Οι «πάντως, κάτι γίνεται»

Απλώνονται χειρότερα κι από κορονοϊό σε γεμάτη εξέδρα χουλιγκάνων, όπου όλοι είναι αγκαλιά και τραγουδούν χοροπηδώντας επειδή πήραν το πρωτάθλημα. Ξεφυτρώνουν δέκα φορές πιο γρήγορα απ’ όσο τα μανιτάρια στο δάσος μετά από φθινοπωρινή βροχή. Ο καθένας τους πετάει δέκα παραφυάδες και κάθε μια απ’ αυτές με την σειρά της άλλες δέκα. Είναι η φυλή των «πάντως κάτι γίνεται».

Το «πάντως κάτι γίνεται» είναι το τέλος κάθε συζήτησης τους με λογικό άνθρωπο. Ξεκινούν με το «εγώ δεν τα πιστεύω αυτά», εννοώντας ότι δεν πιστεύουν στην ύπαρξη του κορονοϊού. Η απάντηση σ’ αυτό είναι σχετικά εύκολη: «Κάνε μια βόλτα από το Σωτηρία κι αύριο την ίδια ώρα ραντεβού εδώ.» Τα πλάνα από την Νέα Υόρκη ή από την Λομβαρδία και την Καταλονία μπορεί να βρουν χίλιους τρόπους να τα αμφισβητήσουν ως πλαστά ή κατασκευασμένα, αλλά τα ίδια τους τα μάτια είναι δύσκολο.

Επιλέγουν το λοιπόν να μην πάνε ως το Σωτηρία, αλλά να στρέψουν αλλού το πολυβόλο των ερωτήσεων τους: «Ναι, αλλά δεν μας λέτε από που προήλθε. Το κρύβετε.» Η κατηγορία περί εσκεμμένης απόκρυψης πληροφοριών εκτοξεύεται πρωτίστως εναντίον του δημοσιογραφικού, του επιστημονικού και πολιτικού προσωπικού. Αυτοί είναι τα μίσθαρνα όργανα της παγκόσμιας κομπίνας που έχει κλείσει πέντε δισεκατομμύρια ανθρώπους στα σπίτια τους και τσακίζει την παγκόσμια οικονομία.

Εδώ η λογική απάντηση είναι κομμάτι δυσκολότερη, πως διάολο να αποδείξεις ότι δεν κρύβεις κάτι που δεν υπάρχει; Υποχρεωτικώς, επιστρατεύεται η ισχύς των προθέσεων: «Το κρύβουμε; Και γιατί να το κρύψουμε; Έχουμε κανένα συμφέρον;» Σ’ αυτό, η απάντηση του συνωμοσιολόγου είναι ακαταμάχητη: «Α, εγώ δεν ξέρω γιατί. Εσείς ξέρετε.» Εδώ το πράγμα αγριεύει. Δεν κρύβουμε μόνο καίριες ειδήσεις για την ζωή των ανθρώπων, αλλά κρύβουμε και τις προθέσεις μας. Διπλή απόκρυψη, διπλή απειλή κατά της ανθρωπότητας.

Εκεί ο κατηγορούμενος σηκώνει τα χέρια. Κάνει μια τελευταία απέλπιδα προσπάθεια εξηγώντας ότι ο δημοσιογράφος που θα αποκάλυπτε με στοιχεία ότι ο κορονοϊός κατασκευάστηκε σε εργαστήριο θα έπαιρνε Πούλιτζερ και ο γιατρός που θα αποδείκνυε ότι τα δίκτυα 5G ευθύνονται για την διάδοση του θα έπαιρνε Νόμπελ ιατρικής. Η απάντηση είναι αφοπλιστική: «Ε, καλά τώρα…» Αυτό το μείγμα απαξίωσης και αμφισβήτησης που εμπεριέχεται στο «ε, καλά τώρα», στην πραγματικότητα υπονοεί ότι τα αφεντικά της παγκόσμιας συνωμοσίας έχουν πληρώσει τους δημοσιογράφους και τους γιατρούς περισσότερα και απ’ όσα θα έπαιρναν με ένα Πούλιτζερ ή ένα Νόμπελ. Μόνο που είναι τόσο ακραίο, ώστε δεν τολμά να το εκστομίσει ούτε ο συνωμοσιολόγος. Το πιστεύει όμως.

Η συζήτηση οδηγείται σε πλήρες αδιέξοδο, με τις δύο πλευρές να διατηρούν ακέραιες τις απόψεις τους. Τότε ο λογικός αποτολμά μιαν υπέρβαση, γνωρίζοντας ότι ο συνομιλητής του δεν επιχειρηματολογεί από ακαδημαϊκό ενδιαφέρον, αλλά διότι νιώθει μια βαθιά εσωτερική ανάγκη να μεταδώσει την αμφισβήτηση του και στους υπόλοιπους. Πράγμα εξαιρετικά επικίνδυνο, διότι αυτός που θα πιστέψει ακράδαντα ότι τον κορονοϊό τον μεταδίδει η κινητή τηλεφωνία κι όχι οι άνθρωποι, δεν θα θεωρήσει όπλα του τα γάντια, τις μάσκες και τα απολυμαντικά, αλλά τα λοστάρια για να σπάει κεραίες στις ταράτσες και για να κυνηγά λοιμωξιολόγους ή δημοσιογράφους στον δρόμο.

Οπότε ο λογικός καταλήγει σε μερικές πρακτικές προτροπές προς τον απέναντι: «Πίστευε ό,τι θέλεις, αλλά κράτα τις αποστάσεις, πλένε τα χέρια σου, μην πλησιάζεις παππουδογιαγιάδες και γενικώς να τηρείς τα μέτρα περιορισμού. Τα υπόλοιπα θα τα βρούμε κάποια στιγμή, αρκεί να είμαστε ζωντανοί.» Ξέρει ότι στην πραγματικότητα τον σφάζει, διότι ο ειλικρινής συνωμοσιολόγος δεν μπορεί να απεκδυθεί τον ρόλο του ζηλωτή. Δεν έχει νόημα να πιστεύει κάτι, αν δεν το εφαρμόζει πρακτικά κι αν δεν το διαδίδει στην κοινότητα.

Από την άλλη, ακόμα κι αν αρνείται να ακολουθήσει τις οδηγίες προστασίας του εαυτού του, δεν τολμά να διαβεβαιώσει ευθέως στον απέναντι ότι δεν κινδυνεύει να πεθάνει. Το ρίσκο του είναι μεγάλο. Οπότε πάντα, η τελευταία του καταφυγή του συνωμοσιολόγου απέναντι σε κάθε λογικό επιχείρημα ή απέναντι σε κάθε πιθανό κίνδυνο, είναι το περίφημο που ακούμε κάθε μέρα, «α, εγώ δεν ξέρω, πάντως κάτι γίνεται.» Στην πραγματικότητα του λέει «εγώ σου ανοίγω τα μάτια, αλλά πάρε εσύ την ευθύνη για τα παρακάτω». Είναι ο πιο ύπουλος απ’ όλους τους ύπουλους τρόπους για να εξωθηθεί ο γείτονας ή ο φίλος στην ανευθυνότητα, δίχως την ευθύνη αυτού το προκαλεί. Εξ άλλου, μόλις τελειώσει αυτή η συγκυρία και η παγκόσμια συνωμοσία διαψευστεί, κάποια νέα θα ανατείλει αμέσως. Έτσι ήταν πάντα ο κόσμος μας.