Ήμουν κι εγώ στα ΝΕΑ

Ήμουν κι εγώ στα ΝΕΑ

Του Τάκη Καμπύλη*

Ήμασταν τρείς νεαροί, άσχετοι όλοι με τη δημοσιογραφία, υποψήφιοι για δόκιμοι ρεπόρτερ, όταν διαβήκαμε συνοδεία του τότε υπερ-αρχισυντάκτη Νικηφόρου Αντωνόπουλου, το γραφείο του θρυλικού «Θείου», του Λέοντα Καραπαναγιώτη. Ο Λέων ευγενέστατος, μας μίλησε στον πληθυντικό και μας ρώτησε με τι ρεπορτάζ θα θέλαμε να ξεκινήσουμε. Αφού μας άκουσε, μας χαιρέτισε πάντα ευγενικά και μας είπε ότι θα μας ειδοποιούσε. Όταν την επομένη βρέθηκα να κάθομαι στο χώρο του ελεύθερου ρεπορτάζ (στο γραφείο που λίγο πριν είχε η Λιάνα Κανέλλη) ήμουν ο μόνος από τους τρείς. Χρόνια μετά, όταν ρώτησα σχετικά τον Καραπαναγιώτη γιατί απέκλεισε τους άλλους δύο, μου έδωσε έναν ακόμη λόγο να τον θυμάμαι με περηφάνια, αγάπη και βαθύ σεβασμό: «Θυμάσαι τι μου απάντησαν αυτοί οι δύο ανεκδιήγητοι; (σ.σ: Τη χρησιμοποιούσε συχνά αυτή τη λέξη). Ότι ήθελαν να ξεκινήσουν δημοσιογραφία από το πολιτικό ρεπορτάζ. Πώς να τους εμπιστευτώ;».

Μια πιο γενική παρατήρηση από την εμπειρία μου στον ΔΟΛ -και γνωρίζοντας πλέον σχετικά καλά την ιστορία τους - ήταν ότι οι δύο εφημερίδες καθορίστηκαν πολύ από τους διευθυντές τους. Αυτό δείχνει και μία γενική αρχή του Λαμπράκη ως εκδότη: Δεν ήταν ο εκδότης που τριγύριζε ανάμεσα στους εργαζόμενους και παρενέβαινε. Ούτε ήταν ο Πρόεδρος της ποδοσφαιρικής ομάδας που «τρώει» τον προπονητή επειδή τον ξεπερνάει σε δημοφιλία. Ο Λαμπράκης που αρνήθηκε να έχει αστυνομική συνοδεία και κατέβαινε για χρόνια από το Κολωνάκι στη Χρήστου Λαδά με τα πόδια, ακόμη και όταν είχε στοχοποιηθεί από τη 17Ν. Οι διευθυντές άφηναν πολύ έντονο το διαφορετικό τους στίγμα. Άλλο του Γιάννη Καψή κι άλλο του Λέοντα Καραπαναγιώτη. Το ίδιο συνέβαινε και στο ΒΗΜΑ, αν και όχι τόσο διακριτό όσο με τα ΝΕΑ.

Ο Λαμπράκης έδινε χρόνο και αέρα στους ανθρώπους που επέλεγε για κεντρικούς ρόλους μέσα σ' ένα συγκρότημα που άρχισε να μετεξελίσσεται σε κάτι πολύ μεγαλύτερο εκείνη την εποχή: Σε οργανισμό με τεράστιο κύρος. Το κύρος έφερε την επιρροή στον ΔΟΛ.

Ο Νικηφόρος Αντωνόπουλος μου είχε πει δύο πράγματα τότε, όταν με ειδοποίησε ότι «ξεκινάς δοκιμαστικά για ένα τρίμηνο» που τα θυμάμαι όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια: «Στη δημοσιογραφία γράφουμε για να πείσουμε τους κακοπροαίρετους κι όχι για να κρυφτούμε πίσω από τους καλοπροαίρετους» και, «δεν υπάρχουν προφανή. Θα έρθει η στιγμή που θα κληθείς να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας».

Όταν οι διαψεύσεις απαγορεύονταν

Τα ΝΕΑ είχαν μεγάλους δασκάλους αν ήθελες να κάνεις δημοσιογραφία. Και όλο το περιβάλλον του ΔΟΛ το υποστήριζε.

