Ο εφευρέτης, ο καταδότης και η Κατιούσα

Ο εφευρέτης, ο καταδότης και η Κατιούσα

Το ημερολόγιο έγραφε 11 Ιανουαρίου 1938, ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος θα ξεσπούσε τρία σχεδόν χρόνια αργότερα. Η ναζιστική Γερμανία εξοπλιζόταν εντατικά, η Ε.Σ.Σ.Δ. προσπαθούσε μέσω συμφωνιών να μοιράσει προς όφελος της τις σφαίρες επιρροής στην κεντρική Ευρώπη. Την ίδια στιγμή, η μία μετά την άλλη, οι αμαξοστοιχίες έφυγαν από την Ε.Σ.Σ.Δ. προς την Γερμανία, φορτωμένες με ορυκτά καύσιμα, σίδερο, ατσάλι, κάρβουνο, τροφοδοτώντας την γερμανική πολεμική βιομηχανία και οικονομία.

Ήταν μία παγωμένη ημέρα, όταν ο Γκεόρκι Λανγκεμάκ, τερμάτισε την γήινη διαδρομή του με μία σφαίρα στον σβέρκο.

Πιθανόν το όνομά του να μην λέει τίποτα στον σημερινό Έλληνα αναγνώστη, ωστόσο ο Γκεόργκι Λανγκεμάκ ήταν επιφανής μηχανικός και ο εφευρέτης του πολλαπλού εκτοξευτή πυραύλων Β-13 και ήταν ένας από τους πρωτοπόρους της διαστημικής επιστήμης. Η «Κατιούσα», η θρυλική Κατιούσα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, θαυμάστηκε, υμνήθηκε και κατέλαβε μία ξεχωριστή θέση στην ιστορία των πολέμων.

Ποια ήταν όμως η ζωή και η τραγική μοίρα του εφευρέτη της;

Ο Γκεόργκι Λάνγκεμακ είχε πατέρα Γερμανό και μητέρα Σουηδή. Οι γονείς του ήταν καθηγητές ξένων γλωσσών, δίδασκαν Γερμανικά και Γαλλικά, γλώσσες που μαζί με τα Ρωσικά ήταν τα εργαλεία επικοινωνίας του γιου τους.

Αφού τελείωσε το γυμνάσιο, κατά την διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, αποφασίζει να μελετήσει Ιαπωνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Πετρούπολης. Δεν πρόλαβε όμως να πραγματοποιήσει το όνειρό του και κλήθηκε να υπηρετήσει στον στρατό. Αποφοίτησε το 1917 από την Σχολή Ανθυπασπιστών αριστούχος. Κατά την διάρκεια των τραγικών γεγονότων του Οκτωβρίου του 1917, όταν οι συνωμότες Μπολσεβίκοι κατέλαβαν δια της βίας την εξουσία, φοιτούσε στην Σχολή Αξιωματικών και στην συνέχεια υπηρέτησε σε μονάδες της Φιλανδίας. Αιχμαλωτίστηκε από τους Γερμανούς και απελευθερώθηκε με την Συμφωνία του Μπρεστ- Λιτόφσκ.

Τον Μάρτιο του 1918 αποστρατεύτηκε και επέστρεψε στο Λουγκάνσκ, την ιδιαίτερη πατρίδα του. Αποφάσισε να επιστρέψει στις σπουδές του και το 1918 γράφεται στο Α’ έτος της Κλασσικής Φιλολογίας. Ο κόσμος γύρω του καιγόταν, μαινόταν ο Εμφύλιος πόλεμος στην Ρωσία και είχε ξεδιπλωθεί η κόκκινη τρομοκρατία, αλλά αυτός ήθελε να μελετήσει Αρχαία Ελληνικά και Λατινικά!

Μα και η δεύτερη απόπειρα του, να αφοσιωθεί στην επιστήμη, κατέληξε σε αποτυχία. Επιστρατεύεται ξανά. Αυτή την φορά στον Κόκκινο στρατό. Το 1919, αυτός ο πολύγλωσσος εκλεπτυσμένος νεαρός, ο οποίος ενδιαφερόταν για την ιαπωνική ποίηση και τον πολιτισμό της ελληνικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας, είναι πλέον αξιωματικός στην μαρτυρική Κροστάνδη, διοικητής του φρουρίου της. Παράλληλα, επί ενάμιση χρόνο παραδίδει μαθήματα γραμματικής στους ναύτες του στόλου.

