Ο χρήσιμος -για τους δανειστές- ΣΥΡΙΖΑ...

Tου Γιάννη Παντελάκη

Υπάρχει διάχυτη η εντύπωση, πως η σημερινή κυβέρνηση δεν τα καταφέρνει στην διαχείριση και εφαρμογή της συμφωνίας που η ίδια υπέγραψε. Το τρίτο μνημόνιο. Είναι αλήθεια. Παλινωδίες, ανυπαρξία "παράλληλου προγράμματος", αδυναμία να βρεθούν τα περίφημα ισοδύναμα, δυσκολίες, ερασιτεχνισμοί κ.ο.κ. Σωστά όλα αυτά, τα παραδέχονται -κατ’ ιδίαν τουλάχιστον- και οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές της. Υπάρχει ωστόσο παράλληλα και μια απορία. Θα μπορούσε η προηγούμενη κυβέρνηση να τα διαχειριστεί μ’ έναν καλύτερο τρόπο; Ακόμα και αν είχε την πολιτική βούληση (κάτι το οποίο δεν συνέβαινε), θα είχε την ικανότητα να εξουδετερώσει τις κοινωνικές αντιδράσεις που θα προκαλούσαν αυτά τα μέτρα;

Η απάντηση, δεν μπορεί να έχει χαρακτήρα υπεκφυγής. Ότι δηλαδή, αν συνέχιζε την πορεία της η κυβέρνηση Σαμαρά, δεν θα υπήρχε η αναγκαιότητα ενός τρίτου μνημονίου. Αυτό, αποτελεί έναν μικρό μύθο. Οι περισσότερες από τις προβλέψεις του τρίτου μνημονίου, αποτελούν επανάληψη εκείνων του δεύτερου. Του μνημονίου που είχε υπογράψει η προηγούμενη κυβέρνηση, αλλά δεν τόλμησε να εφαρμόσει. Σε μεγάλο μέρος του τουλάχιστον.

Προφανώς, δεν μπορεί ν' αγνοηθεί πως οι επτά μήνες διακυβέρνησης από τους ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, έφεραν κάποια οικονομικά μεγέθη πίσω, προκάλεσαν την ανάγκη επιπλέον μέτρων. Τα capital controls, η δυσλειτουργία των εισπρακτικών μηχανισμών, η επιπλέον διαφυγή καταθέσεων από τις Τράπεζες κ.λ.π. επιβάρυναν μια ήδη άρρωστη οικονομική κατάσταση. Ωστόσο, ο βασικός πυρήνας των μέτρων που συμφώνησε η σημερινή κυβέρνηση, αποτελούν εκκρεμότητες της προηγούμενης, ας μην το ξεχνάμε.

Η αλλαγή των ηλικιακών ορίων και προϋποθέσεων συνταξιοδότησης, η ρήτρα μηδενικού ελλείμματος στις επικουρικές, ο νέος υπολογισμός στις καταβολές των συντάξεων, οι αποκρατικοποιήσεις όλων των περιφερειακών αεροδρομίων, οι αποκρατικοποιήσεις σε ΟΛΠ και ΟΛΘ, η φορολόγηση του αγροτικού εισοδήματος, η απελευθέρωση των λεγόμενων "κλειστών" επαγγελμάτων, δεν είναι κάποια μέτρα που πληροφορηθήκαμε ότι πρέπει να γίνουν τον περασμένο Αύγουστο. Προϋπήρχαν από το δεύτερο μνημόνιο και απλά ή δεν είχαν εφαρμοστεί ή σε μερικές περιπτώσεις είχε συμβεί εν μέρει.

Ακόμα και το θέμα της προστασίας της πρώτης κατοικίας -για το οποίο γίνεται και δίκαια τόση φασαρία σήμερα- είναι κάτι που θα εύρισκε μπροστά της και η προηγούμενη κυβέρνηση αν δεν έληγε πρόωρα η θητεία της.

Ας κάνουμε μια υπόθεση εργασίας. Με κάποιο τρόπο (η ΔΗΜΑΡ και μερικοί ανεξάρτητοι τότε βουλευτές), ψήφιζαν για πρόεδρο της Δημοκρατίας, άρα βρισκόταν ο αριθμός των 180 βουλευτών και συνέχιζε η κυβέρνηση Σαμαρά την πορεία της. Μέσα στους πρώτους μήνες της χρονιάς που διανύουμε, πρέπει να υποστεί την αξιολόγηση από την τρόικα (η οποία δεν έγινε), να υλοποιήσει μια σειρά από προβλέψεις του δεύτερου μνημονίου (σαν και αυτές που προαναφέραμε) και ενδεχομένως να πάρει κάποια νέα μέτρα.