Η διάψευση ήταν το μόνο πράγμα που δεν συγχωρούσε ο Καραπαναγιώτης. Η απόλυση ήταν δεδομένη. Και οι αποφάσεις, που δεν ήταν λίγες στα 21 χρόνια που εργάστηκα εκεί, δεν προκάλεσαν ποτέ απεργίες από την ΕΣΗΕΑ. Ήταν προφανές ότι ο εργαζόμενος έχει δικαιώματα, αλλά επίσης και ευθύνες. Μεγάλες ευθύνες επειδή μεγάλο ήταν και το κοινωνικό κύρος της εφημερίδας που εργαζόταν και η οποία - ήταν εμφανές για χρόνια- ζούσε από τα μεγάλα κέρδη της. (Σημαντικό ποσοστό των οποίων ο Λαμπράκης μοίραζε στους εργαζόμενους στο τέλος κάθε χρονιάς με την μορφή πρίμ –που αντιστοιχούσε τουλάχιστον σε πέντε μισθούς στον καθένα. Σε όλους ή σχεδόν όλους. Μέχρι τα χρόνια που ο ΔΟΛ από την υποτίμησή του ως οικονομικό μέγεθος πέρασε στην άλλη όχθη, στην υπερτίμηση. Πέρασε άτσαλα και υπερφίαλα και το πλήρωσε).

Άλλωστε οι δημοσιογράφοι των ΝΕΩΝ ήμασταν περήφανοι για τους μισθούς μας, για την κάλυψη των όποιων έκτακτων αναγκών μας και για την έμπρακτη υποστήριξη στον καθένα μας. Η παράδοση έλεγε ότι ο δημοσιογράφος των ΝΕΩΝ δεν δέχεται από κανέναν πολιτικό ή επιχειρηματία ή άλλη «πηγή» του ρεπορτάζ να του κάνει το τραπέζι, θα το πληρώνει η επιχείρηση. Και τηρήθηκε ευλαβικά- μέχρι τα χρόνια της φούσκας του Χρηματιστηρίου.

Τα ΝΕΑ ζούσαν από τα ΝΕΑ. Τουλάχιστον μέχρι να χάσουν τις Μικρές Αγγελίες, τα ΝΕΑ εισέπρατταν καθημερινά πολύ και ζεστό χρήμα. Ωστόσο θυμάμαι με περηφάνια τις πρώτες βδομάδες μετά την απώλεια των αγγελιών. Οι -τότε- κακεντρεχείς υποστήριζαν ότι χάνοντας τις μικρές αγγελίες τα ΝΕΑ θα κατρακυλούσαν κυκλοφοριακά. Διαψεύστηκαν. Και θυμάμαι τους πανηγυρισμούς μας όταν βρεθήκαμε πάλι πρώτοι σε κυκλοφορία γιατί αυτό οφειλόταν πλέον καθαρά στη δική μας τη δουλειά. Και βέβαια ο Καραπαναγιώτης (και ο Λαμπράκης) πάντοτε είχαν κάποιο (διόλου ευκαταφρόνητο) πριμ για να επιβραβεύσουν μια δημοσιογραφική επιτυχία. Θυμάμαι ακόμη και τα μαθήματα ξένων γλωσσών ή υπολογιστή που πολύ συχνά οργάνωναν τα ΝΕΑ και την προθυμία με την οποία ο Καραπαναγιώτης πλήρωνε ταξίδια στο εξωτερικό ή μας τροφοδοτούσε με περιοδικά ή βιβλία στα Αγγλικά ή στα Γαλλικά. Και ακόμη τις διευρυμένες συσκέψεις προγραμματισμού που οργάνωνε. Ήταν εποχές που τα ΝΕΑ, (εμείς), συνομιλούσαν μεταξύ τους δημιουργικά και, ένοιωθες ότι βρισκόσουν πολύ κοντά, σχεδόν τον προκαλούσες, κάθε ενδιαφέροντα διάλογο της κοινωνίας μας τότε. Κι αυτό δεν άλλαξε μέχρι χτες.

Οι μεγάλες αλλαγές στη δημοσιογραφία

Στα ΝΕΑ έγιναν μεγάλες τομές, θα ισχυριστώ δομικές στη δημοσιογραφία που άλλαξαν τον ελληνικό Τύπο. Η πρώτη μεγάλη τομή ήταν τα ένθετα ειδικού ενδιαφέροντος, ή ειδικών κοινών όπως λέγαμε τότε. Αντιλαμβανόμενος ο Καραπαναγιώτης πολύ νωρίς την επικείμενη επέλαση της τηλεόρασης ενίσχυσε το προϊόν του στο δυνατό του σημείο, διευρύνοντας παράλληλα τη θεματογραφία. Άνοιξε την εφημερίδα σε περισσότερο χρώμα και εκσυγχρόνισε το κασέ. Αλλά, ταυτόχρονα, ενίσχυσε την αρθρογραφία και τις στήλες γνώμης. Ό,τι στη Βρετανία έγινε με τα ταμπλόιντς στην Ελλάδα έγινε ανάποδα: Οι σοβαρές εφημερίδες άλλαξαν σχήμα και κασέ αλλά παρέμειναν σοβαρές. Εκείνα τα χρόνια τα ΝΕΑ ήταν ένα μεγάλο εργαστήριο πειραματισμών και ανάδειξης νέων ανθρώπων σε κάθε τομέα.

