Ο ελληνικός «καιάδας» της τρίτης και τέταρτης ηλικίας

Η εγκληματική ανυπαρξία καταγραφής, κοινωνικής μέριμνας και προστασίας των ανθρώπων της τρίτης και τέταρτης ηλικίας, ορμάει πάνω μας, μέσα από τις ειδήσεις του αστυνομικού δελτίου.

Η φρικώδης υπόθεση στην Αγία Σκέπη, στο  γηροκομείο-κολαστήριο της Κρήτης, που θεός ξέρει πώς λειτουργούσε τόσα χρόνια και πόσοι συνέργησαν, προκαλεί πόνο στο στομάχι. Σε μια λαϊκή γειτονιά της πρωτεύουσας μέσα σε διάστημα λίγων ωρών και λίγων μέτρων μέσα σε ένα σκηνικό απίστευτης αγριότητας  πέθαναν δυο μοναχικοί ηλικιωμένοι. Εκατοντάδες άλλοι πριν απ' αυτούς.

Μόνοι, αβοήθητοι, βασανισμένοι.

Από διαρρήκτες αλλά και φροντιστές.

Η σημαντική αύξηση του προσδόκιμου ζωής, η έλλειψη γεννήσεων μετατρέπει και την Ελλάδα σε μια χώρα γεμάτη υπερήλικες. Ζουν μόνοι τους σε αστικά κέντρα και χωριά. Κάποιοι μεταφέρονται σε οίκους ευγηρίας άλλοι σε κέντρα φροντίδας που λείπει η φροντίδα και περισσεύει ο κυνισμός κι άλλοι καταλήγουν όπως στην περίπτωση της Αγίας Σκέπη στα χέρια τεράτων.  

Ωστόσο, ακόμη και όταν υπάρχει ενεργός οικογενειακός και κοινωνικός περίγυρος, πολλές φορές από κάποιο σημείο και μετά δεν αρκεί και δεν μπορεί να παρέχει επί μακρόν τις ειδικές φροντίδες που έχουν ανάγκη οι άνθρωποι που η ζωή εξακολουθεί να ανθίζει μέσα τους παρά τη φθορά του σώματος τους.

Δεν είναι πάντα η «εγκατάλειψη» του γονέα, επιλογή. Είναι αρκετές φορές αποτέλεσμα αντικειμενικής αδυναμίας, που προκαλεί και τύψεις και ενοχές και συντριβή. Δεν είναι όλοι οι ηλικιωμένοι «παρατημένοι» από παιδιά και εγγόνια. Αλλά όλοι οι παρατημένοι ηλικιωμένοι πρέπει να γίνουν «παιδιά» του κοινωνικού κράτους.

Η χώρα μας σημειώνει δραματική υστέρηση σε όσα περικλείει ο όρος γήρανση, διαγενεακή αλληλεγγύη, κοινωνική προστασία. Εν μέρει λογικό, καθώς για πολλές δεκαετίες εντός των οικογενειών τίθεντο με αυστηρότητα και το χρέος και οι όροι αυτής της αλληλεγγύης προς του γηραιότερους. Πολλές φορές στα όρια καταναγκασμού.

Απωλέσαμε και λογικό τα παραδοσιακά πατήματα αλληλεγγύης μεταξύ των γενεών χωρίς να τα αντικαταστήσουμε με σχέδιο, εκπαίδευση, κουλτούρα.  Το σχέδιο αναμφισβήτητα χρειάζεται πολλούς οικονομικούς  πόρους και πολλούς ανθρώπους. Εκπαιδευμένους αλλά και ανθρώπους – φροντιστές που ίσως να διαθέτουν ελάχιστη από την ευψυχία ενός Δημήτρη Καμπανάρου. Ελάχιστοι πλην των οικείων και των φίλων του ίσως θυμούνται τον τραγικό αυτόχειρα, ιδιοκτήτη του οίκου φροντίδας ηλικιωμένων στον Αγ. Στέφανο που αισθάνθηκε ότι επειδή κόλλησε κορονοϊό απέτυχε να προστατέψει τους ανθρώπους που τον εμπιστεύτηκαν.

Ο Δημήτρης Καμπανάρος κουβάλησε στη χώρα τις σπουδές και τις ειδικές του γνώσεις. Εφάρμοσε σύγχρονα προγράμματα εργοθεραπείας, νοητικής ενδυνάμωσης, δημιουργικής απασχόλησης προκειμένου όπως έλεγε, να αλλάξει το αρνητικό στερεότυπο αδυναμίας και ανικανότητας που επικρατεί στην κοινή γνώμη για την τρίτη και τέταρτη ηλικία. Στη δική του «Αγία Θάλπη» το μότο ήταν «η ψυχή δεν γερνάει ποτέ» αλλά φρόντιζε με γονεϊκή αγάπη τα γέρικα σώματα. Δεν έχω την αφέλεια να πιστεύω ότι η Αγία Θάλπη μπορεί να γίνει ο κανόνας. Αλλά τον κανόνα να μην υπάρξει ποτέ ξανά Αγία Σκέπη θα τον επιβάλει με άτεγκτο τρόπο η πολιτεία. Ξηλώνοντας κάθε κρίκο αυτής της αλυσίδας απανθρωπιάς. Οι «γέρικες ρίζες» πρέπει να γίνουν πάλι μέρος της αξίας της, των αξιών της ζωής της και της προόδου της χώρας. Ας τους εντοπίσουμε μέσα από την πλατφόρμα εμβολιασμού κι ας τους εντάξουμε σε προγράμματα ουσιώδους προστασίας. Η τεχνολογία μας δίνει τα όπλα.