«Οι αγορές μας... γράφουν το νέο "Μνημόνιο"»

«Οι αγορές μας... γράφουν το νέο "Μνημόνιο"»

Σε μια συγκυρία όλο και πιο νευρικών και συννεφιασμένων αγορών λόγω του ιταλικού κινδύνου, και όχι μόνο, δεν μπορεί να υπάρξει έξοδος της Ελλάδας χωρίς προληπτική πιστοληπτική γραμμή, όπως εξηγεί στο Liberal ο Γιάννης Τσουκαλάς.

Ο καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης παρομοιάζει μάλιστα την πολιτική εμμονή της κυβέρνησης να αρνείται την προληπτική γραμμή, με τους ενοίκους ενός σπιτιού, όπου ο πάνω και κάτω όροφος έχουν πάρει φωτιά, αλλά εκείνοι δεν καλούν την Πυροσβεστική, επειδή το κόστος για το τηλεφώνημα είναι ακριβό!

Και χαρακτηρίζει τον κίνδυνο της Ιταλίας σαν τον«Ελέφαντα μέσα στο δωμάτιο», θυμίζει με νόημα ότι χώρες με παρόμοιες διαρθρωτικές αδυναμίες κινούνται μαζί σε όρους spread, και διαβλέπει ότι η κόντρα Ρώμης-Βρυξελλών και Βερολίνου, μπορεί να πάει πίσω τις αποφάσεις για το ελληνικό χρέος.

Τέλος βλέπει στις επώδυνες δεσμεύσεις του συμπληρωματικού μνημονίου, όσο και στη γλώσσα του κειμένου, μια ακόμη απόδειξη ότι οι πιστωτές δεν μας πιστεύουν, γι'' αυτό και το αποκαλεί, μια παράταση στην ουσία του υφιστάμενου προγράμματος, στο οποίο θα δοθεί απλώς ένα ωραίο περιτύλιγμα για να πουληθεί στο εσωτερικό.

Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη

– Το συμπληρωματικό μνημόνιο (SMUO) για το κλείσιμο της 4ης αξιολόγησης, θα λέγατε ότι παραπέμπει σε μια παράταση στην ουσία του υφιστάμενου προγράμματος;

Η δέσμευση για πλεονάσματα της τάξεως του 3,5% ως το 2022, δεν θα μπορούσε παρά να συνοδεύεται από ένα κείμενο δράσεων για την υποστήριξη αυτού του στόχου.

Το κείμενο του συμπληρωματικού μνημονίου περιέχει στόχους με μεγάλες λεπτομέρειες για διάφορους τομείς της οικονομικής πολιτικής αλλά και για τη συνέχιση μεταρρυθμίσεων που σε συνδυασμό με τα ήδη ψηφισμένα μέτρα, αποτελούν ένα δεσμευτικό πρόγραμμα με ελάχιστα περιθώρια αποκλίσεων.

Η γλώσσα του κειμένου δείχνει καθαρά ότι οι θεσμοί δεν πιστεύουν ιδιαίτερα στη θέρμη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να εφαρμόσει πολιτικά δύσκολες μεταρρυθμίσεις. Υπάρχει ακόμη σαφής αναφορά ότι οι δράσεις θα επικαιροποιούνται.

Αρα συμφωνώ ότι μιλάμε για συνέχιση του προγράμματος στο οποίο θα δοθεί ένα ωραίο περιτύλιγμα για να πουληθεί στο εσωτερικό.

Οι Ευρωπαίοι για ακόμη μια φορά μας φωνάζουν δυνατά ότι έχουμε έλλειμμα πολιτικής θέλησης να αναδιοργανώσουμε την οικονομία και άρα θα παραμείνουμε σε συνεχή και στενή εποπτεία.

– Και μέσα σε όλα αυτά, μεγαλώνει όλο και περισσότερο ο κίνδυνος Ιταλία…

Η Ιταλία μετά τις εκλογές και για το επόμενο 6μηνο θα βρίσκεται συνεχώς στην επικαιρότητα. Υπάρχει καταρχήν σημαντικό πολιτικό ρίσκο που πηγάζει από τη στάση την οποία θα κρατήσει η νέα ιταλική κυβέρνηση στις σχέσεις της με την Ευρωπαική Ενωση, δηλαδή αν θα είναι συγκρουσιακή ή με ένα τουλάχιστον ανεκτό βαθμό συνεργασίας.

Ακριβώς επειδή η νέα κυβέρνηση στη Ρώμη αποτελείται από κόμματα με καθαρά ευρωσκεπτικιστικό προφίλ, και τα οποία φλερτάρουν με τον λαικισμό, είναι πιο πιθανή μια στάση σύγκρουσης. Οι πρώτες τουλάχιστον δηλώσεις για τον τερματισμό της λιτότητας και την διαγραφή χρέους, θυμίζουν Ιανουάριο 2015, με την πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.

