Το κλίμα ψεύτικης ευφορίας για το 2019 δημιουργεί ανεκπλήρωτες προσδοκίες

Το κλίμα ψεύτικης ευφορίας για το 2019 δημιουργεί ανεκπλήρωτες προσδοκίες

Στην αυγή του 2019, καλλιεργείται ένα κλίμα τεχνητής αισιοδοξίας και ψεύτικης ευφορίας στην Ελλάδα, ότι οι θυσίες έπιασαν τόπο, και ότι η χώρα τα κατάφερε. Προφανώς όμως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Γιατί, αν συνέβαινε, η εποπτεία των δανειστών δεν θα ήταν ασφυκτική, το brain drain θα είχε ανακοπεί και στην οικονομία μας θα εισέρρεαν εγχώρια και ξένα κεφάλαια πολλών δισεκατομμυρίων, που θα την απογείωναν.

Τα λόγια είναι του Μιχάλη Γκλεζάκου, καθηγητή χρηματοοικονομικής στο Πανεπιστήμιο Πειραιά, που αποτιμά το 2018 και κάνει τη δική του πρόβλεψη για τη πορεία της χώρας μέσα στη νέα χρονιά.

Συνοψίζει το καλό σενάριο για την Ελλάδα, στη προκήρυξη σύντομα των εκλογών, και στη προσδοκία η επόμενη κυβέρνηση να ξεκινήσει «με φόρα» τις μεταρρυθμίσεις στο κράτος και την οικονομία, να μειώσει τους φόρους, να στείλει εν πόση περιπτώσει το μήνυμα προς όλες τις κατευθύνσεις, ότι η Ελλάδα έχει ένα δικό της όραμα, ότι δεν της χρειάζονται πια πολιτικές επιδοματικής πελατείας και ότι δεν αρκείται σε μια συγκυριακή και ισχνή ανάκαμψη.

Το κακό σενάριο, για τον ίδιο, είναι οι εκλογές να καθυστερήσουν, γεγονός που σημαίνει ότι η οικονομία θα σέρνεται, αιχμάλωτη σε ένα κλίμα παγωμένων μεταρρυθμίσεων και παροχολογίας που δεσμεύουν και την επόμενη κυβέρνηση. Και επισημαίνει τον κίνδυνο ότι αυτό το κλίμα της ψεύτικης ευφορίας που καλλιεργείται σήμερα, δημιουργεί προσδοκίες στους πολίτες που δεν είναι δυνατό να εκπληρωθούν σε σύντομο χρονικό διάστημα από την επόμενη κυβέρνηση.

Έτσι, αυτή θα έχει μικρότερη περίοδο χάριτος από εκείνη που θα χρειάζεται για να εφαρμόσει το πρόγραμμα της, ενώ θα αναλάβει υποχρεώσεις και θα χρεωθεί με ευθύνες που δεν της αναλογούν.

Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη

Αποτιμώντας την ελληνική οικονομία το 2018, πιστεύετε ότι έγιναν βήματα μπροστά το 2018 ή απλά ξοδέψαμε άσκοπα έναν ακόμη χρόνο;

Δυστυχώς οι θυσίες του ελληνικού λαού δεν έχουν πιάσει τόπο. Το 2018 δεν αξιοποιήθηκε όπως έπρεπε και γι αυτό δεν καταφέραμε να προσελκύσουμε τις επενδύσεις που θα έσπρωχναν την οικονομία πολύ πιο πάνω από τα σημερινά επίπεδα, βάζοντας σε λειτουργία το πολυπόθητο ανοδικό σπιράλ της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης.

Δεν καταφέραμε να βγούμε με αξιώσεις στις αγορές και μάλιστα πριν αυτές να μπουν σε περίοδο «αναταράξεων», δεν καταφέραμε να μειώσουμε τον κίνδυνο της χώρας, που θα αύξανε τη ρευστότητα και θα μείωνε το κόστος δανεισμού για το κράτος και τις επιχειρήσεις.

