Ο κορονοϊός, ένα άρρωστο σκυλί, και ο πραγματικός πόνος

Συμβαίνουν δύο τινά: (α΄) αυτός ο κορονοϊός απειλεί την παγκόσμια ισορροπία — αν υπάρχει κάτι τέτοιο, που μάλλον υπάρχει, και (β΄) το ένα από τα δυο μας σκυλιά έχει ένα πρόβλημα με το μάτι του και πρέπει να φοράει κολάρο για δεκαπέντε μέρες, μέχρι να του κόψει ο κτηνίατρος τα ράμματα στο βλέφαρο.

Κυνικό; Όχι. Όντως αυτά τα δύο πράγματα συμβαίνουν —γίνονται έντονα αντιληπτά από εμάς—, και συμβαίνουν ταυτόχρονα: το ’να πάνω στ’ άλλο. Και καλύπτουν ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής μας. Της ζωής του πλανήτη το πρώτο —άρα και τη δικιά μας—, και της ζωής του σπιτιού μας το δεύτερο, καθώς βέβαια ο πλανήτης δεν νοιάζεται για σκυλιά και κολάρα. Ο κορονοϊός, από τη μία, σκοτώνει ανθρώπους, βυθίζει στο πένθος οικογένειες, ανατρέπει (πελώρια) επενδυτικά σχέδια, και διακόπτει επ’ αόριστον εμπορικές, πολιτιστικές, αθλητικές και άλλες επαφές μεταξύ κρατών ή/και ηπείρων ακόμη — για να αναφέρουμε πρόχειρα μερικές από τις «παρενέργειές» του. Και αυτός ο κώνος… αυτός ο διάφανος πλαστικός κώνος δεν αφήνει τη σκυλίτσα μας να κοιμηθεί με άνεση, ενώ ταυτόχρονα την μπερδεύει, την ταράζει — και έχει κάνει τη μικρή ζωούλα της Κόλαση.