Η Ιταλία ωστόσο σε σχέση με την Ελλάδα είναι αυτό που λέμε ο «Ελέφαντας μέσα στο δωμάτιο». Και άρα οι ιταλικές απειλές έχουν μεγαλύτερο βαθμό αξιοπιστίας.

Πιστεύω ότι θα πάμε σε μια σκληρή διαπραγμάτευση, με νευρικές αγορές, όπου θα πέσει στο τραπέζι και το άλλο μεγάλο ιταλικό πρόβλημα, τα κόκκινα δάνεια. Η εκτίμησή μου είναι ότι ένας συμβιβασμός πάνω στη λιτότητα και σε μικρότερο βαθμό στο χρέος, θα είναι σημαντικά πιο πιθανό παρά το ρίσκο να φουντώσει μια νέα μεγάλη τραπεζική κρίση, ικανή να ταρακουνήσει για τα καλά το ευρωπαικό οικοδόμημα.

– Βλέπουμε ωστόσο ότι οι αγορές δεν έχουν ακόμη ενσωματώσει πλήρως τον κίνδυνο Ιταλία. Δεδομένου λοιπόν ότι οι αγορές εισπράττουν ότι οι δανειστές δεν έχουν ακόμη πειστεί για την Ελλάδα, πόσο επικίνδυνος είναι αυτός ο συνδυασμός;

Πράγματι, οι αγορές δεν έχουν τιμολογήσει πλήρως τον ιταλικό κίνδυνο για τον απλούστατο λόγο ότι ακόμη βρισκόμαστε σε επίπεδο δηλώσεων, και όχι πράξεων. Αν δεν δούμε τα πρώτα δείγματα γραφής της ιταλικής κυβέρνησης δεν μπορούμε να έχουμε πλήρη εικόνα. Το μόνο σίγουρο για το επόμενο διάστημα είναι ότι οι αγορές θα παρουσιάζουν μεγάλες διακυμάνσεις ανάλογα με τον τόνο των δηλώσεων.

Κατά τη γνώμη μου αυτό μάλλον θα επηρεάσει αρνητικά τα ελληνικά spreads, παρά θα τα αφήσει ανεπηρέαστα. Η εμπειρία κατά τη διάρκεια της κρίσης μας έδειξε ότι χώρες με παρόμοιες διαρθρωτικές αδυναμίες έτειναν να κινούνται μαζί σε όρους spread. Η συγκυρία για την Ελλάδα είναι βεβαίως πολύ κακή.

– Τούτων δοθέντων η κουβέντα για τη προληπτική γραμμή στήριξης έρχεται και επανέρχεται. Επίσημα η κυβέρνηση το διαψεύδει, ωστόσο αποκλείετε αν ενταθεί η νευρικότητα στις αγορές, να αναγκαστούμε να τη ζητήσουμε;

Καταρχήν να σας πω ότι το ιταλικό πρόβλημα είναι ο πιο βασικός παράγοντας ρίσκου για την Ελλάδα. Το λέω με την έννοια ότι μπορεί να διαμορφώσει μια κατάσταση σημαντικής έλλειψης ζήτησης για τα ελληνικά ομόλογα, μετά το πέρας του προγράμματος.

Ακριβώς δηλαδή λόγω του ιταλικού ζητήματος και μέχρι αυτό να διευθετηθεί οριστικά, οι επενδυτές θα αποφεύγουν χώρες της Ευρωζώνης με προβληματικές οικονομίες. Και θα βάζουν τα λεφτά τους σε πιο σίγουρες τοποθετήσεις, όπως χρυσός ή αμερικανικό δολάριο.

Και όλα αυτά καθώς η ελληνική οικονομία θα παραμένει αδύναμη και ασθενική λόγω αύξησης κόστους παραγωγής εξαιτίας του πετρελαίου, και χαμηλής παροχής ρευστότητας καθώς η εποχή του φθηνού χρήματος τελειώνει, ο επιτοκιακός κύκλος αλλάζει, κ.ό.κ.

Σε αυτή λοιπόν τη συγκυρία, δεν μπορεί να υπάρξει έξοδος χωρίς προληπτική πιστοληπτική γραμμή στήριξης. Είναι σαν να βρισκόμαστε σε ένα σπίτι όπου ο πάνω και κάτω όροφος φλέγονται, αλλά εμείς δεν καλούμε την Πυροσβεστική, επειδή το κόστος για το τηλεφώνημα είναι ακριβό !