Και ας μεταφερθούμε στο κλίμα της εποχής. Η κυβέρνηση έχει μειώσει δραματικά την επιρροή της στην κοινωνία (οι δημοσκοπήσεις δείχνουν τον ΣΥΡΙΖΑ να προηγείται με τουλάχιστον 5-6 μονάδες), η κυβερνητική πλειοψηφία είναι εύθραυστη (155 βουλευτές έχουν απομείνει) και η μισή κοινωνία έχει ανταποκριθεί στις αντιμνημονιακές κορώνες του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος υπόσχεται τα πάντα. Στην κυριολεξία. Κατάργηση των μνημονίων μ’ έναν νόμο και ένα άρθρο, το θυμόμαστε όλοι φαντάζομαι.

Μέσα σ’ ένα τόσο αρνητικό κλίμα και με τα ισχυρά συνδικάτα, δημόσιων κατά βάση οργανισμών, να βρίσκονται απέναντι, η κυβέρνηση Σαμαρά θα πρέπει να προχωρήσει σε εφαρμογή όσων η ίδια έχει συμφωνήσει με τους δανειστές, αλλά δεν έχει προωθήσει, να πρέπει να βρει μια φόρμουλα για υλοποίηση των μέτρων που περιλαμβάνονται στο email Χαρδούβελη και βέβαια να διαχειριστεί ένα διογκούμενο κλίμα δυσαρέσκειας στην κοινωνία το οποίο ενισχύεται από την τότε αξιωματική αντιπολίτευση. Αυτή η κυβέρνηση, με αυτά τα δεδομένα, θα μπορούσε να μακροημερεύσει και να εξαντλήσει την τετραετία; Όποιος απαντήσει καταφατικά, δεν θα είναι και απόλυτα ειλικρινής.

Πιστεύω, πως αυτά ακριβώς έβλεπαν και οι δανειστές και δεν εναντιώθηκαν ιδιαίτερα στο ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών και έδειξαν (σε αντίθεση με τις εκλογές αναμετρήσεις του πρόσφατου παρελθόντος) μια ουδετερότητα. Η οποία σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις σε πολλά γραφεία των Βρυξελλών, δεν παρέμενε ουδετερότητα αλλά έγερνε υπέρ της νίκης του ΣΥΡΙΖΑ. Τι συνέβη από τον Ιανουάριο έως και την προκήρυξη των εκλογών του Σεπτεμβρίου, είναι πολύ νωπά. Και σ’ αυτή την αναμέτρηση, οι εταίροι δεν έδειξαν να εναντιώνονται στην προοπτική επανεκλογής του ΣΥΡΙΖΑ. Θα ήταν, ο πιο χρήσιμος, για την εφαρμογή των μνημονιακών υποχρεώσεων. Όπως αποδείχθηκε και πως είναι.

Ήδη κάποια μέτρα που εφαρμόζονται επιδεινώνουν ακόμα περισσότερο την οικονομική κατάσταση μεγάλων ομάδων στην κοινωνία και δεν έχει ανοίξει... ρουθούνι. Το ίδιο θα συμβεί και στην εφαρμογή των επόμενων μέτρων που έρχονται (περικοπές συντάξεων, άνοιγμα επαγγελμάτων, φορολόγηση αγροτών κ.ο.κ.). Κάποιες κινητοποιήσεις θα γίνουν σίγουρα, αλλά σίγουρα δεν θα έχουν σχέση με τις αντιδράσεις που θα υπήρχαν αν τα ίδια ή και ηπιότερα μέτρα εφάρμοζε η κυβέρνηση Σαμαρά. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αποδείχτηκε για πολλούς και σίγουρα για τους δανειστές, ο χρήσιμος παράγοντας για να εφαρμοστεί το μνημόνιο.

Η κοινωνία που είχε εναντιωθεί στα προηγούμενα μνημόνια, τώρα, μετά την θεαματική κυβίστηση του ΣΥΡΙΖΑ, στο μεγάλο μέρος της έχει περιορίσει τις αντιδράσεις της, δεν βρίσκει εναλλακτική, αποδέχεται το σόφημα πως "προσπάθησαν αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι καλύτερο". Και "αυτοί που προσπάθησαν", σχεδόν ανενόχλητοι πια θα υλοποιήσουν, έστω με ταλαντεύσεις, παλινωδίες  και ερασιτεχνισμούς, ένα τρίτο μνημόνιο. Το  οποίο, επιμένω και σκεφτείτε το, δύσκολα θα υλοποιούσε η προηγούμενη αρνητικά φορτισμένη κυβέρνηση…