Η δεύτερη τομή ήταν η σύγκρουση με την τότε αριστοκρατία του ρεπορτάζ. Ένα οριζόντιο φαινόμενο δια-σύνδεσης ομάδων δημοσιογράφων του ίδιου ρεπορτάζ ανεξάρτητα το μέσο όπου εργάζονταν. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τον έλεγχο της ροής της ειδησιογραφίας για εντελώς μικρο-συντεχνιακούς λόγους. Ήταν τα λεγόμενα τράστ. Άγραφος κανόνας της μεταξύ τους «αλληλεγγύης» ήταν ότι κανένας δεν θα έβγαζε αποκλειστικό χωρίς να το γνωρίζουν οι υπόλοιποι του τράστ. Εκεί έγινε η μεγάλη μάχη. Με τεράστιες συγκρούσεις και στο εσωτερικό της εφημερίδας. Αλλά ο Καραπαναγιώτης και το επιτελείο του στάθηκαν βράχοι. Το ρεπορτάζ ανήκε σε όποιον το έφερνε. Το άβατο στους τομείς πατήθηκε κι αυτό ευνόησε ακόμη περισσότερο κυκλοφοριακά τα ΝΕΑ. (Το τέλος της σύγκρουσης στο εσωτερικό σφραγίστηκε από μια νέα συνεργασία των τμημάτων και των δημοσιογράφων μεταξύ τους. Σπάνια οι υπογραφές στα ρεπορτάζ ήταν λιγότερες από δύο-δείγμα του χρόνου και των ρεπόρτερ που θυσίαζε η εφημερίδα για να έχει όπως λέγαμε τότε «το πληρέστερο ρεπορτάζ»).

Η σημασία που έδιναν τα ΝΕΑ στον αναγνώστη είναι στη δημοσιογραφική πιάτσα γνωστή. Μας κοιτούσαν με ανοιχτό το στόμα όσοι άκουγαν τον πανικό μας επειδή είχε έρθει επιστολή αναγνώστη που μας αφορούσε. (Το ίδιο και χειρότερα αν έφθανε στον Λαμπράκη). Μου είχε κάνει από την αρχή εντύπωση ότι ο Καραπαναγιώτης έβλεπε προσωπικά καθημερινά τις δεκάδες των επιστολών –τότε. Και κανόνιζε σε ποιες θα υπάρξει απάντηση και σε ποιες όχι. Αν ήσουν στη δεύτερη κατηγορία σήμαινε ότι την είχες βάψει. Όχι με στέρηση μισθού. Με το να μην σε χαιρετάει ο Θείος! Ή και να σε απολύσει αν η διάψευση ακύρωνε βασικές αρχές των ΝΕΩΝ (π.χ. δεν είχες ρωτήσει την άλλη πλευρά ή είχες γράψει ψεύτικες δηλώσεις κάποιου). Ίσως γι'' αυτό στα ΝΕΑ λειτουργούσαν περισσότερα από κάθε άλλη εφημερίδα φίλτρα ελέγχου τι θα δημοσιευόταν.

