Οι Έλληνες μετανάστες: Λάμπρος Σκόρδας (Γαλλία)

Οι Έλληνες μετανάστες: Λάμπρος Σκόρδας (Γαλλία)

Του Κυριάκου Αθανασιάδη

Συνομιλούμε με επαγγελματίες που έφυγαν από την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια εξαιτίας της Κρίσης, άλλους λιγότερο και άλλους περισσότερο γνωστούς. Σήμερα, έχουμε τη χαρά να μιλάμε με τον Λάμπρο Σκόρδα, που επέλεξε τη Γαλλία για να ζει και να εργάζεται πλέον. Ο Λάμπρος Σκόρδας είναι οδοντίατρος και μετεγκαταστάθηκε στη Γαλλία στα πενήντα πέντε του. Διετέλεσε πρόεδρος της ΠΑΕ Άρης και εκδότης καθημερινής αθλητικής εφημερίδας.

* * *

— Αγαπητέ κύριε Σκόρδα, πείτε μας αρχικά: πόσο καιρό εργαζόσασταν στη Θεσσαλονίκη πριν αποφασίσετε να πάτε στη Γαλλία;

Λ.Σ.: Ξεκίνησα να εργάζομαι ως οδοντίατρος ελεύθερος επαγγελματίας τον Νοέμβριο του 1986, όταν και επέστρεψα από τη Γαλλία μετά από την πρώτη μου παραμονή εκεί για μεταπτυχιακές σπουδές. Δεδομένου ότι έκανα διακοπή στην εφορία στο τέλος του Δεκεμβρίου του 2015, εύκολα συνάγεται πως συμπλήρωσα έναν εργασιακό κύκλο τριάντα χρόνων πριν αποφασίσω να εγκαταλείψω εκ νέου την Ελλάδα. Μέσα σε αυτά τα τριάντα χρόνια αδιάλειπτης εργασίας ως οδοντίατρος, είχα ταυτόχρονα και άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες, όπως συνιδιοκτήτης ενός καφέ-μπαρ στον πεζόδρομο της Ικτίνου από το 1993 έως το 1999 οπότε και μεταβίβασα την επιχείρηση λόγω έλλειψης χρόνου μιας και το 1997 παντρεύτηκα, ενώ ταυτόχρονα με το ελεύθερο επάγγελμα ήμουν και υποψήφιος διδάκτορας και επιστημονικός συνεργάτης στην Οδοντιατρική Σχολή του ΑΠΘ, από το 1986 έως το 2000. Έχοντας πάντα επιχειρηματικές ανησυχίες, επίσης ασχολήθηκα ενεργά, ως επιχειρηματίας-ιδιοκτήτης στον χώρο του ημερήσιου Αθλητικού Τύπου, με την ιστορική εφημερίδα «Αθλητικά Νέα», από το 2009 έως και το 2014.

— Οπότε, δεν πρέπει να ήταν εύκολη υπόθεση. Πέραν των επαγγελματικών, είστε οικογενειάρχης και με βαθιές ρίζες στην πόλη. Παρ' όλα αυτά, ήταν επιβεβλημένη; Με άλλα λόγια, ήταν τόσο δύσκολο να συνεχίσετε σε οικείο έδαφος;

