Ο Δ. Βαγιανός του LSE στο Liberal: Η Ελλάδα είτε θα μεταρρυθμιστεί είτε θα αποχωρήσει από το ευρώ

Ο Δ. Βαγιανός του LSE στο Liberal: Η Ελλάδα είτε θα μεταρρυθμιστεί είτε θα αποχωρήσει από το ευρώ

Το πρωτεύον στην Ελλάδα ήταν και είναι οι μεταρρυθμίσεις, όχι το χρέος. Αν πραγματοποιηθούν βαθιές μεταρρυθμίσεις, καταρχήν σε φορολογικό, ασφαλιστικό, αγορές προϊόντων, και δικαιοσύνη, τότε η οικονομία θα αναπτυχθεί με ταχείς ρυθμούς και το χρέος δεν θα είναι σημαντικό βαρίδι. Αν αντιστρόφως οι μεταρρυθμίσεις δεν πραγματοποιηθούν, τότε η οικονομία θα σέρνεται και ενδεχομένως να υπάρξει συμφωνία εξόδου από το ευρώ με αντάλλαγμα μια μείωση του χρέους, όπως αυτή που είχε προτείνει ο κ. Schaeuble σε διάφορους Έλληνες υπουργούς Οικονομικών. Με άλλα λόγια, είτε με τον ένα, είτε με τον άλλο τρόπο, το θέμα του χρέους, στο τέλος θα λυθεί! Τα λόγια είναι του Δημήτρη Βαγιανού, καθηγητή Χρηματοοικονομικών στο London School of Economics, που με αφορμή και την έκδοση του νέου του βιβλίου μιλά στο Liberal για τις μεταρρυθμίσεις που επείγουν, ώστε να ξεφύγει η Ελλάδα από τη λιτότητα, και καταθέτει ρηξικέλευθες προτάσεις.

Όπως για παράδειγμα να μετατραπεί το ασφαλιστικό σε σύστημα πολλαπλών πυλώνων, όπου οι κρατικές συντάξεις (και οι αντίστοιχες εισφορές) θα ανέρχονται στο μισό περίπου των τωρινών και θα συμπληρώνονται από ιδιωτικές ή και επαγγελματικές συντάξεις, με τις τελευταίες να είναι συνάρτηση των αποταμιεύσεων, χωρίς μεταφορές μεταξύ γενεών ή επαγγελμάτων. Στη δικαιοσύνη, προτείνει αξιολόγηση των δικαστών με βάση την ποιότητα όλων των προγενέστερών τους αποφάσεων, και στην εκπαίδευση, οι πόροι που δίνει το κράτος στα πανεπιστήμια να είναι συνάρτηση των επιδόσεών τους σε έρευνα (διεθνείς δημοσιεύσεις) και διδασκαλία.

Μιλά για την ανάγκη να ανοίξουν επιτέλους οι αγορές πριόντων αντί να κλείνουν με κινήσεις οπισθοδρόμησης (πρόσφατο παράδειγμα το νομοσχέδιο για τα ταξί), αλλά και για τις ιδιωτικοποιήσεις που πρέπει να εξασφαλίζουν τον μέγιστο δυνατό ανταγωνισμό όχι μόνο κατά την πώληση αλλά, κυρίως μετά από αυτήν, αποφεύγοντας τη δημιουργία στη θέση των κρατικών μονοπωλίων, ολιγοπωλιακών αγορών με μεγάλα κέρδη. Χαρακτηρίζει επίσης φιλόδοξο το φετινό στόχο για την ανάπτυξη, και παραπλανητική τη συζήτηση για καθαρή έξοδο από το Μνημόνιο, ενώ εκφράζει την ανησυχία του για τη στάση της νέας γερμανικής κυβέρνησης απέναντι στην Ελλάδα καθώς ακόμα και καλοπροαίρετοι σχολιαστές εκφράζουν σοβαρές αμφιβολίες για το κατά πόσο η χώρα μπορεί να μεταρρυθμίσει την οικονομία της και να βγει από την κρίση.

Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη

Το βιβλίο που έχετε επιμεληθεί μαζί με πλειάδα οικονομολόγων, τιτλοφορείται "Πέρα από τη Λιτότητα: Για μια Νέα Δυναμική στην Ελληνική Οικονομία". Βλέπετε κοντά το τέλος της λιτότητας; Και ποιες μεταρρυθμίσεις είναι οι πιο επείγουσες ;

Με τον τίτλο αυτό δεν θέλουμε να υπονοήσουμε ότι έχουμε φτάσει στο τέλος της λιτότητας. Θέλουμε αντίθετα να τονίσουμε ότι για να αποκτήσει η ελληνική οικονομία μια βιώσιμη αναπτυξιακή δυναμική, και να ξεφύγει από τη λιτότητα, πρέπει να πραγματοποιηθούν βαθιές αλλαγές. Στο βιβλίο εξετάζουμε πολλές από αυτές. Σε αντίθεση με προηγούμενες μελέτες, εστιάζουμε σε μικροοικονομικά και θεσμικά θέματα γιατί θεωρούμε ότι αυτά είναι θεμελιώδη και καθορίζουν την μακροοικονομική εικόνα σε βάθος χρόνου. Εξετάζουμε το θεσμικό πλαίσιο και τα συνεπαγόμενα οικονομικά κίνητρα σε πολλούς τομείς της οικονομίας, από τις αγορές προϊόντων και εργασίας, μέχρι το εκπαιδευτικό σύστημα και το σύστημα απονομής δικαιοσύνης, και από το φορολογικό και το ασφαλιστικό σύστημα μέχρι τις τράπεζες και τις ιδιωτικοποιήσεις.

Ας σταθούμε στην πολιτική υπερφορολόγησης που αποτελεί συνειδητή επιλογή της κυβέρνησης, και δεν μας έχει επιβληθεί από τους δανειστές. Τι πρέπει να γίνει ;

Χρειάζεται επανασχεδιασμός του φορολογικού συστήματος ώστε η παραγωγή (εργασία και κεφάλαιο) να φορολογείται λιγότερο και η κατανάλωση περισσότερο. Δηλαδή χαμηλότεροι φορολογικοί συντελεστές στα εισοδήματα και στα εταιρικά κέρδη, και υψηλότεροι συντελεστές ΦΠΑ. Συγχρόνως να απλοποιηθεί το φορολογικό σύστημα, για παράδειγμα όλα τα εισοδήματα να φορολογούνται με τον ίδιο συντελεστή ανεξαρτήτως προέλευσης. Οσο για το ασφαλιστικό σύστημα, πρέπει επιτέλους να αλλάξει η σημερινή του μορφή, όπου το κράτος καλύπτει σχεδόν το 100% των συντάξεων. Χρειάζεται να μετατραπεί όπως σε πολλές χώρες του εξωτερικού, σε σύστημα πολλαπλών πυλώνων, όπου οι κρατικές συντάξεις (και οι αντίστοιχες εισφορές) θα ανέρχονται στο μισό περίπου των τωρινών και θα συμπληρώνονται από ιδιωτικές ή και επαγγελματικές συντάξεις-με τις τελευταίες να είναι συνάρτηση των αποταμιεύσεων, χωρίς μεταφορές μεταξύ γενεών ή επαγγελμάτων. Σε ένα σύστημα πολλαπλών πυλώνων, οι εισφορές που ένας εργαζόμενος θα πληρώνει για την ιδιωτική του σύνταξη θα του "ανήκουν", ως μέρος του ατομικού του συνταξιοδοτικού λογαριασμού, και επομένως θα αντιμετωπίζονται ως αποταμίευση και όχι ως φόρος στην εργασία. Θα μπορούν μάλιστα να επιδοτούνται από το κράτος, π.χ. με το να καταβάλλονται από το μεικτό και όχι το καθαρό εισόδημα, όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ, στη Βρετανία, και σε πολλές άλλες χώρες με σύστηματα πολλαπλών πυλώνων.

Ο αντίλογος βέβαια εδώ είναι ότι η μετάβαση σε ένα σύστημα πολλαπλών πυλώνων θα πλήξει τους σημερινούς συνταξιούχους, καθώς και όσους πληρώνουν σήμερα μέσω των εισφορών τους για τις συντάξεις των σημερινωλν συνταξιούχων…

Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που η μετάβαση πρέπει να γίνει σταδιακά, ώστε να μην πληγούν υπέρμετρα οι υπάρχοντες συνταξιούχοι, αλλά και η γενιά που πληρώνει για τις συντάξεις τους με τις εισφορές της (καθώς θα πρέπει να αποταμιεύσει και για μέρος των δικών της συντάξεων). Μια έξυπνη και εφαρμόσιμη λύση είναι τα λεγόμενα "ομόλογα αναγνώρισης" τα οποία το κράτος παρέχει σε αυτούς που πληρώνουν εισφορές ως κομμάτι της μελλοντικής τους σύνταξης. Έτσι δημιουργούνται σταδιακά ατομικοί συνταξιοδοτικοί λογαριασμοί, οι οποίοι στο μέλλον θα διαθέτουν και πραγματικές αποταμιεύσεις σε μετοχές και άλλες αξίες. Να τονίσω ότι ένα σύστημα πολλαπλών πυλώνων θα τονώσει την αποταμίευση, η οποία είναι πολύ χαμηλή στη χώρα μας. Αυτό θα έχει ευεργετικές συνέπειες για το κόστος κεφαλαίου των ελληνικών επιχειρήσεων (το οποίο είναι αντίστοιχα υψηλό). Η μετατόπιση του φορολογικού βάρους από την παραγωγή στην κατανάλωση επίσης θα τονώσει την αποταμίευση.