Ο Αντρέας, ο Κοσκωτάς και μερικές ανέκδοτες ιστορίες

Αλλά υπήρχε και μια εσωτερική δημοκρατία μέσα στα ΝΕΑ. Η ποιότητά της δεν αρκέστηκε μόνο στον καθημερινό διάλογο σε επίπεδο συσκέψεων κάθετα από τη Διεύθυνση μέχρι τον δόκιμο ρεπόρτερ. Υπήρχε και μια ηθική πλευρά πολύ ισχυρή στην καθημερινότητά μας: Δεν έχω ξεχάσει την περίπτωση συναδέλφου που αποκαλύφθηκε, εθελουσίως, σε μένα ότι ήταν εξαρτημένος. Ήταν την εποχή που τα ΝΕΑ είχαν στηρίξει μια μεγάλη προσπάθεια εκσυγχρονισμού της πρόληψης και θεραπείας των εξαρτημένων. Ο Καραπαναγιώτης -ευερέθιστος και απρόβλεπτος όπως πάντα- μου τα έψελνε για τα ρεπορτάζ και για τη γενικότερη παρουσία(απουσία) του συναδέλφου. Του μίλησα πολύ ανοιχτά. Την μεθεπομένη ο συνάδελφος έφυγε για τη Ζυρίχη για τρείς μήνες –εννοείται όλα πληρωμένα από την εφημερίδα. Αργότερα εγκατέλειψε –σχετικά γρήγορα- τη δημοσιογραφία και ασχολήθηκε με κάτι που πάντα ήθελε στο εξωτερικό. Υπάρχουν τόσα κι άλλα τόσα σ αυτόν τον τομέα προσωπικής υποστήριξης που απολαύσαμε πολλοί, εκατοντάδες, μέσα σ αυτή την εφημερίδα. Σε κλίμα πραγματικά φιλελεύθερο και δημοκρατικό.

Στα 21 χρόνια στα ΝΕΑ, τα 14 ως αρχισυντάκτης, δεν είχα παρεμβάσεις. Τις παρεμβάσεις του τύπου που βλέπεις στις τηλεοπτικές σειρές ή διαβάζεις γι' αυτές στα σόσιαλ μίντια. Η αρχή ότι στο ρεπορτάζ βάζεις όλες τις πλευρές και όλες τις πιθανότητες και ότι μόνο στα σχόλια ή στα άρθρα σε ειδικές στήλες γράφεις την προσωπική σου άποψη λειτουργούσε πολλαπλώς.

Υπήρχαν εξαιρέσεις και ήταν μάλλον προφανείς: Δεν μπορούσες να γράψεις εναντίον του Μεγάρου ή εναντίον του εκάστοτε υπουργού Πολιτισμού. Οι αιτίες κι εδώ είναι λίγο πιο σύνθετες από τη γνωστή ισοπεδωτική. Στα ΝΕΑ και στο Βήμα η αυτολογοκρισία ήταν πολύ ισχυρή. Θυμάμαι τον Καραπαναγιώτη πολύ συχνά να λέει «αύριο θα λένε ότι ο Λαμπράκης θέλει αυτό ή εκείνο». Αυτό το βάρος του ονόματος ήταν που (και) για αντικειμενικούς λόγους επέβαλλε την πληρότητα των ρεπορτάζ. Ο Λαμπράκης πολλές φορές είχε χρειαστεί να αποδείξει ότι δεν ήταν ελέφαντας.

Υπήρξαν στιγμές που οι καλές προσωπικές σχέσεις όλων μας με πολιτικούς ή ακαδημαϊκούς ή συγγραφείς ή ποιητές ή πολιτικούς αναλυτές έπαιζαν ρόλο. Ο καθένας μας ήθελε να ισχυροποιήσει την «πηγή» του. Σε ελάχιστες περιπτώσεις που η διεύθυνση της εφημερίδας δεν συμφωνούσε με την επιλογή μιας συνέντευξης ή ενός σχολίου ή μιας είδησης η επιλογή σπάνια ήταν η ακραία. «Οφείλουμε να δημοσιεύουμε τα πάντα αλλά εμείς θα επιλέξουμε σε ποια σελίδα». Υπήρχαν συνεντεύξεις που προβάλλονταν στην πρώτη σελίδα και συνεντεύξεις που δεν προβάλλονταν. Προσωπικά τη βρήκα σοφή αυτή την επιλογή ιδιαίτερα σε εφημερίδες γνώμης που έφεραν ειδικά βάρη (άδικα όπως στην υπόθεση των Ιουλιανών, δίκαια όσον αφορά τον Καματερό).