– Στο θέμα με το χρέος φαίνεται ότι υπάρχει δυστοκία. Βερολίνο και ΔΝΤ απέχουν ακόμη σημαντικά στις θέσεις τους. Τι πιστεύετε ότι θα συμβεί;

Κατά τη γνώμη μου θα δοθεί μια διευθέτηση χρέους σε όρους αύξησης χρόνων αποπληρωμής δόσεων και οριακά χαμηλότερων επιτοκίων, αλλά πάντα με αυστηρούς όρους επιτήρησης, τουλάχιστον για όσα χρόνια έχουμε δεσμευτεί σε πλεονάσματα του 3,5%, δηλαδή μέχρι το 2023.

Ισως μπορέσουμε να δούμε και κάποια χαλάρωση αν υπάρξει μια νέα κυβέρνηση με σοβαρή και αξιόπιστη πρόταση για την ελληνική οικονομία. Κατά τέτοιο τρόπο ώστε να πειστούν οι δανειστές (και να πείσουν την εσωτερική τους κοινή γνώμη) ότι η ελληνική οικονομία θα μπορέσει πραγματικά να αποδώσει διαχειρίσιμα πλεονάσματα, και δεν θα χαθούν χρήματα των φορολογουμένων τους.

Υπάρχει βέβαια πάντα ο “παράγοντας Χ” που σε αυτή τη περίπτωση είναι η Ιταλία. Και απ' ότι φαίνεται, οδηγεί σε μια καθυστέρηση αποφάσεων για το ελληνικό χρέος μέχρι να δρομολογηθεί κάποιος οδικός χάρτης στο ιταλικό θέμα.

– Το λέτε με την έννοια ότι ο παράγοντας Ιταλία ενισχύει, υπό μια έννοια, τις αμφιβολίες του Βερολίνου;

Το Eurogroup του Μαΐου έδωσε μια πρώτη συμφωνία σε επίπεδο τεχνικών κλιμακίων αλλά μετέθεσε το ενδεχόμενο ουσιαστικής συμφωνίας για το Eurogroup του Ιουνίου.

Γερμανία και ΔΝΤ εξακολουθούν να έχουν αποκλίνουσες θέσεις όσον αφορά την ελάφρυνση χρέους. Η βασική διαφωνία έχει να κάνει με τις προβλέψεις του μελλοντικού ρυθμού ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή μια βασική παράμετρο για τη βιωσιμότητα του χρέους.

Οι ευρωπαικές προβλέψεις είναι πολύ πιο ευοίωνες σε σχέση με εκείνες του ΔΝΤ. Και άρα για τους Ευρωπαίους, η ικανότητα αποπληρωμής της Ελλάδας του χρέους της, είναι ισχυρότερη.

Θεωρώ λοιπόν ότι η περίπτωση να δεχτεί η Γερμανία, ελάφρυνση του ελληνικού χρέους που να προσεγγίζει και τις απόψεις του ΔΝΤ, είναι η ύπαρξη ενός όρου «conditionality».

Δηλαδή ένας ημι-αυτόματος κανόνας ώστε ο ρυθμός αποπληρωμής να συνδέεται με τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας (που φυσικά συνδέεται άμεσα με την επιτυχή εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων), αλλά ταυτόχρονα να επικαιροποιείται και από το Eurogroup, ώστε να είναι αποδεκτό και από το γερμανικό πολιτικό σύστημα.

– Τελικά η Ιταλία δυσχεραίνει μια συμφωνία για το χρέος ή τη διευκολύνει υπό την έννοια ότι οι Ευρωπαίοι δεν θέλουν να έχουν πολλά ανοικτά μέτωπα;

Οπως σας είπα παραπάνω, δεν βλέπω πως μπορούν να απομονωθούν οι δύο χώρες, και να ληφθούν ανεξάρτητες αποφάσεις. Επομένως σε πρώτη φάση το πιθανότερο είναι να δούμε μια καθυστέρηση στο ελληνικό θέμα, μέχρι να έχουμε μια πιο ξεκάθαρη εικόνα από τη διαπραγμάτευση μεταξύ ΕΕ- Ιταλίας.

Δεν νομίζω ότι το Βερολίνο θα θελήσει να ανοίξει την όρεξη και άλλων χωρών, να μιλούν και να διαπραγματεύονται, αν όχι για διαγραφή χρεών, τουλάχιστον για αλλαγή κανόνων σχετικά με τη λιτότητα. Κατά τη γνώμη μου ο παράγοντας Ιταλία, μάλλον δυσχεραίνει, παρά διευκολύνει το ελληνικό ζήτημα. Επομένως η όποια διευθέτηση χρέους, μάλλον θα γίνει με χειρότερους όρους, απ' ότι πριν μια διετία.

* Ο κ. Γιάννης Τσουκαλάς είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης.