυπουργός, συναρτάται όχι με καινοτομίες, επενδύσεις και ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας, αλλά με μια πολιτική φορολογικής αφαίμαξης και διανομής επιδομάτων φτώχειας.

Καθώς η χώρα οδεύει προς τις κάλπες έπειτα από 4,5 χρόνια υπαρκτού λαϊκισμού, η ελπίδα είναι όσο το δυνατόν περισσότεροι ψηφοφόροι να συναισθανθούν ότι, πέρα από την εξυπηρέτηση του πρόσκαιρου, ατομικού τους συμφέροντος ή την ικανοποίηση της όποιας ιδεοληψίας, φέρουν ευθύνη και για τη μοίρα αυτών που θα κρατήσουν την Ελλάδα ζωντανή και μετά από εμάς. Η ελπίδα είναι αρκετοί να αναρωτηθούν, τι μέλλον επιφυλάσσει στα παιδιά και στα εγγόνια μας η συντήρηση του σημερινού μοντέλου της χώρας? να αντιληφθούν ποιες δυνάμεις πασχίζουν να διαιωνίσουν αυτό το χρεοκοπημένο μοντέλο και ποιες, δειλά έστω, δηλώνουν πρόθεση να το αλλάξουν? και, εν τέλει, η επιλογή τους να ανοίξει τον δρόμο ώστε οι ψηφοφόροι του 2029 να μείνουν και να προκόψουν στον τόπο που γεννήθηκαν.

*Ο κ. Γιάννης Στεφανίδης είναι καθηγητής στη Νομική του Α.Π.Θ.