Μυθιστόρημα και long runs

Μυθιστόρημα και long runs

Του Κυριάκου Αθανασιάδη

Οσοδήποτε καλός και αν είναι, ο σχεδιασμός έχει ένα πρόβλημα: δεν είναι ο στόχος, δεν είναι κατάληξη σε οτιδήποτε, είναι απλώς μία υπόμνηση της πραγματικότητας. Κανείς πρέπει και να κάνει, τελικώς, εκείνα που σχεδίασε. Και η πραγματικότητα is a cruel bitch. Αυτά είναι πράγματα που τα μαθαίνει κανείς με πολλούς τρόπους στη ζωή. Ένας από όλους είναι η πολιτική. Ένας άλλος, το γράψιμο μυθιστορημάτων. Ένας τρίτος, οι δρόμοι μεγάλων αποστάσεων — οι δρόμοι «αντοχής», που λένε.

Σήμερα θα μιλήσουμε λίγο για τις ομοιότητές τους.

Η συγγραφή μυθιστορημάτων —αυτό το συνώνυμο της ασκητικής— είναι μια μακρά, επίμοχθη, εθελούσια άσκηση στη μοναξιά. Είσαι εντελώς μόνος εκεί πέρα, και ποτέ μα ποτέ δεν σου κάνουν παρέα καν οι ήρωές σου, όπως χαριτωμένα ισχυρίζονται κάποιοι. Είσαι μόνος, κι αυτό δεν αλλάζει. Και θα είσαι για μερικούς μήνες ακόμα, μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει. Το ίδιο ισχύει και για τους δρόμους μεγάλων αποστάσεων, από τα δέκα χιλιόμετρα και πάνω — ή ακόμη καλύτερα, από τα είκοσι και πάνω. Και, μολονότι οι «επίσημες» κούρσες είναι κάτι σαν τις κριτικές που παίρνει (ή δεν παίρνει) το βιβλίο σου, εκείνο που κάνει το τρέξιμο αντοχής να μοιάζει πολύ με το γράψιμο ενός μυθιστορήματος είναι οι προπονήσεις: τα long runs.

Εκεί, στα long runs είσαι πάλι μόνος. Και χαμένος. Ναι, έχεις προκαθορίσει τη διαδρομή σου, την έχεις σχεδιάσει καλά, ξέρεις (από ένα επίπεδο προπόνησης και μετά) ποια ένδειξη έχει το ειδικό ρολόι σου ανά πάσα στιγμή χωρίς καν να το κοιτάξεις, ξέρεις πότε πρέπει να επιταχύνεις, για πόσο και γιατί, ξέρεις πότε δεν θα σου έκανε κακό να κεραστείς λίγους ηλεκτρολύτες, ξέρεις ποια ανηφόρα κρύβεται πίσω από ποια στροφή — και πόσων καταραμένων μοιρών είναι. Αλλά όλα αυτά, που τα έχεις καλά σχεδιασμένα στο μυαλό σου, και που τα περιμένεις να συμβούν, και που κατ' ανάγκην θα τα υποστείς, καλείσαι κάθε φορά να τα κάνεις και πράξη. Και αυτό ποτέ δεν είναι εύκολο. Κάθε φορά πρέπει να σφίξεις τα δόντια, κάθε φορά πρέπει να φέρεις τον εαυτό σου στα όριά του, κάθε φορά πρέπει να ξεχάσεις ότι θα περάσεις για άλλη μία φορά όλο σου το βράδυ μπροστά από την τηλεόραση με πάγο στον αστράγαλο.

Και πάντα, όπως είπαμε, θα είσαι μόνος. Εσύ, και ο δρόμος. Εσύ και τα χιλιόμετρα που είναι να κάνεις, έτσι όπως αυτά ξαπλώνουν πάνω στη γη. Δηλαδή, όπως συμβαίνει και στο γραφείο σου, όταν γράφεις εκείνο το μυθιστόρημα που πιστεύεις ότι αξίζει τόσο να γραφτεί. Το γράψιμο —το ξαναλέμε— κρατά όσο και η προπόνηση για την κούρσα της χρονιάς: είναι οι προπονήσεις, όχι η τελική κούρσα. Εξ ου και πάντα προπονείσαι τρέχοντας περισσότερο και πιο γρήγορα από όσο θα τρέξεις στους αγώνες.

Πολλοί συγγραφείς τρέχουν, ακριβώς γιατί οι δύο δραστηριότητες έχουν πολλά κοινά. Αλλά και γιατί το πολύωρο τρέξιμο βοηθά, μέχρις ενός σημείου, στο γράψιμο. Όσο είσαι μόνος εκεί πέρα, για δύο, δυόμισι, τρεις ή —οι πιο τρελοί, και οι πιο εύποροι— και παραπάνω ώρες, το μυαλό σου μπορεί να γεμίσει με τόσο υλικό, που κανένα γραφείο, καμιά πολυθρόνα και κανένα κοίταγμα στο ταβάνι δεν μπορεί να σου προσφέρει. Είσαι μαζί με όλο σου τον κόσμο, στο πιο ήσυχο μέρος του κόσμου. Μπορείς να καταδυθείς βαθιά μέσα στο μυαλό σου. (Στ' αλήθεια συμβαίνει αυτό, δεν το λέμε μεταφορικά. Πρόκειται για γνωστό είδος «παρεμβατικού διαλογισμού»). Και κυρίως: μπορείς να τα κάνεις όλα αυτά με ειλικρίνεια. Δεν είναι καθόλου λίγοι οι συγγραφείς που αξιοποιούν τον χρόνο της προπόνησης στο πεδίο ακριβώς για να λύσουν προβλήματα στην πλοκή, να εντοπίσουν και να απαλύνουν τυχόν λάθη, να συνθέσουν ημιτελή κεφάλαια, να σκαρφιστούν διαλόγους ή να μπερδέψουν περισσότερο τον αναγνώστη, επινοώντας άλλο ένα τρικ για να του στήσουν ακόμη μία παγίδα.