Λ.Σ.: Δεν ήταν εύκολη υπόθεση σίγουρα, και όλα αυτά τα χρόνια ουδέποτε πέρασε από το μυαλό μου η ιδέα της μετανάστευσης. Έχοντας βαθιές ρίζες στην πόλη, όπως πολύ σωστά είπατε, με έντονη κοινωνική ζωή αλλά και με την εμπλοκή μου με το ελληνικό ποδόσφαιρο, όλες οι δραστηριότητές μου είχαν πάντοτε αναφορά στη Θεσσαλονίκη, όπως βέβαια και η οικογένειά μου, η οποία παρέμεινε στην πόλη μέχρι και πριν από έναν μήνα, οπότε με ακολούθησαν, μόνιμα πλέον, στη Γαλλία. Όμως με την εξέλιξη της κρίσης, και την κορύφωσή της, μεσολάβησε μια καταιγίδα γεγονότων που κατέστησαν την παραμονή μου αδύνατη. Ήταν αναγκαίο να βρω τρόπους να αντεπεξέλθω στις οικογενειακές ανάγκες αλλά και στα ανυπέρβλητα προσωπικά προβλήματα που συσσωρεύθηκαν. Λόγω της εμπλοκής μου, ως φορολογικού υπεύθυνου, στον πτωχευμένο ποδοσφαιρικό Άρη Θεσσαλονίκης, παρόλο που δεν ήμουν ιδιοκτήτης της ομάδας —αν ήμουν, θα είχα πιθανώς και κέρδη—, αντιμετώπισα κατασχέσεις τριών ακινήτων μου και όλων των εσόδων μου από μισθώσεις ακινήτων, δεσμεύσεις τραπεζικών λογαριασμών και θυρίδων, ποινές φυλάκισης από τη μη καταβολή στο Δημόσιο των φορολογικών της πτωχευμένης πλέον ΠΑΕ, ποινές φυλάκισης από μη καταβολή εισφορών και δεδουλευμένων σε εργαζόμενους και πολλά άλλα, που με στραγγάλισαν οικονομικά. Αυτό όμως δεν αφορούσε μόνο εμένα. Σε μικρότερο ή και μεγαλύτερο βαθμό, αφορούσε και χιλιάδες άλλους επιχειρηματίες και επιχειρήσεις στη χώρα, όλα αυτά τα χρόνια. Ο περισσότερος κόσμος που έχει άλλες εργασιακές σχέσεις τα ακούει όλα αυτά, αλλά είναι δύσκολο να αντιληφθεί, αν δεν το βιώσει, τον φαύλο κύκλο στον οποίο βουλιάζουν άνθρωποι και επιχειρήσεις, έναν φαύλο κύκλο που καθιστά την επιχειρηματικότητα, αλλά και την απλή ζωή των ελευθεροεπαγγελματιών, αδύνατη, οδηγώντας στην παύση της και στην πλήρη καταστροφή όσων εμπλέκονται.

— Δεδομένου ότι φύγατε μετά το '15, να υποθέσουμε ότι έπαιξε κάποιο ρόλο η τροπή που πήραν τα πράγματα στην Ελλάδα μετά την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, ή ήταν ήδη δρομολογημένη η απόφασή σας;

Λ.Σ.: Η αλήθεια είναι πως, έως την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, ήλπιζα πως θα κατάφερνα να ανταποκριθώ στα προβλήματά μου παραμένοντας στην Ελλάδα. Όμως το οικονομικό περιβάλλον που δημιουργήθηκε ήδη από τις πρώτες μέρες της νέας κυβέρνησης και από τις κινήσεις της τους πρώτους μήνες (capital controls, τρομακτική αύξηση στη φορολογία κ.ο.κ.) διαμόρφωνε καθημερινά χειρότερες συνθήκες για ελεύθερους επαγγελματίες όπως εγώ. Το αποτέλεσμα ήταν η μείωση των εσόδων μου και από το ιατρείο, αφού η έλλειψη χρημάτων στην αγορά και στους πολίτες είχε μεταξύ όλων των άλλων σαν αποτέλεσμα και την αποφυγή των εξόδων για την οδοντιατρική υγεία σε πάρα πολλούς συμπολίτες μας — με άμεσο βέβαια επακόλουθο τη δραματική μείωση του κύκλου εργασιών και των οδοντιάτρων. Να αναφέρω εδώ πληροφοριακά, από έρευνα της Πανελλήνιας Οδοντιατρικής Ομοσπονδίας, πως ο κύκλος εργασιών τη συγκεκριμένη περίοδο μειώθηκε κατά 80% σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Ο κόσμος, οι ασθενείς μας, οι πελάτες μας δεν είχαν πλέον τα χρήματα για να καλύψουν οδοντιατρικές ανάγκες, οι οποίες από ανάγκες μετατράπηκαν σε πολυτέλεια. Το χαμόγελο «αμερικανικού τύπου» που όλοι επιθυμούσαν έτεινε να καταλήξει στο χαμόγελο με λίγα και χαλασμένα δόντια που βλέπαμε στην Ελλάδα τού 1950-1960. Το τότε επαγγελματικό μου παρόν αλλά και μέλλον, σχεδόν από την αρχή της περιόδου ΣΥΡΙΖΑ, προδιαγραφόταν, σε συνάρτηση και με τις μεγάλες μου υποχρεώσεις, ζοφερό.