Πιο ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η στάση απέναντι στον Ανδρέα Παπανδρέου. Τα ΝΕΑ ποτέ δεν χτύπησαν προσωπικά τον Ανδρέα. Ποτέ. Μόνο πολιτικά. Ακόμη κι όταν ο Κοσκωτάς απειλούσε να πάρει στελέχη από τον ΔΟΛ έναντι εξωφρενικών αμοιβών και πρίμ. Ποτέ δεν μετείχαν στον πόλεμο στο πρόσωπο της Δήμητρας όπως το σύνολο του Τύπου. Ποτέ δεν δημοσίευσαν καμία από τις γνωστές «φωτογραφίες». Η γραμμή ήταν σαφής: Υπάρχει σκάνδαλο, υπάρχουν χρηματισμοί αλλά δεν αφορούν τον Ανδρέα. Η απόφαση του Ειδικού δικαστηρίου τη δικαίωσε. Πολλοί υποστήριζαν ότι η γραμμή αυτή οφειλόταν στον Καραπαναγιώτη. Ήταν γνωστή η προσωπική σχέση του Θείου με τον Ανδρέα. Πολλοί μιλούσαν για σχεδόν λατρεία του Θείου. Δεν το αποκλείω. Ωστόσο θα αναφερθώ σε μια άγνωστη στιγμή μια Κυριακή του 1993. Ήταν Η Κυριακή των εκλογών που θα την ακολουθούσε η Δευτέρα της επιστροφής του Ανδρέα στην εξουσία (και θα χάριζε στον τόπο την καλύτερη για πολλούς τριετία της Μεταπολίτευσης). Στο σπίτι του Καραπαναγιώτη στη Στησιχόρου (εκεί που σήμερα ανθεί μια νέα δημοσιογραφική προσπάθεια) ήταν καλεσμένος ο Ανδρέας. Χωρίς τη Δήμητρα! Ο Καραπαναγιώτης μας μάθαινε να βάζουμε όρια ακόμη και στον θαυμασμό μας.

Προσωπικά ο θαυμασμός μου γι' αυτόν και η περηφάνια μου που ήμουν σ' αυτά τα ΝΕΑ μεγάλωσε τότε ακόμη περισσότερο γιατί μόνο τότε κατάλαβα το μεγαλείο της συμπεριφοράς του διευθυντή των ΝΕΩΝ σε ένα άλλο επεισόδιο μερικά χρόνια πριν, την εποχή της παντοδυναμίας του Ανδρέα και πριν τα «Κοσκωτικά». Ήταν η πορεία του Πολυτεχνείου νομίζω το '87. Τότε μαζί τον Λεωνίδα Αντωνόπουλο και τον φωτορεπόρτερ Σωτήρη Καδινόπουλο καλύπταμε την πορεία μέχρι την Πρεσβεία των ΗΠΑ. Σε κείνα τα επεισόδια, όπως και σε πολλά εκείνης της εποχής οι δημοσιογράφοι πολλές φορές είχαν υποστεί ξυλοδαρμούς από τα ΜΑΤ. Εκείνη τη χρονιά ήταν κάτι το πρωτοφανές. Γυρίσαμε να γράψουμε το ρεπορτάζ ματωμένοι στην εφημερίδα. Ο Σωτήρης είχε χτυπηθεί περισσότερο απ' όλους. Το μάτι του πρησμένο, καρούμπαλο μεγάλο στο κεφάλι μια μύτη λίγο γυρισμένη προς τα δεξιά και πολλές μικρότερες πληγές. Διαπιστώσαμε έκπληκτοι ότι στην εφημερίδα όχι μόνο δεν γνώριζαν τι είχε συμβεί ούτε την έκταση των επεισοδίων αλλά είχαν την εικόνα μικροεπεισοδίων. Ενημέρωσα τον Νικηφόρο κι αυτός πήγε μέσα στο γραφείο του «θείου». Μετά από αρκετή ώρα ο Νικηφόρος ήρθε και μας είπε να γράψουμε ότι είδαμε και ζήτησε τα σλάιτς από τον Σωτήρη. Κάμποσο μετά κι ενώ υπήρχε ένας εμφανής εκνευρισμός «μέσα» (στο γραφείο του Θείου και στους αρχισυντάκτες) ο Καραπαναγιώτης με κάλεσε πάλι στη σύσκεψη. Ήταν έξαλλος με αυτούς που τον είχαν ενημερώσει λάθος –ότι δεν είχε συμβεί τίποτα σημαντικό- και είχε εκλάβει ως προσωπική προσβολή του, τον ξυλοδαρμό των δημοσιογράφων του. Είχε λοιπόν «στολίσει» δεόντως αυτούς που το είχαν ενημερώσει πριν αλλά ήταν ακόμη κατακόκκινος και αγριωπός. Κάποια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνό του και το σήκωσε η Ευγενία. «Είναι ο κ. Κουτσόγιωργας κυριε Καραπαναγιώτη». Κατάλαβα από τη συνομιλία το μεγάλο λάθος του Κουτσόγιωργα. Κάτι σαν «μην έχεις εμπιστοσύνη στα παιδαρέλλια που στέλνεις». «Παιδαρέλια οι δημοσιογράφοι των ΝΕΩΝ;» άκουσα τη φωνή του Θείου αυστηρή και βροντερή. Κάτι του είπε ο Κουτσόγιωργας κι αμέσως μετά ο Θείος βρυχήθηκε: «Κανένας μαλάκας Κουτσόγιωργας δεν θα μου πει εμένα πως θα κάνω δημοσιογραφία». Επι λέξει. Και χτύπησε με οργή το ακουστικό στη συσκευή. Είχαμε μείνει όλοι αγάλματα. Νομίζω ήταν μπροστά ο Νικηφόρος, ο Γιάννης Μετζιδάκης ο Μιχάλης Φακίνος και βέβαια ο «πατέρας του λόχου» ο γλυκός μας και θαλερός Βασίλης Νικολόπουλος. (Σ αυτόν βρίσκαμε όλοι καταφύγιο απέναντι στο Θείο).