Οι ομοιότητες δεν σταματούν εδώ. Μυθιστόρημα και δρόμοι αντοχής θέλουν και τα δύο από σένα αντοχή στην κούραση, στη μονοτονία, στη μοναξιά, στην επαναληπτικότητα, ατέλειωτη υπομονή άσκησης ενός πράγματος που καθαυτό δεν έχει κανένα ενδιαφέρον (το αποτέλεσμα έχει μόνο, ο τερματισμός, το The End, όχι το γράψιμο σαν διαδικασία — και ασφαλώς όχι το τρέξιμο), τόλμη και εμπιστοσύνη στις δυνάμεις σου. Και ταπεινότητα, οφείλουμε να προσθέσουμε για να είμαστε ακριβείς. Πρέπει να μπορείς να το κάνεις, και πρέπει να ξέρεις πως κάθε μέρα θα σε περνάνε πολλοί άλλοι: νεότεροι, καλύτερα προπονημένοι, με πιο σύγχρονο και ακριβότερο εξοπλισμό από τον δικό σου, με καλύτερους φροντιστές και δασκάλους, πιο παραδοσιακά καταρτισμένοι, με καλύτερα σεμινάρια και βοηθήματα δημιουργικής γραφής, ή με πιο λίγα να χάσουν.

Και οι μεν και οι δε, συγγραφείς και δρομείς, ξέρουν επίσης πως το βουνό που έχουν να ανεβούν μπορεί να κατακτηθεί μόνο βήμα το βήμα και λέξη τη λέξη. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Ποτέ δεν υπήρξε. Γι' αυτό και πολλοί εγκαταλείπουν. Και τη σημερινή σου προπόνηση θέλεις σαν τρελός να αφήσεις (δήθεν λόγω ενός πόνου στο γόνατο, ή τάχα επειδή έπεσαν βόμβες σε μια πόλη που δεν είσαι σίγουρος σε ποια χώρα ανήκει και έχεις καταστενοχωρηθεί), και το σημερινό σου γράψιμο κάνεις ό,τι μπορείς για να αναβάλεις για αύριο (εφευρίσκοντας τις ίδιες ή παρόμοιες δικαιολογίες, ή απλώς μπλέκοντας σε ακόμη έναν ανούσιο καβγά στο Facebook). Εν πάση περιπτώσει, είναι λογικό να εγκαταλείψεις, υπάρχουν χιλιάδες πράγματα πολύ πιο εύκολα από το τρέξιμο ή το γράψιμο — και μάλιστα, αν κάνεις το δεύτερο για τα λεφτά, που είναι ο ένας από τους τρεις τρόπους για τους οποίους γράφει κανείς, καλό είναι να ξέρεις πως όλες οι άλλες δουλειές του κόσμου είναι πολύ πιο προσοδοφόρες. Ακόμη και το να γεμίζεις κουκλάκια, ας πούμε, ή να βγάζεις σκύλους βόλτα να κάνουν την ανάγκη τους.

Τελικά όμως πάλι θα ξαναρχίσεις —πώς να το κάνουμε—, πάλι θα βγεις στον δρόμο ή στο πάρκο ή στο βουνό με τα αθλητικά σου, πάλι θα κάτσεις μπροστά από το πληκτρολόγιο με τις τρύπιες σου κάλτσες. Γιατί ξέρεις πως δεν γίνεται αλλιώς. Και γιατί βέβαια (μεταξύ μας αυτό, ναι;) η πεζογραφία είναι η μόνη τέχνη και το τρέξιμο μεγάλων αποστάσεων είναι το μόνο άθλημα που μπορούν να τα κάνουν όλοι — κυριολεκτικά. Οπότε το εκμεταλλεύεσαι αυτό.

Πράγμα που μας γυρίζει πίσω στην αρχή: τα ίδια, όλα όσα είπαμε, ισχύουν και για την πολιτική. Χρειάζεται υπομονή, αυταπάρνηση, στόχο, προγραμματισμό, σχεδιασμό κ.ο.κ. Και: ο καθένας μπορεί να παίξει σ' αυτό το παιχνίδι. Ο καθένας μπορεί να κάνει πως αγαπά τον τόπο του, τη χώρα του, τον «λαό» ή κάποια ομάδα ανθρώπων. Πολλοί, μάλιστα, πείθουν κιόλας. Αλλά ενώ με το γράψιμο και το τρέξιμο κανείς δεν πείραξε κανέναν ποτέ — ω Θεέ μου τι εγκλήματα έχουν γίνει με την πολιτική. Γιατί, είπαμε και επιτρέψτε μας να το επαναλάβουμε:

Οσοδήποτε καλός και αν είναι, ο σχεδιασμός έχει ένα πρόβλημα: δεν είναι ο στόχος, δεν είναι κατάληξη σε οτιδήποτε, είναι απλώς μία υπόμνηση της πραγματικότητας. Κανείς πρέπει και να κάνει, τελικώς, εκείνα που σχεδίασε. Και η πραγματικότητα… oh, she's such a crazy cruel bitch.