Χάθηκε χρόνος στη διαχείριση των κόκκινων δανείων, δεν έγιναν οι μεταρρυθμίσεις που θα έδιναν οξυγόνο στην οικονομία. Αποτύχαμε να ενταχθούμε στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) έστω και «στο παρά πέντε». Δεν επιδιώξαμε καν πολιτική συναίνεση (έστω και τόσο αργά) στην οικονομία και στα μεγάλα, ανοιχτά, εθνικά θέματα.

Έτσι, μπαίνουμε στο 2019 με μια μέτρια και εφήμερη ανάπτυξη μιας ευάλωτης οικονομίας, με ένα τραπεζικό σύστημα που ακόμη αναζητά ισορροπία, με την πολιτική αντιπαράθεση στο βαθύ κόκκινο, με το εξωτερικό κλίμα επιβαρυμένο από τον εμπορικό πόλεμο και από τα μεγάλα προβλήματα των αναπτυσσόμενων χωρών, πρακτικά αποκλεισμένοι από τις αγορές, αφού δεν φαίνεται εύκολο να βρούμε δανεικά με λογικά επιτόκια.

Την ίδια ώρα στην αυγή του 2019, καλλιεργείται ένα κλίμα τεχνητής αισιοδοξίας και ψεύτικης ευφορίας, ότι οι θυσίες του ελληνικού λαού έπιασαν τόπο, ότι η Ελλάδα τα κατάφερε, και ότι το 2019 είναι η πρώτη χρονιά μετά από οκτώ ολόκληρα χρόνια, που η χώρα βρίσκεται καθαρά έξω από τα μνημόνια.

Προφανώς όμως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Γιατί, αν συνέβαινε, η εποπτεία των δανειστών δεν θα ήταν ασφυκτική, το brain drain θα είχε ανακοπεί και στην οικονομία μας θα εισέρεαν εγχώρια και ξένα κεφάλαια πολλών δισεκατομμυρίων, που θα την απογείωναν.  

Τα πάντα ωστόσο συνηγορούν το 2019 θα είναι μια δυσκολότερη χρονιά, με πολλές εστίες αβεβαιότητας στον διεθνή χώρο (Brexit, εμπορικοί πόλεμοι, έξαρση λαϊκισμού, Ευρωεκλογές, κλπ). «Βλέπετε» σημαντικές ανατροπές στην παγκόσμια οικονομία;

Το 2019 δεν ξεκινά με τις καλύτερες προϋποθέσεις. Υπάρχουν ανοιχτά όλα αυτά τα μέτωπα που αναφέρατε, τα οποία δύσκολα θα κλείσουν χωρίς σημαντικές απώλειες. Για παράδειγμα, ο «εμπορικός πόλεμος», είναι πολύ πιθανό να συνεχιστεί και κατά τον επόμενο χρόνο, γιατί παραμένει η πραγματική αιτία που τον προκάλεσε (τεράστιο εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ που μόνο με Κίνα και ΕΕ ήταν 506 δις $ το 2017).

Επίσης, κατά το 2019 θα υπολειτουργεί το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ (QE) και προφανώς δεν αναμένεται να επαναλειτουργήσουν τα αντίστοιχα προγράμματα των ΗΠΑ και Βρετανίας, με αποτέλεσμα να περιορισθεί η ρευστότητα και να ενισχυθούν οι προϋποθέσεις αύξησης του κόστους χρήματος.

Προς την κατεύθυνση αυτή αναμένεται να συμβάλλει και η αύξηση της αβεβαιότητας που θα προέλθει κυρίως από τις γεωπολιτικές εντάσεις (π.χ. στη Μέση Ανατολή), από τη χρηματοοικονομική αναταραχή στις αναπτυσσόμενες χώρες, από το Brexit κλπ.