Άρα, αυτό που λέτε, είναι ότι δίχως αλλαγές στο φορολογικό και στο ασφαλιστικό σύστημα δεν πρόκειται ποτέ να μειωθούν τα ισχυρά αντικίνητρα στην παραγωγή…

Με το παρόν σύστημα αν μια επιχείρηση αυξήσει την αμοιβή ενός εργαζομένου που αμοίβεται με 30.000 ευρώ το χρόνο, ο εργαζόμενος θα λάβει λιγότερο από το… ένα τρίτο του ποσού που θα πληρώσει η επιχείρηση, ενώ τα δύο τρίτα θα τα λάβει το κράτος μέσω φόρων και ασφαλιστικών εισφορών. Η μείωση των φορολογικών συντελεστών για το εισόδημα θα μειώσει τα αντικίνητρα. Το ίδιο ισχύει και για τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών: Επειδή με το υπάρχον σύστημα οι εισφορές έχουν μικρή σχέση με τις συντάξεις, αντιμετωπίζονται ως φόρος στην εργασία. Η υπερφορολόγηση αποτρέπει τη δημιουργία θέσεων εργασίας, ιδιαίτερα για εξειδικευμένο προσωπικό όπου οι απαιτούμενες αμοιβές ειναι υψηλότερες. Για αυτούς τους ανθρώπους οι ευκαιρίες στην Ελλάδα θα παραμένουν λίγες η φυγή στο εξωτερικό μια ελκυστική λύση.

Σύμφωνοι, αλλά για να πάρει μπροστά η οικονομία, αρκεί μόνο η μείωση των φόρων ; Τόσα χρόνια ακούμε για παράδειγμα για το άνοιγμα των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών, αλλά βλέπουμε κινήσεις προς την αντίθετη κατεύθυνση. Τι πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα από το πρόσφατο νομοσχέδιο για τα ταξί, που κλείνει αντί να ανοίγει την αγορά…

Η μείωση των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών θα δώσει μια ισχυρή ώθηση στις επενδύσεις. Είναι απαραίτητο όμως επενδύσεις να πραγματοποιηθούν όχι μόνο από τους υπάρχοντες παίκτες αλλά και από νέους, ώστε ολιγοπωλιακές αγορές να καταστούν πιο ανταγωνιστικές. Από την έναρξη της κρίσης έχουν γίνει προσπάθειες να ανοίξουν οι αγορές προϊόντων και να μπουν νέοι παίκτες, ωστόσο έχουν υπάρξει και κινήσεις οπισθοδρόμησης (με πρόσφατο παράδειγμα το νομοσχέδιο για τα ταξί). Το άνοιγμα των αγορών προϊόντων είναι μια πολύπλοκη διαδικασία που απαιτεί μείωση ρυθμιστικών αλλά και πρακτικών εμποδίων. Ένα μέτρο προς αυτή την κατεύθυνση είναι η δημιουργία μιας καλά στελεχωμένης ανεξάρτητης αρχής για την αξιολόγηση των οικονομικών επιπτώσεων υπαρχόντων και νέων ρυθμίσεων, και την κατάργηση αυτών που δεν προάγουν τον ανταγωνισμό. Τέτοιες αρχές υπάρχουν σε πολλές χώρες όπως σε ΗΠΑ, Βρετανία, Αυστραλία, Ολλανδία, κά.

Συγγενές μέτρο με το άνοιγμα των αγορών, όσον αφορά την αποτελεσματικότητά του, δεν είναι και οι ιδωτικοποιήσεις ; Το ρωτώ επειδή πολλοί τις αντιμετωπίζουν λανθασμένα, απλά ως ένα εργαλείο απομείωσης του χρέους…