Στη σιωπή ήρθε και δεύτερο τηλεφώνημα. Το σήκωσε ο Γιάννης Μετζιδάκης. «Κυριε Καραπαναγιώτη είναι ο κύριος Πρωθυπουργός στο τηλέφωνο, ο ίδιος, και θέλει να σας μιλήσει».

- «Να του πεις ότι δεν είμαι εδώ», ακούστηκε η οργισμένη φωνή του Θείου στο ανοιχτό ακουστικό που κρατούσε αμήχανος ο Μετζιδάκης.

Τέτοια μαθήματα παίρναμε όλοι μας στα ΝΕΑ. Με το ΒΗΜΑ δεν είχαμε πολλά πολλά. Χαρακτηριστικό των σχέσεων μας ήταν κάποιες Απόκριες, όταν καμιά δεκαριά ρεπόρτερ και ύλαρχοι (επί της ύλης) αποφασίσαμε να φορέσουμε όλοι κοστούμια και γραβάτα (ενώ καθημερινά εκνευρίζαμε τον Καραπαναγιώτη με τα σανδάλια και τα αμπέχωνα που συνήθως φορούσαμε). Μπαίνει λοιπόν κάποια στιγμή ο Καραπαναγιώτης μας βλέπει και ρωτάει τι πάθαμε: «Ντυθήκαμε ΒΗΜΑ κυριε Καραπαναγιώτη» του είπαμε…

Την υπόθεση Κοσκωτά την έζησα πολύ από μέσα, τόσο πολύ που τελείωσα μια για πάντα με τις γελοίες υποθέσεις συνωμοσίας που ελέω πασοκικού λαϊκισμού κυριαρχούσαν εκείνη την εποχή. Η σημασία της κίνησης του τότε αναπληρωτή υπουργού Γιάννη Καψή να ειδοποιήσει χαράματα το αντίστοιχο υπουργείο στις ΗΠΑ ότι ο Κοσκωτάς που μόλις είχε προσγειωθεί στη Βοστώνη έπρεπε να συλληφθεί και να κρατηθεί διότι ήταν φυγάς με σωρεία σκανδάλων νομίζω ότι ήταν η αρχή της επανανομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος. Τον Γιάννη Καψή είχε ειδοποιήσει ο Καραπαναγιώτης τον οποίο είχα ειδοποιήσει εγώ, ενώ ο Νότης Παπαδόπουλος ενημέρωνε την ανταποκρίτρια των Νεων Κλόντια Ράιτ κι αυτή με τη σειρά της επικοινωνούσε με αρμόδιες αρχές της Βοστώνης. Ξημερώματα μπόρεσα να μιλήσω και με τον αρμόδιο εισαγγελέα που μου επιβεβαίωσε τη σύλληψη του Κοσκωτά και την άλλη μέρα τα ΝΕΑ βγήκαν με τίτλο «Τα ΝΕΑ έπιασαν τον Κοσκωτά». Στο παρασκήνιο έζησα εκείνο το βράδυ την απροθυμία υπουργών του Πασοκ να κινητοποιηθούν στις φωνές του Καραπαναγιώτη και δεν ξέρω πόσο ομαλές θα μπορούσαν να είναι οι μετέπειτα εξελίξεις αν αντί για τη σύλληψη του Κοσκωτά έβγαινε το άλλο ρεπορτάζ που ήταν έτοιμο και που θα ξεμπρόστιαζε με ονοματεπώνυμα το μισό Πασοκ που εκείνες τις ώρες προσποιούταν ότι κοιμόταν.