— Μάλιστα. Οπότε κινητοποιηθήκατε και φύγατε. Αλλά χρειάστηκε, προφανώς, κάποια προετοιμασία προηγουμένως, έτσι δεν είναι; Ξέρατε εκ των προτέρων πού θα πάτε και πού θα δουλέψετε;

Λ.Σ.: Όχι, δεν έκανα σχεδόν καμιά προετοιμασία. Είχα πολύ καλό βιογραφικό και βγήκα στην αγορά εργασίας. Γνώριζα πως στη Γαλλία υπάρχει μεγάλη ζήτηση για οδοντιάτρους, με πολύ καλές απολαβές, και πήρα χωρίς δεύτερες σκέψεις την απόφαση να κλείσω το ιατρείο μου, μετά από τριάντα χρόνια, στα πενήντα πέντε μου, και να μετακομίσω στη Γαλλία για να εξασφαλίσω τόσο τη δική μου ελευθερία όσο και της οικογένειάς μου: η μεγάλη μου κόρη που σπουδάζει εδώ και τέσσερα χρόνια στα Γιάννενα χρειάζεται έναν μισθό για να το κάνει, η μικρή μου κόρη πρέπει να πηγαίνει σχολείο, στα αγγλικά, στο κολυμβητήριο, το καλοκαίρι πρέπει να κάνουν διακοπές — όλα αυτά… Πάρα πολλοί γνωστοί μας, ελεύθεροι επαγγελματίες, του δικού μου χώρου αλλά και άλλων, αναγκάστηκαν τα χρόνια αυτά να περικόψουν σχεδόν τα πάντα, απλώς για να επιβιώσουν.

— Πώς ήταν τα πράγματα εκεί τον πρώτο καιρό; Πέραν τής δουλειάς σας, εννοώ. Και πώς εξελίχθηκε η σχέση σας με το νέο περιβάλλον από την πρώτη σας ημέρα μέχρι σήμερα;

Λ.Σ.: Τα πράγματα ήταν ακριβώς αντίθετα από ό,τι στην Ελλάδα. Μια οργανωμένη χώρα, με όλες τις υποβοηθητικές δομές που χρειάζεται κάποιος για να ζει χωρίς άλλες έγνοιες. Σιγουριά στο εισόδημα, στην ασφαλιστική κάλυψη, στη φορολογία, στην υγεία, στην εκπαίδευση, στη μετακίνηση. Το κράτος είναι αρωγός στην προσωπική προσπάθεια και σου προσφέρει ένα περιβάλλον ασφαλές. Όλα γίνονται προγραμματισμένα και χωρίς κόπο. Μέσω ίντερνετ και τηλεφώνου διεκπεραιώνει κάποιος διαδικασίες που στην Ελλάδα χρειάζονται ατελείωτες εργατοώρες και τεράστια απώλεια προσωπικού χρόνου. Παράδειγμα απλό είναι ότι στην Εφορία εδώ και τέσσερα χρόνια πήγα μόνο την πρώτη φορά. Εκείνη τη φορά μάλιστα, ο υπεύθυνος για μένα υπάλληλος διόρθωσε υπέρ μου τη φορολογική μου δήλωση, και στη συνέχεια με συνόδεψε και με εκπαίδευσε σε όλα τα στάδια πληρωμής καθώς και υποβολής της επόμενης. Η Γαλλία είναι μια ανοικτή χώρα στους ξένους, αλλά και πολύ φιλελληνική. Τα μεγαλύτερα σημερινά της προβλήματα προέρχονται από την αθρόα άφιξη μη Ευρωπαίων μεταναστών, που συχνά δεν έχουν ιδιαίτερα προσόντα και δεν αφομοιώνονται εύκολα, είτε λόγω της μη επιθυμίας τους είτε και της αδυναμίας ενσωμάτωσης στον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής. Για μας τους Έλληνες Ευρωπαίους, η Ευρώπη είναι η μεγάλη μας πατρίδα. Δύσκολα να νιώσει κάποιος άβολα.