Το βασικό όφελος των ιδιωτικοποιήσεων είναι η μείωση του πελατειακού κράτους. Οι ιδιωτικοποιήσεις όμως μπορούν να λειτουργήσουν και ως εργαλείο για το άνοιγμα των αγορών αρκεί ο σχεδιασμός τους να εξασφαλίζει τον μέγιστο δυνατό ανταγωνισμό όχι μόνο κατά την πώληση αλλά, κυρίως μετά από αυτήν. Δηλαδή το κράτος δεν θα πρέπει να επιδιώκει τη διατήρηση μιας ολιγοπωλιακής αγοράς με μεγάλα κέρδη για τις ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις -ακόμα και αν αυτό σημαίνει ότι θα εισπράξει χαμηλότερα έσοδα από την πώλησή τους. Η πώληση επιχειρηματικών κόκκινων δανείων επίσης μπορεί να λειτουργήσει ως πόρτα για την είσοδο νέων παικτών στην αγορά. Πρέπει όμως να επιταχυνθεί, τόσο με βελτιώσεις στην υπάρχουσα νομοθεσία, όσο και με την φροντίδα του κράτους να εφαρμοστούν πλήρως νόμοι που ψηφίστηκαν πρόσφατα σχετικά με τους πλειστηριασμούς. Το άνοιγμα των αγορών με τα εργαλεία που προανέφερα -εκσυγχρονισμός ρυθμιστικού πλαισίου, ιδιωτικοποιήσεις, και πωλήσεις επιχειρηματικών κόκκινων δανείων- θα έχει ευεργετικά αποτελέσματα στον ανταγωνισμό, τόσο ως προς την μείωση των τιμών, όσο και ως προς την απασχόληση, την καινοτομία, κλπ.

Ωραία όλα αυτά, ωστόσο πως είναι δυνατόν να εφαρμοσθούν στη πράξη όταν δεν έχουν ακόμη αντιμετωπίσει τις παθογένειες που είχαμε πριν ξεσπάσει η κρίση, και που σήμερα έχουν γιγαντωθεί περαιτέρω ; Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι αργοί ρυθμοί απονομής δικαιοσύνης…

Στον τομέα αυτό έχουν γίνει κάποιες βελτιώσεις από την αρχή της κρίσης, αλλά απαιτούνται βαθύτερες αλλαγές. Ένα σημαντικό κομμάτι αφορά τις διαδικασίες αξιολόγησης και προαγωγής των δικαστών, οι οποίες πρέπει να βασίζονται σε λεπτομερή στοιχεία για την ποιότητα όλων των προγενέστερών τους αποφάσεων, να λαμβάνονται από επιτροπές όπου δεν μετέχουν μόνο δικαστές, και στην περίπτωση των προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων να απαιτούν ευρύτερη κοινοβουλευτική συναίνεση ! Τα δικαστήρια πρέπει να αποκτήσουν μεγαλύτερη λειτουργική αυτονομία, και πρέπει να ιδρυθούν εξειδικευμένα δικαστήρια (πχ για θέματα φορολογίας, πτώχευσης, και ασύλου) με δικαστές μερικής απασχόλησης. Τέλος πρέπει το πλήθος των συσσωρευμένων υποθέσεων που εκκρεμούν στο σύστημα, να εκκαθαριστούν γρήγορα, με υπερωρίες δικαστών, ή και προσλήψεις συνταξιούχων δικαστών ή προσωρινών ειρηνοδικών. Το κόστος του τελευταίου μέτρου θα μπορούσε να καλυφθεί με παράβολο για πιο γρήγορη δίκη.

Αν το αντιλαμβάνομαι σωστά, ακριβώς επειδή δεν έχουμε σαν χώρα τη πολυτέλεια του χρόνου, αναφέρεστε σε μεταρρυθμίσεις σχετικά γρήγορης απόδοσης. Πείτε μας ωστόσο και κάποιες προτάσεις για την αναβάθμιση του εκπαιδευτικού μας συστήματος;

