Να πούμε μερικές αλήθειες για τον τουρισμό

Μέχρι τις 14 Ιουνίου παρατείνεται «κατ' αρχήν» η ισχύς της ταξιδιωτικής προειδοποίησης του γερμανικού υπουργείου εξωτερικών «για όλα τα μη απαραίτητα τουριστικά ταξίδια στο εξωτερικό». Σε απλά ελληνικά αυτό σημαίνει για τους εργαζόμενους και τους επιχειρηματίες στον τουριστικό κλάδο «καληνύχτα καλοκαίρι». Ακόμη κι αν οι Γερμανοί αλλάξουν στάση τον Ιούνιο, τα ξενοδοχεία χρειάζονται χρόνο για να ανοίξουν. Αν αλλάξουν, αν ανοίξουν, αν. Με τα αν δεν γίνονται δουλειές.

Επιμένουμε στο θέμα του τουρισμού επειδή από αυτόν εξαρτάται το ύψος της ύφεσης. Με χαμένη την τουριστική περίοδο δεν μπορούμε να μιλάμε για ύφεση 4%. Και σε αυτή την περίπτωση χρειάζεται να πάρουμε μέτρα. Τόσο για να μην καταρρεύσει ο κλάδος, όσο και για να μείνουν όρθιοι οι εκατοντάδες χιλιάδες άνεργοι. Η κρίση που έρχεται είναι άνευ προηγουμένου και θα δοκιμάσει ιδιαίτερα τις αντοχές μας ως κοινωνία.

Δεν προλάβαμε να βγούμε από την μία κρίση και εισερχόμαστε στην επόμενη. Όσες προσευχές κι αν κάνουν οι αρμόδιοι υπουργοί, η πραγματικότητα δεν θα αλλάξει. Για να το πούμε και αλλιώς: Ας προετοιμαστούμε για τα χειρότερα. Τα καλύτερα είναι εύκολο να τα διαχειριστεί ο κάθε ένας.

Από την άλλη πλευρά χρειάζεται μια ειλικρινής συζήτηση με όλο τον κόσμο του τουρισμού. Ο τουρισμός είναι μία επιδοτούμενη επιχειρηματική δραστηριότητα. Τα ξενοδοχεία λειτουργούν από το εποχικό προσωπικό, το οποίο στους μήνες που το ξενοδοχείο είναι κλειστό πληρώνεται από το κράτος. Είναι μία έμμεση επιδότηση των ξενοδοχείων. Κακώς; Όχι! Καλώς συμβαίνει όπως συμβαίνει. Από την άλλη πλευρά, όμως, χρειάζεται να μετρηθεί τι είναι αυτό που δίνει πίσω ο τουρισμός στην Οικονομία κι αν μπορεί να δώσει περισσότερα.

Λέμε και ξαναλέμε ότι έχουμε πολλούς τουρίστες. Σαχλαμάρες! Έχουμε τόσους τουρίστες σαν χώρα όσους έχουν και μεγάλες πόλεις της Ευρώπης. Δεν θα το έλεγε κανείς και μεγάλη επιτυχία. Όχι με τις αντικειμενικές δυνατότητες που προσφέρει η χώρα. Υπάρχουν προοπτικές να αυξηθεί ακόμη περισσότερο οι αριθμός των τουριστών ή έστω να διατηρηθούν τα επίπεδα των προηγούμενων ετών ακόμη κι αν ο κλάδος παρουσιάσει κρίση στα επόμενα χρόνια. Αλλά αυτό δεν γίνεται από μόνο του. Η τουριστική περίοδος δεν αυξάνεται με υπουργικές αποφάσεις. Χρειάζεται περισσότερη δουλειά και μάλιστα από ανθρώπους που γνωρίζουν το αντικείμενο.

Πολλές φορές οι άνθρωποι δεν κάνουν την δουλειά τους. Τόσο απλά. Αυτό που συμβαίνει με τον υπάλληλο του δημοσίου που δεν υπογράφει παρά μόνο τα απαραιτήτως απαραίτητα συμβαίνει και με υπουργούς. Σκεφτείτε απλά ότι η κρουαζιέρα γνώρισε άνθηση μετά από το πέρασμα του Άδωνη Γεωργιάδη από το υπουργείο Ναυτιλίας. Πριν δεν υπήρξε άλλος να άρει το cabotage.

Η αλήθεια είναι ότι το υπουργείο Τουρισμού ήταν και τότε αυτό που είναι και σήμερα, ένα διακοσμητικό στοιχείο. Μία καλή μεταρρύθμιση θα ήταν να καταργηθεί. Ας πούμε όμως ότι δεν καταργείται. Το ερώτημα είναι πως αυτό μπορεί να γίνει χρήσιμο. Επειδή σήμερα δεν είναι. Ίσως επειδή οι αρμοδιότητες είναι τελικά σε άλλα υπουργεία. Είναι ειρωνικό να εξαρτάται η κρουαζιέρα από μία απόφαση του υπουργού Ναυτιλίας όταν υπάρχει υπουργείο Τουρισμού.

Την ζημιά από τον τουρισμό θα την υποστούμε. Ο χρόνος αυτός ας γίνει παραγωγικός, φροντίζοντας τα βήματά μας για τα επόμενα χρόνια. Το προϊόν δεν είναι τόσο καλό όσο θέλουμε να πιστεύουμε και είναι καιρός αυτό να το δούμε σοβαρά. Όποιος επισκεφτεί την Κύπρο, για παράδειγμα, έχει πολλά να διδαχτεί. Από το πως δουλεύουν οι ταξιτζήδες μέχρι ο σερβιτόρος στην ταβέρνα. Αν θέλουμε περισσότερους τουρίστες και μεγαλύτερη σαιζόν πρέπει να δουλέψουμε πάνω σε αυτό. Δεν αρκεί να περιμένουμε να πέσει βροχή από τον ουρανό για να γεμίσουμε τα άδεια μας κύπελλα και να ξεδιψάσουμε.

Θέλουμε ο τουρισμός να αφήνει περισσότερα χρήματα στην χώρα. Αυτό σημαίνει περισσότερες ενέργειες και συνέργειες. Είναι εύκολο να ανακαλύπτει κανείς το «ελληνικό πρωϊνό», αλλά θα πρέπει οι τοπικές κοινωνίες να είναι σε θέση να στηρίξουν ανταγωνιστικά κάτι τέτοιο. Να μην είναι πιο φθηνό να ταξιδέψουν τα προϊόντα από το Μόναχο για να ταΐσουν τους Γερμανούς τουρίστες.

Θέλουν οι ξενοδόχοι χαμηλότερο ΦΠΑ. Όλοι θέλουν χαμηλότερο ΦΠΑ για να είναι τα προϊόντα τους περισσότερο ανταγωνιστικά. Αλλά και το κράτος θα πρέπει να έχει μία απαίτηση: Όλα τα λεφτά στην Ελλάδα. Όλα τα έσοδα. Και την ίδια ώρα να έχει προβλέψει ένα εξοντωτικό πρόστιμο σε περίπτωση που ο ξενοδόχος αφήνει για την χώρα μόνο τις υποδομές και ο ίδιος απολαμβάνει τα έσοδά του σε έναν τραπεζικό λογαριασμό στο εξωτερικό. Είπαμε, να τα πούμε όλα...

Θανάσης Μαυρίδης
[email protected]