Η φούσκα του Χρηματιστηρίου

Την εποχή που η μισή Ελλάδα έπινε ουίσκι με κόκα κόλα στα ελληνάδικα της γνωστής πασοκικής πολιτιστικής επανάστασης τα ΝΕΑ άνοιγαν τις ειδικού βάρους πολιτιστικές σελίδες τους και στο χώρο των ιδεών. Ήταν πιο πιθανό να βρεις κριτική για τον Χάντιγκτον στα ΝΕΑ παρά στο «Διαβάζω». Η προσφορά τους στην μέχρι πρόσφατα Σαμιραμινική εποχή του Πασοκ ήταν κατά τη γνώμη μου απελευθερωτική για την γενιά της επόμενης μέρας. Για την εποχή του Σημίτη και της ΟΝΕ. Ήταν όμως και η εποχή που τα σύννεφα μαζεύονταν.

Ξεκίνησα στα ΝΕΑ όταν το νέφος ήταν τουλάχιστον κάθε δύο μέρες πρώτο θέμα, όπως και τα τροχαία κι αισίως είχαμε φτάσει στην εποχή με τα καταλυτικά, το μετρό, το Βενιζέλος, την πεζοδρόμηση της Αρεοπαγίτου και τόσα άλλα. Οι απολαβές μας είχαν απογειωθεί όπως και των περισσότερων Ελλήνων. Οι γραβάτες γέμισαν λαχούρια και η ατμόσφαιρα από ακριβά αρώματα από τα ταξίδια όλο και περισσότερων στο εξωτερικό. Το Χρηματιστήριο έτρεχε σαν τρελό, όπως και πολλά ξένα χρηματιστήρια. Νοιώσαμε τον αντίκτυπο από μια νέα γενιά που ήρθε στον ΔΟΛ. Στα άλλα του τμήματα. Ήταν οι γιάπις, τα γκόλντεν μπόις που γέννησε εκείνη η εποχή. Η βεβαιότητά τους ήταν παράδοξη, υπερφίαλη. Έπαιρναν πολλά χρήματα αλλά φρόντιζαν και να το δείχνουν. Τζιπάρες, ντυσίματα και τα πιο ακριβά στούντιο στα πιο ακριβά θέρετρα. Ο ΔΟΛ απλωνόταν σε τομείς για τους οποίους δεν είχε ούτε τη γνώση ούτε τους ανθρώπους. Αλλά το ράλυ του Χρηματιστηρίου τους κρατούσε στον αφρό. Σε μας στα ΝΕΑ ήταν κοινός τόπος πως ο Ψυχάρης ήταν ο εμπνευστής αυτής της γιγάντωσης. Και θυμάμαι πως και στις συσκέψεις επικρατούσε έντονος σκεπτικισμός από την ταχύτητα με την οποία επεκτεινόταν ο ΔΟΛ. Σπάνια λεγόταν ανοιχτά αλλά γνωρίζαμε όλοι ότι υπήρχε. Και μαθαίναμε και για την έκταση της διαπλοκής ακόμη και από τον τρόπο που ζούσαν κάποιοι υπουργοί του Πασοκ. Και τότε τα ΝΕΑ πήραν –κατά τη γνώμη μου - τη σωστή απόφαση: Χτυπάμε τους υπουργούς ή τους βουλευτές όχι όμως και τον ψηφοφόρο. Ευθύνες δεν υπάρχουν σε μία ολόκληρη παράταξη αλλά σε φυσικά πρόσωπα. Αυτή πρέπει να είναι η αρχή της κάθαρσης.

Τα ΝΕΑ ποτέ δεν δημοσίευσαν διαμελισμένα πτώματα, ή πιπεράτες φωτογραφίες καμίας 35χρονης στις ιδιωτικές στιγμές με κάποιον γενικό γραμματέα. Μια από τις μόνιμες αιτίες τριβής με τον Καραπαναγιώτη όταν με τίμησε με τη συμπεριφορά του και είχαμε πολλές ιδιωτικές συζητήσεις ήταν τα ξύλινα γράμματα και οι τίτλοι που επέλεγε μερικές φορές. Τους έβρισκα χωρίς λόγο υπερβολικά λαϊκούς. Ιδίως δύο τίτλοι, τους θυμάμαι ακόμη: Ο ένας ήταν το «δαγκωτό Πασοκ» παραμονές των εκλογών του '93 κι ο άλλος «350 τόνοι λιγότερο νέφος στην Αθήνα». Τότε μου είχε απαντήσει «δεν φτιάχνεις πρώτη σελίδα για να αρέσει σε σένα αλλά για να φέρει κοντά σου τον αναγνώστη. Το στοίχημα είναι στο ρεπορτάζ κι όχι στον τίτλο». Πολλές φορές πήγαινε ο Καραπαναγιώτης απέναντι στον Καραπαναγιώτη. Κι αυτό συνεχίστηκε με όλους μας. Μάθαμε να είμαστε επαγγελματίες δημοσιογράφοι κι όχι επαγγελματίες καταγγελλιολόγοι. Υπήρχαν όρια που σεβόταν η εφημερίδα στον καθένα μας αλλά υπήρχε και μια συνολική καθημερινή δουλειά που έπρεπε να γίνει ανεξάρτητα τι εξέφραζε πολιτικά ο καθένας μας. Υπήρχαν συνάδελφοι που πήγαιναν εντελώς απέναντι στη «γραμμή» αρκεί να ήταν τεκμηριωμένα όσα έλεγαν. Για την αρθρογραφία στα ΝΕΑ ίσχυε «άρθρα από τους καλύτερους κάθε πλευράς». Και μετά τον Καραπαναγιώτη ίσχυσε αυτό.