Αν οι πιο πάνω εκτιμήσεις επαληθευτούν, θα δούμε τους ρυθμούς ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας να «ψαλιδίζονται», γεγονός που θα προκαλέσει κοινωνικές εντάσεις και θα ευνοήσει τον λαϊκισμό και τον εθνικισμό.

Όσον αφορά την ΕΕ, το 2019 τη βρίσκει δυνατότερη από πριν, δεδομένου ότι έχει εμπειρία στη διαχείριση κρίσεων και  πλέον διαθέτει  το αναγκαίο θεσμικό πλαίσιο και τους απαραίτητους μηχανισμούς.

Με αυτά τα δεδομένα θα μπορέσει να διαχειρισθεί  τις όποιες δυσκολίες προκύψουν, όπως π.χ. τις σημαντικές διακυμάνσεις στις αγορές, την απώλεια της Βρετανίας, τις εμπορικές σχέσεις της με ΗΠΑ και Κίνα κλπ.

Ένα απαραίτητο βήμα είναι η τραπεζική ολοκλήρωση, γιατί οι διακυμάνσεις των αγορών σε συνδυασμό με τα κόκκινα δάνεια και τις εξωπραγματικές θέσεις τους σε παράγωγα, θα φέρουν νέα προβλήματα στις ευρωπαϊκές τράπεζες κατά το επόμενο έτος.

Κάντε μας μια πρόβλεψη για την φετινή πορεία της ελληνικής οικονομίας, ποιο θα λέγατε ότι είναι το καλό και ποιο το κακό σενάριο;

Το καλό σενάριο θα ήταν να δούμε την επόμενη κυβέρνηση, όποια σύνθεση και να έχει, να ξεκινήσει «με φόρα», να στείλει το μήνυμα προς όλες τις κατευθύνσεις ότι η Ελλάδα έχει ένα δικό της όραμα, ότι δεν της χρειάζονται πια πολιτικές επιδοματικής πελατείας και ότι δεν αρκείται σε μια συγκυριακή και ισχνή ανάκαμψη. Επίσης, να επιτύχει μέσα σε λίγους μήνες τα εξής τουλάχιστον αποτελέσματα:

(α) Να κερδίσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών, με την αποφασιστική και άμεση προώθηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων και των ιδιωτικοποιήσεων, με τον ουσιαστικό περιορισμό της γραφειοκρατίας, με την μείωση των φόρων στο βαθμό που το επιτρέπουν τα δημοσιονομικά μας δεδομένα, με τη δέσμευση της ότι θα διατηρήσει το θεσμικό πλαίσιο που συνδέεται με την επιχειρηματικότητα όσο πιο σταθερό γίνεται.

(β) Να διευκολύνει στον μέγιστο βαθμό και με τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα τη διαχείριση των κόκκινων δανείων.

(γ) Να δρομολογήσει χωρίς καθυστέρηση τις αναγκαίες δράσεις που θα περιορίσουν τη φοροδιαφυγή, θα εκσυγχρονίσουν τον κρατικό μηχανισμό και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, θα απελευθερώσουν την παιδεία και θα διευκολύνουν τη σύνδεσή της με την οικονομία.

(δ) Να ζητήσει από τους δανειστές μικρότερα πρωτογενή πλεονάσματα (αν δείξει έργο όπως το πιο πάνω, θα βρει ανταπόκριση στο αίτημα της).

Αν αυτά συμβούν, θα προσελκύσουμε τις αναγκαίες επενδύσεις και θα επιτύχουμε την πολυπόθητη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη γιατί διαθέτουμε ισχυρά συγκριτικά πλεονεκτήματα που στις σημερινές συνθήκες δεν μπορούν να αξιοποιηθούν.

Το κακό σενάριο είναι οι εκλογές να καθυστερήσουν, γεγονός που σημαίνει ότι η οικονομία θα σέρνεται, αιχμάλωτη σε ένα κλίμα παροχολογίας και παγωμένων μεταρρυθμίσεων.

