Μπορεί ο πρωθυπουργός να σχολιάζει τη δικαιοσύνη;

Της Βίβιαν Ευθυμιοπούλου

Επανερχόμαστε στο «πολυαγαπημένο» θέμα της στήλης που είναι η ανοχή στην πολιτική βία και επανερχόμαστε γιατί αισθανόμαστε ότι δεν έχει γίνει αντιληπτό ότι η πολιτική βία εξαχρειώνει τον πολίτη και ακυρώνει το άτομο με τον πιο απόλυτο τρόπο.

Σχολιάζαμε την Παρασκευή ότι ο τρόπος που περιγράφουμε τους καταληψίες οι οποίοι προκλητικά και on camera καταλύουν το κράτος δικαίου βιαιοπραγώντας κατά της αστυνομίας και καταστρέφοντας ιδιωτικές περιουσίες- τους αποκαλούμε «παιδιά»- τους τοποθετεί, αυτομάτως, στο απυρόβλητο της κριτικής.

Δεν είναι όμως μόνον αυτοί που αξιώνουν να εξαιρεθούν της κριτικής. Η «Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων» διαμαρτυρήθηκε, για άλλη μια φορά, για την κριτική που της ασκείται για τον τρόπο που διαχειρίζεται την υπόθεση της οδού Ματρόζου.  Κάποιοι μάλιστα, επέκριναν και τον πρωθυπουργό, ο οποίος στην πρόσφατη συνέντευξή του έκανε την ίδια κριτική.

Έχουν δίκιο;

Ο Σταύρος Τσακυράκης, στο βιβλίο του «Δικαιοσύνη, η ουσία της πολιτικής» και στο κείμενο που φέρει τον τίτλο «Καθήκον η κριτική στη δικαστική εξουσία» εμφανίζεται κάθετος:

«Στον παραδοσιακό διαχωρισμό της διάκρισης των εξουσιών, η δικαστική λειτουργία απολαμβάνει τέτοια ανεξαρτησία, ώστε, ενώ αυτή ελέγχει τη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία, η ίδια δεν ελέγχεται σχεδόν από κανέναν. [...]

 Το μόνο σοβαρό αντίβαρο στη μεγάλη τους εξουσία (των δικαστών) είναι η δημόσια κριτική του έργου τους, η οποία,  μάλιστα θεωρώ ότι πρέπει να γίνεται επωνύμως.

 Η κριτική μπορεί να είναι οξεία, ακόμα και άδικη, είναι, όμως, απολύτως αναγκαία σε μία δημοκρατική κοινωνία».

Και όταν διαμαρτύρονται οι ίδιοι οι δικαστικοί επειδή τους κρίνουν, όπως έκανε, πάλι, προχθές η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων;

Ο Σταύρος Τσακυράκης έχει στο κείμενό του μια ξεκάθαρη απάντηση και σε αυτό:

«Οι δικαστές δεν μπορούν να απαντούν στην κριτική που τους ασκείται, όχι μόνο από πολίτες ή νομικούς αλλά και από μέλη του νομοθετικού σώματος και της εκτελεστικής εξουσίας. Η ελευθερία του λόγου που απολαμβάνουν οι υπόλοιποι πολίτες δεν ισχύει υπέρ όσων είναι κρατικά όργανα, και η αμεροληψία που οφείλουν να επιδεικνύουν οι δικαστές, σχεδόν σε κάθε θέμα δημοσίου συμφέροντος, δεν τους επιτρέπει να δημοσιοποιούν τις απόψεις τους, και επομένως περιορίζει δραματικά τη συμμετοχή τους στο δημόσιο διάλογο».

Αυτά έγραφε το 2013, με αφορμή τότε μια άλλη, πάλι, ανακοίνωση της «Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων» που διαμαρτυρόταν για την κριτική που της είχε ασκηθεί και από πολιτικούς για τις διώξεις σε βάρος του Ανδρέα Γεωργίου για την υπόθεση της ΕΛΣΤΑΤ.

Θέλουμε όμως να προσθέσουμε μια άλλη παράμετρο, σε όσα σεβαστά είχε γράψει ένας καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου που πάντα παρενέβαινε με μεγάλη και χαρακτηριστική παρρησία. 

Μια διάσταση που θα την χαρακτηρίζαμε «πολιτική» στην ουσία της για να επιχειρηματολογήσουμε πάνω στο γιατί η κυβέρνηση αν και μπορεί δεν πρέπει να σχολιάζει τη δικαιοσύνη.

Αυτές τις μέρες στην εξεταστική επιτροπή της Βουλής που διερευνά τυχόν ευθύνες του κ. Δημ. Παπαγγελόπουλου ακούγονται πραγματικά τρομακτικά πράγματα, τα οποία μάλιστα αποφεύγουμε όλοι να συζητήσουμε. Οι καταγγελίες που εκτοξεύονται απ’ όλες τις πλευρές (και οι...πλευρές είναι ανώτατοι δικαστικοί) σκιαγραφούν το ενδεχόμενο ύπαρξης ενός παραδικαστικού κυκλώματος. Αυτό δημιουργεί τρόμο στον πολίτη που βλέπει τη Δικαιοσύνη ως αυτό που πραγματικά είναι σε κάθε ευνομούμενη πολιτεία: ως το τελευταίο καταφύγιο του αδυνάτου.

Σε αυτό λοιπόν το βαρύ κλίμα, πιστεύουμε ότι η κυβέρνηση πρέπει να απέχει του σχολιασμού κάθε απόφασης της Δικαιοσύνης για οποιοδήποτε θέμα, αν και έχει δικαίωμα να το κάνει, όπως είδαμε και παραπάνω.

Να το πούμε αλλιώς: ακριβώς επειδή έχει δικαίωμα να το κάνει, ας μην ασκεί αυτό το δικαίωμα γιατί επιβαρύνει το κλίμα ακόμα περισσότερο και αυτό είναι το τελευταίο που χρειάζεται η χώρα, σε μια συγκυρία που προσπαθεί, μέσα σε όλα, να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της διεθνώς ώστε να γίνει πάλι ελκυστική σε επενδύσεις. Ας αφήσουμε τους δικαστές ήσυχους, να ηρεμήσουν.

Γιατί ποιος θα φέρει τα λεφτά του σε μια χώρα που η κυβέρνηση διαπληκτίζεται με τη δικαιοσύνη και η δικαιοσύνη με την κυβέρνηση;

 Η υπόθεση της οδού Ματρόζου αποκάλυψε σε όλους μας πολλά: Την οργάνωση των «παιδιών» που φοράνε κουκούλες και γάντια ώστε να μην αφήνουν στοιχεία βάσει των οποίων οι δικαστές θα μπορούν να τους αποδώσουν σοβαρότερες κατηγορίες από το πλημμέλημα. Θυμίζουμε ότι ο εγκληματίας που εκσφενδόνισε τον τσιμεντόλιθο στους αστυνομικούς φορούσε κουκούλα και γάντια. Την πράξη την είδαμε όλοι, ζωντανά στην τηλεόραση αλλά ο δράστης κατάφερε να μείνει ανώνυμος. Και ερίζουμε μεταξύ μας αντί να καταγγείλουμε όλοι μαζί, με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο, τη δράση των εγκληματιών που φοράνε πολιτική προβιά και χρησιμοποιούν τα ίδια τα εργαλεία του κράτους δικαίου για να συνεχίζουν ανενόχλητοι τα εγκλήματά τους.

Η υπόθεση της Ματρόζου αποκάλυψε ακόμα τις αδυναμίες της κυβέρνησης στο επικοινωνιακό πεδίο που ελπίζουμε να διορθωθούν σύντομα, την αφέλεια της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου ΠροΠο να εμπιστευτεί μια αριστερά που αναπνέει μόνο σε συνθήκες ανωμαλίας. Την αριστερά δεν μπορούμε να την εμπιστευτούμε ποτέ και για τίποτα, αυτό είναι αξίωμα.

Και βέβαια, η υπόθεση της οδού Ματρόζου αποκάλυψε για άλλη μια φορά τις εμμονές του ΣΥΡΙΖΑ που σταθερά, αποδέχεται και εκλογικεύει την πολιτική βία. Την πολιτική βία που εξαχρειώνει τα άτομα για να τα μετατρέψει σε καύσιμο αυταρχικών εξουσιών.

Στην υπόθεση της Ματρόζου ας μείνει θύμα μόνο ο «πολιτικός εγωισμός» και ας αφήσουμε τους θεσμούς εκτός της αντιπαράθεσης γιατί τους χρειαζόμαστε ακμαίους και ισχυρούς για την οικονομική ανοικοδόμηση της πατρίδας μας.