Όχι κε Σόιμπλε

Όχι κε Σόιμπλε

Του Γιάννη Τσαμουργκέλη*

Η επαναφορά της πρότασης Σόιμπλε για την έξοδο της χώρας από το ευρώ και την υιοθέτηση εθνικού νομίσματος ήταν πλήρως αναμενόμενη. Η ανικανότητα των κυβερνήσεων -και κυρίως της σημερινής- στην προώθηση των διαρθρωτικών αλλαγών και της ταχείας δημοσιονομικής εξυγίανσης αποτελούσαν και αποτελούν το πολιτικό άλλοθι των απόψεων και δηλώσεων του, με κριτήριο την ευρωπαϊκή συνοχή μεταξύ εξίσου διαρθρωτικά και δημοσιονομικά πειθαρχημένων χωρών. Ωστόσο η καταφυγή σε εθνικό νόμισμα ώστε να ενισχυθεί η ευρωπαϊκή συνοχή και να αποκτήσει η Ελλάδα τη δυνατότητα συναλλαγματικής πολιτικής και περαιτέρω την υποτίμηση της δραχμής συνιστά οικονομολογική ελευθεριότητα αντίστοιχη με αυτή του γραφικού κου Βαρουφάκη. Η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ δεν θα ενισχύσει την ευρωπαϊκή συνοχή. Αντίθετα θα σημάνει τη απαρχή της κανονικοποιημένης συρρίκνωσης της ΕΕ με την μελλούμενη έξοδο κάθε χώρας που δεν θα αντέχει κοινωνικά και πολιτικά την κοινή ευρωπαϊκή δημοσιονομική πειθαρχία, υπό ένα καθεστώς περιορισμών ρευστότητας που επιβάλλει η ΕΚΤ σε κάθε εκτρεπόμενο κράτος-μέλος. Παράλληλα οι συνέπειες για τη Ελλάδα θα υπερβαίνουν σε κόστος οποιαδήποτε “προσφορά” οικονομικής ενίσχυσης από τη ΕΕ.

Η πρόταση Σόιμπλε συνιστά έξοδο της από το ευρώ και παραμονή εντός πλαισίου της ΕΕ με την προϋπόθεση ενός αυστηρότερου νέου μνημονίου που θα κατατείνει στην αναγκαία “προσαρμογή”, ώστε μακροπρόθεσμα να αιτηθεί την επανένταξη της στο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα.

Στο πλαίσιο αυτό η Ελλάδα εκδίδει τη νέα δραχμή συνδεόμενη με το ευρώ με προκαθορισμένη και εντός πλαισίου συναλλαγματική ισοτιμία. Σαφέστατα η νέα δραχμή θα υποτιμηθεί, γεγονός που θα αυξήσει καταλυτικά το βάρος εξυπηρέτησης των δανειακών υποχρεώσεων που θα απορροφούν μεγάλο μέρος των κρατικών εσόδων. Τυχόν διευκόλυνση της αποπληρωμής θα πρέπει να τεθεί σε διαπραγμάτευση με την ΕΕ. Η νομισματική πολιτική συνεχίζει να προσδιορίζεται σε συνεννόηση με την ΕΚΤ, γεγονός που θα επιτρέψει την ειδική ενίσχυση του εθνικού πλέον νομίσματος μέσω του TARGET και την αποτροπή της χρηματοδοτικής ανακοπής, στο μέτρο που η χώρα θα βρίσκεται εντός συμφωνίας (μνημόνιο). Το δε μνημόνιο στην περίπτωση αυτή θα αφορά σε δεσμεύσεις δημοσιονομικής, θεσμικής και εισοδηματικής προσαρμογής της χώρας, σε αντιστοιχία των γνωστών μέχρι σήμερα μνημονίων με επιπλέον δεσμεύσεις συναλλαγματικής πολιτικής.

Ο πληθωρισμός σαφέστατα αυξάνεται. Οι τράπεζες με την βοήθεια της ΕΚΤ διατηρούν δυνατότητα χρηματοδότησης και οι εξαγωγικές επιχειρήσεις ενισχύονται. Αντίθετα το κόστος των εμπορεύσιμων εισαγόμενων και των πρώτων υλών αυξάνεται τουλάχιστον κατά το ύψος της υποτίμησης, συντείνοντας σε αύξηση του κόστους λειτουργίας επιχειρήσεων και στον περιορισμό της αγοραστικής δύναμης των μισθών όσο κα την απαξία των περιουσιακών στοιχείων των Ελλήνων εντός της επικράτειας. Οι πτωχεύσεις επιχειρήσεων και νοικοκυριών και η επέκταση της ακραίας φτώχειας αποτελούν άμεσο και αναπόφευκτο συνεπακόλουθο. η συγκεντροποίηση των αγορών σε ισχυρά ολιγοπώλια θα δυσχεράνει τους όρους αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού και θα ενισχύσει την εισοδηματική πόλωση. Η μεσαία τάξη θα εξαφανιστεί. Οι δε ξένες επενδύσεις -στο βαθμό που θα επιτυγχάνονται στο διαμορφούμενο ασταθές πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον- θα γίνονται με όρους αποικιοκρατικούς.

Και όλα αυτά με δεδομένη την πλήρη απώλεια της διαπραγματευτικής δύναμης της χώρας όσο και την εκτροπή της οικονομικής και κοινωνικής ισορροπίας, ιδιαίτερα κατά την περίοδο μετάβασης στη δραχμή που θα σημάνει την επικυριαρχία του μαυραγοριτισμού και της ανεξέλεγκτης κερδοσκοπίας (σημειωτέον ότι η μετάβαση από τη δραχμή στο ευρώ απαίτησε ένα χρόνο εντατικής προεργασίας από τους δημοσιονομικούς φορείς και τις τράπεζες).

Οι συνέπειες στην πολιτική εκπροσώπηση θα είναι καταλυτικές. Η αναμενόμενη ενίσχυση των αντιευρωπαϊκών κομμάτων -με προεξέχουσα τη Χρυσή Αυγή- σαφέστατα θα δυσχεράνει τις σχέσεις μας με την ΕΕ, οδηγώντας ίσως ακόμη και στην πλήρη οικειοθελή απένταξη μας. Και όλα αυτά με τη βόμβα του προσφυγικού να σωρεύει ανεξέλεγκτες εκρηκτικές δυνάμεις ικανές να διαλύσουν τον κοινωνικό ιστό πόλεων και χωριών προκαλώντας ξενοφοβία και ρατσισμό. Είναι πρόδηλο ότι η χώρα θα βρεθεί ενώπιον κινδύνων ανακοπής της ίδιας της δημοκρατίας.

Τι από όλα αυτά αποτελούν διαχειρίσιμες καταστάσεις από τη γραφική πολιτικάντικη προσέγγιση του κου Σόιμπλε, ίσως μόνο ο γραφικός κος Βαρουφάκης μπορεί να κατανοήσει; Η λογική πάντως όχι. Και πολύ περισσότερο η εδραιωμένη δημοκρατική ευρωπαϊκή πολιτική κουλτούρα.  

* Ο κ. Γιάννης Τσαμουργκέλης διδάσκει Διεθνή Οικονομικά στο Παν/μιο του Αιγαίου. Έχει διατελέσει διευθύνων στέλεχος εταιρειών στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Διδάκτωρ Παν/μιου της Οξφόρδης.