Η φούσκα του Χρηματιστηρίου σήμανε την αντίστροφη πορεία. Το ευρώ και οι Ολυμπιακοί του 2004 δεν κράτησαν ούτε τη χώρα ούτε τον ΔΟΛ σε εκείνο το ύστερο μεταπολιτευτικό παραμύθι, σ'' εκείνη τη συλλογική ψευδαίσθηση. Οι περικοπές έγιναν εντονότερες, οι προσλήψεις σταμάτησαν και οι ανάγκες για πολιτική, τραπεζική και επιχειρηματική στήριξη πολλαπλασιάστηκαν. Αλλά στα ΝΕΑ, στο δημοσιογραφικό κομμάτι, αυτό που μπορώ να παρακολουθώ, οι αρχές δεν άλλαξαν. Τα ρεπορτάζ είναι πλήρη, η ενημέρωση ακριβή και ακριβής.

Υπήρξαν μερικές στιγμές πολύ κακές. Το ακραίο γλύψιμο στον Τσίπρα και η σχεδόν ταυτόχρονη επίθεση εναντίον του ήταν δείγματα πανικού. Τα ΝΕΑ βρέθηκαν σε μη κανονικές συνθήκες για την ίδια τους την παράδοση. Βρέθηκαν έξω από τα νερά τους. Ποτέ δεν το έκαναν τα ΝΕΑ αυτό. Ποτέ δεν άλλαζαν γραμμή και μάλιστα τόσο χοντροκομμένα, σαν να αγνοούσαν τον αναγνώστη τους.

Έτσι, το παιχνίδι δεν κρίθηκε -όπως μέχρι το πρόσφατο χτες- στο γήπεδο που τα ΝΕΑ γνωρίζουν πολύ καλά: Δεν παίχθηκε ούτε στο περιεχόμενό τους ούτε στην αξία των δημοσιογράφων τους. Δεν είναι η Αγορά που τιμώρησε τις δύο εφημερίδες. Ούτε η πολυεπίπεδη αξία τους. Οι μόνοι που δεν έχουν ευθύνες είναι ο δημοσιογραφικός κορμός του ΔΟΛ. Απόδειξη, ο τρόπος με τον οποίο αντέδρασαν οι αρθρογράφοι τους. Πόσο περήφανος θα ήταν σήμερα γι αυτούς ο Λαμπράκης και ο Καραπαναγιώτης. Κι ας λένε οι διάφοροι άσχετοι ότι θέλουν…

Το σεβασμό μου και την αγάπη μου.

 

ΥΓ. Τον Ψυχάρη δεν τον είχα συναντήσει παρά ελάχιστες φορές σε συσκέψεις που αφορούσαν τα «ιντερνετικά» και το αρχείο των δύο εφημερίδων. Μου έκαναν εντύπωση δύο πράγματα πέρα από τη συνειδητή βλοσυρότητά του: Η κυνική -αλλά δίκαιη- αμεσότητά του όταν άκουγε από μας οράματα ανάπτυξης («τι θα βγάλουμε από αυτά;») και η στάση του προς τον Βασίλη Μουλόπουλο. Ο Ψυχάρης υπήρξε -υποθέτω θα είναι ακόμη - φανατικός αντικαπνιστής με σειρά απαγορεύσεων στο νέο κτίριο στη Μιχαλακοπούλου. Ωστόσο στις συσκέψεις στον μόνο που επέτρεπε να καπνίζει ήταν ο Βασίλης Μουλόπουλος.

*Ο κ. Τάκης Καμπύλης είναι δημοσιογράφος

 

Σημείωση: Το άρθρο δημοσιεύεται ταυτόχρονα στο περιοδικό The Greek Report και στο Liberal.