Οι μεταρρυθμίσεις στους τέσσερις τομείς που αναφερθήκαμε μέχρι τώρα (φορολογικό, ασφαλιστικό, αγορές προϊόντων, και δικαιοσύνη) αποτελούν σημαντικές προτεραιότητες για να αποκτήσει η χώρα αναπτυξιακή δυναμική σε ορίζοντα πενταετίας. Ξεχωρίζοντας αυτούς τους τομείς δεν πρέπει να υποβαθμίσουμε άλλους τομείς όπου τα οφέλη των μεταρρυθμίσεων θα είναι πολύ σημαντικά αλλά σε πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Ως προς την εκπαίδευση προτείνουμε ένα διαφορετικό μοντέλο λειτουργίας των σχολείων και των πανεπιστημίων, όπου υπάρχει πολύ μεγαλύτερη αυτονομία από το κράτος με παράλληλη αξιολόγηση αποτελεσμάτων από ανεξάρτητη αρχή. Για παράδειγμα, οι πόροι που το κράτος θα διαθέτει σε ένα πανεπιστήμιο (και που το πανεπιστήμιο θα μπορεί να συμπληρώνει με εισοδήματα από μεταπτυχιακά, δωρεές, κλπ) θα πρέπει να είναι συνάρτηση των επιδόσεών του σε έρευνα (διεθνείς δημοσιεύσεις) και διδασκαλία. Σε αντάλλαγμα, το πανεπιστήμιο θα μπορεί να έχει μεγαλύτερη ελευθερία στην διαχείριση του προσωπικού του, τον καθορισμό των εισακτέων, των κριτηρίων εισαγωγής, κ.ό.κ. Οι αλλαγές αυτές αντικατοπτρίζουν το πώς τα πανεπιστήμια λειτουργούν στη Βρετανία και πολλές άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Προφανώς δεν μπορούν να γίνουν από τη μια ημέρα στην άλλη στην Ελλάδα. Η σταδιακή τους υλοποίησή τους όμως είναι εφικτή. Είναι μάλλον μονόδρομος για την ουσιαστική βελτιώση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος.

Ένας άλλος επίσης τομέας που χρήζει εκ βάθρων αλλαγή, είναι το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας…

Σύστημα κοινωνικής πρόνοιας για τους ασθενέστερους στην Ελλάδα ουσιαστικά δεν υπάρχει. Πρέπει να σχεδιαστεί ως μέρος του φορολογικού συστήματος, και να λάβει τη μορφή ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, που ενδεχομένως να συνδυάζεται με ένα αρνητικό φορολογικό συντελεστή για τα χαμηλά εισοδήματα έτσι ώστε να υπάρχουν ισχυρά κίνητρα ανεύρεσης εργασίας, όχι ασφαλώς "μαύρης", αλλά δηλωμένης.

Σας ακούω να λέτε ότι από την έναρξη της κρίσης ως σήμερα, έγιναν σε αρκετούς τομείς κάποιες προσπάθειες και βελτιώσεις. Εκ του αποτελέσματος ωστόσο αποδεικνύεται ότι επρόκειτο για "επισκευές" μερικής φύσης αντί για μακροπρόθεσμες λύσεις…

Ένα τέτοιο καλό παράδειγμα είναι το ασφαλιστικό, στο οποίο αναφέρθηκα σε προηγούμενή σας ερώτηση. Ασφαλώς οι αλλεπάλληλες μειώσεις συντάξεων και αυξήσεις εισφορών κατά την κρίση απέτρεψαν μελλοντική χρεοκοπία του συστήματος. Επίσης, προνόμια που κάποιοι επαγγελματικοί κλάδοι εξασφάλιζαν σε βάρος υπολοίπων καταργήθηκαν. Η λιγοστή όμως ανταποδοτικότητα που προσέφερε το σύστημα καταστράφηκε καθώς οι συντάξεις μετά τις μειώσεις είχαν ακόμα μικρότερη σχέση με τις εισφορές που οι συνταξιούχοι είχαν καταβάλλει κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου. Επομένως οι εισφορές αντιμετωπίζονται πλέον ως φόρος στην εργασία. Αυτό μειώνει τα κίνητρα για εργασία και αυξάνει την εισφοροδιαφυγή.

Αν επίσης καταλαβαίνω καλά, θεωρείτε λάθος το γεγονός ότι το σύνολο των κυβερνήσεων που διαχειρίστηκαν την Ελλάδα στα χρόνια των μνημονίων, εστίασαν κυρίως στα υπερβολικά ελλείμματα και στο χρέος, και όχι στις διαχρονικές μας παθογένειες ως χώρα…

Η έμφαση στο θέμα του χρέους ήταν λανθασμένη καθώς το πρωτεύον στην Ελλάδα, ήταν και είναι οι μεταρρυθμίσεις. Αν πραγματοποιηθούν μεταρρυθμίσεις σαν αυτές που προανέφερα, τότε η οικονομία θα αναπτυχθεί με ταχείς ρυθμούς και το χρέος δεν θα είναι σημαντικό βαρίδι. Αν αντιστρόφως οι μεταρρυθμίσεις δεν πραγματοποιηθούν, τότε η οικονομία θα σέρνεται και ενδεχομένως να υπάρξει συμφωνία εξόδου από το ευρώ με αντάλλαγμα μια μείωση του χρέους, όπως αυτή που είχε προτείνει ο κ. Schaeuble σε διάφορους Έλληνες υπουργούς Οικονομικών. Με άλλα λόγια, το θέμα του χρέους θα λυθεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.