— Και όσο για τη δουλειά; Δεν υπάρχουν στην Ελλάδα αντίστοιχες κλινικές σαν αυτή στην οποία εργάζεστε στη Λιόν;

Λ.Σ.: Όχι, δεν υπάρχουν. Αλλά και να υπήρχαν δεν θα μπορούσαν να περιθάλψουν τον όγκο των ασθενών που έχουν ανάγκη γιατί δεν υπάρχει καμιά ασφαλιστική κάλυψη. Ο Έλληνας πληρώνει τεράστια ποσά στην κοινωνική ασφάλιση και δυστυχώς, αντίθετα με τη Γαλλία, δεν έχει καμιά οδοντιατρική κάλυψη και αδυνατεί να αντιμετωπίσει τις αντίστοιχες υψηλές οδοντιατρικές δαπάνες. Αν συνυπολογίσει κανείς τις απώλειες από τη γενική οικονομική δυσπραγία, για τους λόγους που προανάφερα, η ίδρυση τέτοιων κλινικών είναι απαγορευτική στην Ελλάδα.

— Προφανώς και η ηλικία, στην περίπτωσή σας, δεν έπαιξε ανασταλτικό ρόλο. Το λέω γιατί δεν είστε κάτω των τριάντα, όπως η πλειονότητα όσων αποφασίζουν να εγκαταλείψουν την πατρίδα για να εργαστούν στο εξωτερικό.

Λ.Σ.: Ο πραγματικός ελεύθερος επαγγελματίας, εφόσον είναι υγιής, δεν έχει ηλικία. Δεν σκέφτεται την απόσυρση, τη σύνταξη. Άλλωστε, από τον χώρο των επαγγελμάτων Υγείας, είναι πολλοί αυτοί που στην ηλικία μου εργάζονται πλέον στο εξωτερικό. Την ημέρα που έκανα διακοπή στο ΤΣΑΥ, έκαναν ταυτόχρονα άλλοι οκτώ, επίσης για να φύγουν. Στους νέους τα πράγματα είναι χειρότερα. Δεν έχουν να εξαργυρώσουν και κάποια επαγγελματική φήμη, με αποτέλεσμα να φοβούνται με τις υπάρχουσες συνθήκες να κάνουν ελεύθερο επάγγελμα. Προς επίρρωση αυτού, να πω πως το ιατρείο μου, με όλο τον εξοπλισμό μαζί με τον χώρο, το νοικίαζα προς πεντακόσια ευρώ μηνιαίως και δεν αναλάμβανε κανένας νέος οδοντίατρος να το νοικιάσει καθώς του φαινόταν αδύνατο να το πληρώνει. Με αποτέλεσμα μετά από τέσσερα χρόνια να χαρίσω τον εξοπλισμό μου στον Δήμο Θεσσαλονίκης.

— Μάλιστα… Επιγραμματικά, ποιες είναι οι πέντε μείζονες διαφορές που εντοπίζετε ανάμεσα στην Ελλάδα και στη Γαλλία αναφορικά με έναν επαγγελματία σαν εσάς;

Λ.Σ.: Η φορολογία, οι ασφαλιστικές καλύψεις, το αίσθημα της εξασφάλισης, ο σεβασμός και το σύστημα χρηματοδότησης των οδοντιατρικών δαπανών. Το ποσοστό φόρου είναι λογικό και δεν θεωρείσαι πλουτοκράτης που πρέπει να απομυζηθεί φορολογικά αν έχεις ετήσιο εισόδημα που ξεπερνά τις είκοσι χιλιάδες ευρώ, όπως συμβαίνει στη χώρα μας. Οπότε δεν διανοείσαι να φοροδιαφεύγεις και η επαγγελματική σου ζωή είναι απαλλαγμένη από τέτοιου είδους άγχη.