Ακολουθεί η περιβόητη εξέγερση της Κροστάνδης και η καταστολή της.

Ο Γκεόργκι Λάνγκεμακ, συλλαμβάνεται και καταδικάζεται με συνοπτικές διαδικασίες σε θάνατο δια τουφεκισμού από τους εξεγερμένους ναύτες. Ήταν μόλις 20 χρονών, αλλά κράτησε μία στάση αξιοπρεπή, ανάλογη της παιδείας αλλά και της τιμής του αξιωματικού.

Μετά την καταστολή, ως εκ θαύματος, απελευθερώνεται. Όσο βρισκόταν στην φυλακή και περίμενε το τέλος του, ένας άλλος νέος, κατά πέντε χρόνια μεγαλύτερός του, διοικεί τα στρατεύματα που κατέστειλαν την εξέγερση και ο οποίος θα εκτελεστεί ένα χρόνο νωρίτερα από αυτόν. Ήταν ο μελλοντικός στρατάρχης Τουχατσέφσκι.

Το 1923 βρίσκει τον Γκεόρκι Λάνγκεμακ υποδιοικητή πυροβολικού στο φρούριο της Κροστάνδης. Χωρίς να υποπτεύεται τίποτα, του έχουν απομείνει να ζήσει μόλις 16 χρόνια.

Από το 1923 μέχρι το 1928 φοιτά στην Στρατιωτική Ακαδημία Μηχανικού του Κόκκινου στρατού και στην συνέχεια διορίζεται στο Γεωδυναμικό Εργαστήριό της, όπου και σχεδίαζε τον εκτοξευτήρα πολλαπλών βλημάτων.

Το 1932 ο Λανγκεμάκ, ουσιαστικά, είχε ολοκληρώσει τον σχεδιασμό των εκτοξευτήρων PC-82 χιλιοστών και PC-132 χιλιοστών, οι οποίοι αποτέλεσαν, στην συνέχεια, την βάση για την δημιουργία της «Κατιούσας».

Το 1933 έγιναν οι επίσημες δοκιμές των εκτοξευτήρων στην στεριά, σε σκάφη του πολεμικού στόλου και σε αεροσκάφη της πολεμικής αεροπορίας. Συνολικά, δοκιμάστηκαν 9 τύποι εκτοξευτήρων.

Το 1937 ο Λάνγκεμακ και ο Κλεϊμιόνοφ τιμήθηκαν με το κρατικό βραβείο για το σχεδιασμό νέων τύπων εξοπλισμού. Στην συνέχεια εκτελέστηκαν και οι δύο.

Η απόφαση της Τρόικας, από 31 Δεκεμβρίου 1937 βασίστηκε στο πρακτικό μίας και μοναδικής ανάκρισης και ενός σημειώματος που κατέθεσε ο αντικαταστάτης του Λάνγκεμακ.

Αξίζει να σημειωθεί ότι παρά τα φρικτά βασανιστήρια που υπέστη και τους ψυχολογικούς εκβιασμούς για την τύχη της οικογένειάς του, ο Λάνγκεμακ, αρνήθηκε να ομολογήσει, όπως αρνήθηκε να καταθέσει εναντίον των συναδέλφων του.

Ανακριτής του Λάνγκεμακ, ήταν ο 28χρονος ανθυπολοχαγός του Λαϊκού Κομισαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων (N.K.V.D.) Μιχαήλ Νικολάγιεβιτς Σεστακόφ (είναι εκείνος που, αργότερα, κατά την ανάκριση θα σπάσει το σαγόνι του διαπρεπούς επιστήμονα και πατέρα του σοβιετικού διαστημικού προγράμματος Σ. Π. Κορολιόφ).

Οι Γκλουσκό και Κορολιόφ, θα επιβιώσουν, περνώντας ένα μεγάλο μέρος της ζωής τους σε στρατόπεδα καταναγκαστικών έργων και σε «απόρρητα στρατόπεδα» για επιστήμονες που έμειναν γνωστά ως «Σαράσκι».