Δείτε άλλωστε ότι η στασιμότητα της ελληνικής οικονομία είναι πρόβλημα μακροχρόνιο και δεν εστιάζεται στο ευρώ ή το χρέος. Το 1980 η Ελλάδα ήταν 14η στην Ευρωπαική Ενωση με βάση το εισόδημα σε όρους αγοραστικής δύναμης, και το 2016 κατετάγη 24η. Η πτώση αυτή έχει σημειωθεί σταδιακά και όχι μόνο τα τελευταία χρόνια - πχ η Ισπανία και η Ιρλανδία μας ξεπέρασαν στη δεκαετία του 1980. Το βασικό αίτιο της στασιμότητας ήταν και είναι θεσμικό : Οποια έκθεση και να πάρετε (π.χ. World Bank Doing Business Report, World Economic Forum, Transparency International), στην κατάταξη της ποιότητας του θεσμικού περιβάλλοντος, η Ελλάδα καταλαμβάνει σταθερά μια από τις τρεις τελευταίες θέσεις στην ΕΕ. Αν το θεσμικό περιβάλλον δεν βελτιωθεί αισθητά, θα είναι θέμα χρόνου το σχετικό μας εισόδημα να κατρακυλύσει ακόμα χαμηλότερα.

Βρισκόμαστε δέκα μήνες πριν εκπνεύσει το τρίτο Μνημόνιο. Βλέπετε ότι μπορεί να εκπληρωθεί κάποια από τις ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη λεγόμενη "καθαρή έξοδο”;

Η συζήτηση περί καθαρής εξόδου είναι παραπλανητική. Ακόμα και αν η Ελλάδα μπορεί να καλύπτει πλήρως τις δανειακές της ανάγκες από τις αγορές, θα βρίσκεται υπό καθεστώς επιτήρησης μέχρι να αποπληρώσει και το 75% του χρέους της προς τους εταίρους. Οπότε καθαρή έξοδος με την έννοια ότι επιτήρηση δεν θα υπάρχει, δεν πρόκειται να συμβεί.

Μου φαίνεται επίσης δύσκολο η Ελλάδα να μη χρειαστεί ένα "μαξιλάρι ασφαλείας" από τους εταίρους, για παράδειγμα με τη μορφή πιστοληπτικής γραμμής, μετά το τέλος του τρίτου Μνημονίου το καλοκαίρι. Αυτό γιατί ενώ τα δημοσιονομικά ελλείμματα έχουν εξαλειφθεί, κάποιες βασικές δομές της οικονομίας δεν έχουν αλλάξει συγκριτικά με ό,τι ίσχυε πριν την κρίση. Επομένως μια αναπτυξιακή δυναμική απουσιάζει.

Αν αρνηθούμε το "μαξιλάρι ασφαλείας" για λόγους εσωτερικής πολιτικής κατανάλωσης, υπάρχει κίνδυνος να χρειαστούμε μεγαλύτερη οικονομική βοήθεια αργότερα, και να είμαστε υποχρεωμένοι να την διαπραγματευτούμε με χειρότερους όρους. Η απεξάρτηση από την οικονομική βοήθεια των εταίρων θα πρέπει να πραγματοποιηθεί σταδιακά και με μακροπρόθεσμο πλάνο. Οχι απότομα και με πολιτικές σκοπιμότητες.

Επειτα, αν και η επιτήρηση θα είναι πιο αυστηρή, είτε με πιστοληπτική γραμμή, είτε πλήρες τέταρτο Μνημόνιο, αυτές οι λύσεις έχουν και πλεονεκτήματα. Ένα σημαντικό πλεονέκτημα είναι ότι το κόστος δανεισμού θα είναι χαμηλότερο από εκείνο των αγορών. Θα είναι δυνατόν έτσι να εξοικονομηθούν σημαντικοί πόροι και να χρησιμοποιηθούν για αναπτυξιακές πολιτικές. Μια κυβέρνηση προσηλωμένη σε ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα θα μπορεί επίσης να συμφωνήσει με τους εταίρους αναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις τις οποίες η ίδια θα θέλει ούτως ή άλλως να εφαρμόσει.

Παρ' όλα αυτά, πιστεύετε ότι είναι σε θέση η χώρα, χωρίς τη ρύθμιση χρέους και την ποσοτική χαλάρωση, να πιάσει τους στόχους για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5%;

Ενδεχομένως η χώρα να μπορέσει να παράγει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για αρκετά χρόνια. Ο φοροεισπρακτικός μηχανισμός λειτουργεί καλύτερα απ' ότι πριν την κρίση, και κάποιες από τις δαπάνες του κράτους ελέγχονται επίσης καλύτερα. Υπάρχουν δε, και περιθώρια περαιτέρω βελτιώσεων, τόσο στην φορολογική συμμόρφωση όσο και στον έλεγχο των δαπανών.