Ανάμεσα από αυτά τα δύο, συμβαίνουν και κάμποσα άλλα. Άνοιξε πάλι το MEGA, φέρ’ ειπείν, κι αυτό —λένε όσοι ξέρουν— κάτι σημαίνει για την Ελλάδα, έστω και σε συμβολικό επίπεδο (άλλωστε η Ελλάδα είναι μία συμβολική χώρα η ίδια)· ανασυντάσσεται λίγο ή πολύ ο ΣΥΡΙΖΑ, ή όσο το επιτρέπουν οι συνθήκες και οι υπαρχηγοί του· δεν μπαίνουν οι μπουλντόζες στο Ελληνικό, οπότε θα ακούσουμε ακόμη περισσότερες φορές τη στοιχειωμένη ατάκα: «Μπαίνουν μέσα στο 20__ οι μπουλντόζες στο Ελληνικό»· στο ματς προχθές ο διαιτητής κατέσφαξε τον Άρη μην καταλογίζοντας ούτε ένα, ούτε δύο, αλλά ΤΡΙΑ πέναλτι, σπάζοντας ορισμένως κάποιο στοιχειωμένο ρεκόρ· οι Δημοκρατικοί τα ’χουν κάνει μπάχαλο πέρα στα States, και ο Τραμπ πάει φουλ για μια δεύτερη θητεία (αν δεν σκοντάψει πάνω στα λεφτά του Μπλούμπεργκ, πρώτα ο Θεός, ή σε έναν από τους προσφιλείς σε εμάς Μπούτιτζετζ και Κλόμπουσαρ, αμήν Παναγία μου), οπότε ζήτω που καήκαμε· κάμποσοι φίλοι μου συζητούν με τους εκδότες τους προσπαθώντας να επιτύχουν καλύτερους όρους έκδοσης σε μια καμένη από χέρι αγορά· ακόμη περισσότεροι φίλοι και γνωστοί πασχίζουν να τελειώσουν το βιβλίο τους ή το κόμικς τους, ή ό,τι μεράκι έχουν τέλος πάντων· οι πιο πολλοί από τους ανθρώπους του «κύκλου» μου γυρίζουν σπίτι από τη δουλειά, όποτε έχουν δουλειά, φτιάχνουν καφέ κι αρχίζουν ξανά και ξανά να μετράνε τα ευρώ, γιατί άπαξ και δεν τα μετρήσεις και δυο και τρεις φορές και δεκατρείς φορές, με το μολύβι, δεν θα φτάσουν, αλλά με τίποτα όμως· άλλοι πάλι τα παρατάνε όλα, λογαριασμούς και καφέδες, και με το στομάχι σφιγμένο παρακαλάνε για ένα μεροκάματο όπου δουν να υπάρχει ένα κάποιο φως· άλλοι, όχι λίγοι, δεν καταδέχονται να εξακολουθούν να δουλεύουν για να δουν το όνομά τους απλώς κάπου τυπωμένο, θέλουν και κάνα πενηντάρικο μαζί· άλλοι ετοιμάζονται να φύγουν για έξω, κι άλλοι κάνουν τον σταυρό τους που πρόλαβαν να φύγουν από πρόπερσι· άλλοι ανεβάζουν αγγελίες στο Facebook για τα αδέσποτα ή τους φτιάχνουν φωλιές και ποτίστρες· άλλοι ανεβάζουν τραγουδάκια και αστεία memes· άλλοι απλώς δεν αντέχουν· άλλοι ερωτεύονται· άλλοι πλαντάζουν· άλλοι ακκίζονται· άλλοι, πληγωμένοι και παντέρμοι, ξερνοβολούν φαρμάκι και χολή· άλλοι σιωπούν. Και άλλοι άλλα. Και, μέσα σε όλα, το παιδί ενός καλού φίλου αντιμετωπίζει ένα μεγάλο πρόβλημα υγείας, και ο άνθρωπος είδε τον εαυτό του να μεταμορφώνεται από τη μια στιγμή στην άλλη όπως μεταμορφώνονται κι αλλάζουν στις ταινίες, και νιώθει το στήθος του να καίει και στην πλάτη του να έχει μαζευτεί ένα βάρος ασήκωτο και κακό, πιο μεγάλο κι από τη γη, που όμως πρέπει να το σηκώσει και ΘΑ το σηκώσει — γιατί μόνο έτσι πάνε αυτά. Κι άμα τον ρωτήσεις, δεν θα έχει λόγο ή όρεξη να σου πει για τον κοροναϊό και τους Κινέζους, για την παγκόσμια οικονομία και το εμπόριο, για τον Τραμπ και τον Μπλούμπεργκ, ή για το Mega Channel και τα κανάλια.

Γιατί η ζωή είναι πολλά πράγματα, πολλά πράγματα μαζί, και είναι καμωμένη από πολλές μικρές-μικρές ψηφίδες. Αν τη δεις από ψηλά, καμιά τους δεν ξεχωρίζει από την άλλη. Όμως από κάτω τους έχουν όλες τους ανθρώπους να τις κουβαλάνε, πραγματικούς ανθρώπους, με αίμα και με ανάσες, κι αυτοί ξέρουν (τα ξέρουν όλα), και νιώθουν, και νοιάζονται, και πονούν. Κι από το βάρος, καμιά φορά, δεν γίνεται να δουν παραπέρα, και ούτε θέλουν. Κι αυτό είναι έτσι, και όχι αλλιώς. Και είναι ανθρώπινο, δηλαδή ιερό. Πιο ιερό, δεν γίνεται.

Καμιά φορά, μάλιστα, είναι ακόμη και ευλογία να ’χει το σκυλί σου πρόβλημα με το μάτι, και να φοράει κώνο, και να ’ναι μπερδεμένο όλην ώρα και μέσα σε κομφούζιο, γιατί έτσι σκύβεις κι εσύ από πάνω του και το χαϊδεύεις μια στάλα πιο στοργικά, και του μιλάς στο αυτί να ξεχαστεί, όπως κι εσύ ξεχνιέσαι με τον πόνο του και το παράπονό του, και έτσι δεν βλέπεις, ή δεν σκέφτεσαι, τα άλλα, τα μεγάλα, εκείνα που μπορεί να σε εξουθενώσουν, όπως εκείνο τον πατέρα, τον φίλο σου, και το παιδί του.