Ο Λάνγκεμακ, θα εκτελεστεί την ημέρα ανακοίνωσης της ποινής του, στο υπόγειο του κτιρίου της Στρατιωτικής Διοίκησης Μόσχας που βρισκόταν στην λεωφόρο Στράσνι. Δεν είχε κλείσει καν τα σαράντα του χρόνια.

Εκείνος που τον κατέδωσε και πήρε την θέση του, θα κλέψει την εφεύρεση της Κατιούσας και θα παρασημοφορηθεί.

Ο δολοφόνος, ουσιαστικά, του Λάνγκεμακ, του Κλεϊμιόνοφ, του Γκλουσκό, του Κορολιόφ, είναι γνωστός. Πρόκειται για το μέλος της Ακαδημίας Επιστημών Κόστικοφ, ο πολυπαρασημοφορημένος «επιστήμονας», ο οποίος πέθανε από φυσικά αίτια και ο τάφος του βρίσκεται στην Μονή Νοβοντεβίτσι στην Μόσχα.

Για τον Κόστικοφ, ο σημερινός αναγνώστης μπορεί να βρει στοιχεία στις επίσημες ιστοσελίδες της Ρωσίας «Ήρωες της χώρας» και της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών.

Έχει ενδιαφέρον να δούμε τι αναφέρει η εισαγγελία στο πόρισμά της το 1955, όταν εξέτασε την υπόθεση του Λάνγκεμακ μετά από αίτημα της συζύγου του για την αποκατάστασή του: «Ο Κόστικοφ ήταν επικεφαλής της επιτροπής ειδικών, η οποία παρέδωσε στα όργανα του Λαϊκού Κομισαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων, γνωμοδότηση για την επιζήμιο χαρακτήρα της δράσης των μηχανικών Γκλουσκό και Κορολιόφ». Ήταν ο ίδιος που, ουσιαστικά, τράβηξε την σκανδάλη για να συναντήσουν τον θάνατο οι Λάνγκεμακ και Κλεϊμιόνιοφ.

Η σύζυγος του Λάνγκεμακ, (εξαιτίας της οποίας τον διέγραψαν από το κόμμα) ως γόνος αριστοκρατικής οικογένειας και Μέλος Οικογένειας Προδότη της Πατρίδας, εξορίστηκε στο Καζακστάν, αλλά θα ζήσει μέχρι το 1972 και 17 χρόνια μετά την αποκατάσταση του συζύγου της, θα ταφεί δίπλα στον ομαδικό τάφο, όπου βρίσκονται τα κόκαλά του.

Ο αδελφός του Λάνγκεμακ, δάσκαλος, εκτελέστηκε. Οι δύο κόρες του πήγαν σε ορφανοτροφείο, απ’ όπου η γιαγιά τους κατάφερε να τις πάρει και να μείνουν μαζί της στο Λένινγκραντ.

Τα άρθρα και τα βιβλία του Λάνγκεμακ θα αποσυρθούν από την κυκλοφορία και θα καταστραφούν.

Το 1936 ο Λάνγκεμακ θα ολοκληρώσει τους υπολογισμούς τους για την έξοδο στην τέταρτη διάσταση. Το έργο του αυτό το έδειξε στον καλό του φίλο, συγγραφέα Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ. Ο Μιχαήλ Αφανάσιεβιτς, διάβασε το κείμενο του φίλου του και υπό την επίδραση της μεγάλης εντύπωσης που του είχε κάνει, συμπεριέλαβε την φημισμένη σκηνή «Ο μεγάλος χορός του Σατανά» στο κορυφαίο του μυθιστόρημα «Μαιτρ και Μαργαρίτα».

Μέχρι σήμερα παραμένει άγνωστο που βρίσκεται αυτό το μέρος του αρχείου του σπουδαίου αυτού επιστήμονα με το τραγικό τέλος.

Το 1970 η Διεθνής Ένωσης Αστρονομίας, έδωσε το όνομα του Λανγκεμάκ σε ένα κρατήρα στην σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού.

Το 1991, με απόφαση του τότε προέδρου της Ε.Σ.Σ.Δ. Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ο Λάνγκεμακ, τιμήθηκε με το παράσημο του Ήρωα σοσιαλιστικής εργασίας, μετά θάνατον.