Το βασικό όμως ερώτημα, όπως σας είπα, είναι κατά πόσο η οικονομία θα μπορέσει να έχει μια αναπτυξιακή δυναμική παρά τα υψηλά πλεονάσματα. Αν οι φορολογικοί συντελεστές για την εργασία και το κεφάλαιο παραμείνουν υψηλοί, αυτό θα υπονομεύει τις μακροχρόνιες προοπτικές ανάπτυξης. Το ίδιο ισχύει αν οι δαπάνες σε τομείς-κλειδιά όπως η εκπαίδευση και η υγεία παραμείνουν χαμηλές. Βέβαια σημασία έχει όχι μόνο το ύψος των δαπανών, αλλά και η αποτελεσματικότητα αυτών, και εδώ επανερχόμαστε στο θέμα των μεταρρυθμίσεων.

Αλήθεια τι δείχνει η παγκόσμια οικονομική ιστορία; Υπάρχουν παραδέιγματα χωρών που κατάφεραν να πετύχουν τέτοια πρωτογενή πλεονάσματα, συνεχόμενα για τόσα χρόνια σαν το 3,5% ως το 2022, και το 2% από εκεί και μετά, και για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα;

Παραδείγματα τέτοια είναι λίγα αλλά υπάρχουν. Το Βέλγιο είχε πρωτογενή πλεονάσματα από το 1985 μέχρι το 2008, με το μέσο πλεόνασμα στο 4%. Απομείωσε έτσι το χρέος του κατά 50% του ΑΕΠ. Τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα επιτεύχθηκαν με καλή δημοσιονομική διαχείριση, ιδιαίτερα στο σκέλος των δαπανών. Όπως όμως προανέφερα, το ζητούμενο είναι όχι μόνο πρωτογενή πλεονάσματα αλλά και αναπτυξιακή δυναμική στην οικονομία.

Ο φετινός στόχος για την ανάπτυξη έχει τεθεί στο 1,8%. Αρκετοί τον χαρακτηρίζουν "φιλόδοξο", μολονότι έχει αναθεωρηθεί ήδη από το 2,7%. Λέγεται ότι για να επιτευχθεί πρέπει ο μέσος όρος του ρυθμού ανάπτυξης τα δύο τελευταία 3μηνα του έτους να είναι περίπου 3% ; Είναι εφικτό;

Συμφωνώ ότι ο στόχος είναι φιλόδοξος, γιατί ακριβώς δεν βλέπω αρκετά σημάδια αναπτυξιακής δυναμικής στην οικονομία. Σημαντικές επενδύσεις ακυρώνονται ή προχωρούν αργά. Οι τράπεζες παραμένουν φορτωμένες με κόκκινα δάνεια. Η ποιότητα του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, έτσι όπως αποτυπώνεται στις διεθνείς κατατάξεις, χειροτερεύει από το 2015 και μετά. Οι διαπιστώσεις αυτές είναι δυσάρεστες: Θα περίμενε κάποιος ότι μια οικονομία που έχει συρρικνωθεί κατά 25% και για επτά συνεχόμενα χρόνια, να παρουσιάζει ισχυρές ενδείξεις ανάκαμψης.

Επίσης ένα ερώτημα είναι με ποιες προϋποθέσεις θα φτάσουμε ως τον Μάρτιο-Απρίλιο του 2018, οπότε και θα ξεκινήσει η τελική συζήτηση για την επόμενη ημέρα του Μνημονίου. Και κυρίως ποιός θα είναι τελικά εκείνος που θα διαπραγματευτεί τους όρους και θα το υπογράψει. Άραγε μια άλλη κυβέρνηση;

Είναι δύσκολο κάποιος να προβλέψει πότε θα γίνουν οι επόμενες εκλογές. Το σίγουρο είναι ότι η κυβέρνηση που θα προκύψει μετά τις επόμενες εκλογές θα έχει να αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες—μεταξύ των οποίων την αβεβαιότητα που η αλλαγή του εκλογικού νόμου έχει προκαλέσει.

Τι είδους ριζοσπαστική πολιτική θα πρέπει να ακολουθήσει η όποια επόμενη κυβέρνηση ώστε να γυρίσουμε πραγματικά σελίδα, και όχι να καταφύγουμε σε ακόμη μια "επισκευή";

Στις απαντήσεις που έδωσα στις πρώτες σας ερωτήσεις, παρέθεσα βασικές προτεραιότητες για την οικονομική πολιτική που θα πρέπει να ακολουθήσει μια κυβέρνηση που θέλει να βγάλει τη χώρα από την κρίση. Εκεί θεωρώ ότι βρίσκεται το κλειδί.