— Τι θα συμβουλεύατε σήμερα κάποιον Έλληνα, ανεξαρτήτως ηλικίας, που σκέφτεται το ενδεχόμενο να μετεγκατασταθεί σε μία άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης;

Λ.Σ.: Να το κάνει χωρίς δεύτερη σκέψη, εφόσον οι ανάγκες του δεν μπορούν να καλυφθούν στην Ελλάδα. Θεωρώ πως η κρίση και ιδιαίτερα τα τελευταία πέντε-έξι χρόνια έχουν αφήσει βαθιές πληγές στην ελληνική οικονομία, και θα απαιτηθούν αρκετά χρόνια, πολλή δουλειά, γενναίες αποφάσεις και θυσίες για να επιστρέψουμε πραγματικά στην κανονικότητα, γεγονός που θα αλλάξει τις συνθήκες και για την επαναδραστηριοποίηση των ελευθεροεπαγγελματιών. Παράδειγμα απλό είναι πως δεν υπάρχει σήμερα ούτε μια προσφορά χρηματοδότησης τέτοιων δραστηριοτήτων.

— Έχετε σκεφτεί το ενδεχόμενο να επιστρέφατε κάποια στιγμή; Και, αν ναι, υπό ποίες προϋποθέσεις;

Λ.Σ.: Το ενδεχόμενο επιστροφής είναι πάντα στο θυμικό. Όμως, αν δεν συντρέξουν λόγοι υγείας και μπορώ να συνεχίσω να εργάζομαι απρόσκοπτα, όπως σήμερα, δεδομένων και των προσωπικών μου μεγάλων αναγκών, δεν νομίζω πως θα επιστρέψω πριν τη συνταξιοδότησή μου, καθώς πιστεύω πως δεν θα μπορούσα να έχω τις ίδιες απολαβές. Ονειρεύομαι πάντως ως συνταξιούχος να ζω ένα μεγάλο μέρος του χρόνου στην Ελλάδα.

— Καταλαβαίνω. Αγαπητέ κύριε Σκόρδα, σας ευχαριστώ πολύ, αλλά επιτρέψτε μου, τελειώνοντας, και μία ακόμη ερώτηση. Καθώς διετελέσατε Πρόεδρος του Άρη στο ποδόσφαιρο, και μάλιστα επιτυχημένος —αν και όχι χωρίς να αφήσετε πίσω σας και εχθρούς, όπως άλλωστε όλοι οι πρόεδροι όλων των εποχών—, πείτε μου, πώς θα τα πάμε φέτος, τι βλέπετε;

Λ.Σ.: Θα μου επιτρέψετε να μη σχολιάσω. Δεν έχω λόγο. Ο δικός μου Άρης έσβησε όταν κάποιοι τον υποβίβασαν στις ερασιτεχνικές κατηγορίες και τον διέλυσαν για προσωπικό τους όφελος, επιδιώκοντας συν τοις άλλοις τη δική μου προσωπική καταστροφή. Όταν ανέλαβα, πιστός στην αρειανή μου συνείδηση, ανέλαβα και το βάρος των χρεών του Άρη από το 1991, ύψους 10 εκατομμυρίων ευρώ, τα ρύθμισα και τα εγγυήθηκα με την προσωπική μου περιουσία, καλύπτοντας όλους τους προηγούμενους υπόχρεους (Γράντα, Μαραβέλια, Κοντομηνά, Καραμπέρη, Τσαρούχα κλπ.), οι οποίοι τελικά κατέβαλαν μόνο την τελευταία δόση της ρύθμισης του Άρθρου 44, ύψους εβδομήντα χιλιάδων ευρώ… Ο Άρης που καταστρέφει τους ανθρώπους του δεν με εκφράζει και δεν τον ακολουθώ.