Έρχονται σημαντικές αλλαγές στην ευρωζώνη, και όλοι αναρωτιόμαστε αν είναι προετοιμασμένη γι' αυτές η Ελλάδα. Το ρωτώ γιατί στόχος θα πρέπει να είναι να παραμείνει στον εσωτερικό κύκλο της Ευρωζώνης, παρά σε οποιονδήποτε από τους άλλους, που εκ των πραγμάτων θα δημιουργηθούν. Ολ' αυτά όμως δεν προϋποθέτουν, ότι αντί να ασχολούμαστε με το δικό μας μικρόκοσμο, πρέπει επιτέλους να ασχοληθούμε με τη μεγάλη εικόνα ; Βλέπετε να συμβαίνει κάτι τέτοιο ;

Δυστυχώς η Ελλάδα ήταν και είναι απούσα από τη μεγάλη συζήτηση που έχει ξεκινήσει στην Ευρώπη σχετικά με τη μέλλουσα δομή της Ευρωζώνης. Αυτό είναι κατανοητό σε κάποιο βαθμό, δεδομένων των δυσκολιών που είχαν να αντιμετωπίσουν οι κυβερνώντες από την αρχή της κρίσης. Η Ελλάδα όμως πρέπει πλέον να συμμετάσχει στην συζήτηση με τεκμηριωμένες προτάσεις. Το πόσο σοβαρά οι προτάσεις αυτές θα ληφθούν υπ'όψιν θα εξαρτηθεί και από την αξιοπιστία των κυβερνώντων στο να τηρούν τα συμφωνημένα.

Σύμφωνα με τις πρώτες ενδείξεις υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να καταλάβουν θέσεις -κλειδιά στη νέα γερμανική κυβέρνηση, πρόσωπα υπέρ του Grexit. Σε μια τέτοια περίπτωση τι θα πρέπει να κάνει η ελληνική πλευρά για να αποφύγει δυσάρεστες εξελίξεις ; Αρκεί για παράδειγμα μια γρήγορη ολοκλήρωση της 3ης αξιολόγησης;

Στη Γερμανία έχει διαμορφωθεί δυσμενές κλίμα για την Ελλάδα. Ακόμα και καλοπροαίρετοι σχολιαστές εκφράζουν σοβαρές αμφιβολίες για το κατά πόσο η Ελλάδα μπορεί να μεταρρυθμίσει την οικονομία της και να βγει από την κρίση. Πολλοί Γερμανοί (μεταξύ των οποίων και ο κ. Schaeuble), θεωρούν ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να τα καταφέρει μέσα στο ευρώ και θα πρέπει να αποχωρήσει από αυτό. Αυτές η αντιλήψεις έχουν διαμορφωθεί σε βάθος χρόνου, εξαιτίας της αδυναμίας των ελληνικών κυβερνήσεων να οικειοποιηθούν τα προγράμματα προσαρμογής και να προβούν σε βαθιές μεταρρυθμίσεις. Αντίστοιχα θα μπορούν να αλλάξουν μόνο σε βάθος χρόνου και με αξιόπιστη οικονομική διαχείριση από τις ελληνικές κυβερνήσεις. Το Grexit δεν αποτελεί άμεσο κίνδυνο γιατί δεν υπάρχει βούληση γι'αυτό ούτε στην Ελλάδα ούτε στην Ευρωζώνη. Αν όμως η οικονομική κατάσταση χειροτερέψει, μπορεί να επανέλθει στο προσκήνιο.

Who is who

Ο Δημήτρης Βαγιανός είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο London School of Economics. Είναι επίσης Πρόεδρος του Τμήματος Χρηματοοικονομικών στο ίδιο πανεπιστήμιο, και Διευθυντής του Κέντρου Paul Woolley για τη μελέτη των δυσλειτουργιών των αγορών κεφαλαίου. Τον συλλογικό τόμο “Πέρα από τη Λιτότητα: Για μια Νέα Δυναμική στην Ελληνική Οικονομία”, έχουν επιμεληθεί οι Νίκος Βέττας (ΟΠΑ και ΙΟΒΕ), Κώστας Μεγήρ (Yale), Χριστόφορος Πισσαρίδης (LSE) και Δημήτρης Βαγιανός, με τη συμβολή 30 Ελλήνων οικονομολόγων, στην πλειοψηφία τους ακαδημαϊκών.

(φωτογραφίες: SOOC)