Σε μια τέτοια περίπτωση  η οικονομία μας θα χάνει διαρκώς την ανταγωνιστικότητα της, γιατί θα πορεύεται χωρίς τις αναγκαίες επενδύσεις σε μια εποχή που οι ανταγωνιστές της εκσυγχρονίζονται ταχύτατα, ενώ ο κίνδυνος χώρας θα αυξηθεί κάνοντας τον δανεισμό κράτους, νοικοκυριών και επιχειρήσεων δύσκολο και ακριβό.

Υπάρχει ανησυχία ότι οι προεκλογικές παροχές μπορεί να βγάλουν την οικονομία από την πορεία προς την κανονικότητα. Τι πιστεύετε ότι κληροδοτεί αυτή η κυβέρνηση στην επόμενη;

Οι εξαγγελλόμενες προεκλογικές παροχές είναι σε αναντιστοιχία με τις δυνατότητες της οικονομίας μας και ταυτόχρονα εκτείνονται πέρα από τα όρια της θητείας της παρούσας κυβέρνησης, δεσμεύοντας και την επόμενη.

Το πρόβλημα γίνεται ακόμη μεγαλύτερο από την μακρά προεκλογική περίοδο, την αναστολή των μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων (που έχουν ήδη καθυστερήσει υπερβολικά), αλλά και από την όξυνση της αντιπαράθεσης, που κάνει την πόλωση ακόμη πιο επικίνδυνη.

Επίσης, το κλίμα της τεχνητής αισιοδοξίας και της ψεύτικης ευφορίας που καλλιεργείται τώρα, δημιουργεί προσδοκίες στους πολίτες που δεν είναι δυνατό να εκπληρωθούν σε σύντομο χρονικό διάστημα από την επόμενη κυβέρνηση. Έτσι, αυτή θα έχει μικρότερη περίοδο χάριτος από εκείνη που θα χρειάζεται για να εφαρμόσει το πρόγραμμα της, ενώ θα αναλάβει υποχρεώσεις και θα χρεωθεί με ευθύνες που δεν της αναλογούν.

Όλα αυτά αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη σημασία από το γεγονός ότι 1-1,5 χρόνο μετά, θα ακολουθήσει η προεδρική εκλογή η οποία μπορεί να βάλλει ξανά τις εκλογές στο «κάδρο» και μάλιστα με απλή αναλογική, φέρνοντας πιο κοντά τον κίνδυνο μιας μακροπρόθεσμης πολιτικής αστάθειας, που θα δώσει τη χαριστική βολή στην ευάλωτη οικονομία μας.

Πως αποτιμάτε την τριετία 2015-2017; Πόσο μας κόστισε;  Συμμερίζεσθε την άποψη αρκετών αναλυτών ότι είναι πιθανό να χρειασθούμε και πάλι οικονομική βοήθεια από τους εταίρους μας;

Κατά την τριετία 2015-2017 κάναμε βήματα πίσω, τα οποία κόστισαν στην Ελληνική οικονομία και κοινωνία σε χρόνο και χρήμα.

Κατ αρχήν, το πρώτο εξάμηνο του 2015 ήταν καταστροφικό: Έφερε ένα σκληρό μνημόνιο, capital controls που διατηρήθηκαν όλη την τριετία, υπερβολικούς φόρους που γονάτισαν τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις και αύξησαν τα κόκκινα δάνεια.

Σε όρους ΑΕΠ, κινηθήκαμε και τα 3 αυτά χρόνια κάτω από το ΑΕΠ του 2014, ενώ οι σχετικές προβλέψεις «έβλεπαν» ρυθμούς ανάπτυξης πάνω από 3% (ακόμη και στις αρχές του 2015, η Κομισιόν προέβλεπε +0,5% για το 2015 και +2,9% για το 2016).

Σύμφωνα με μέτριους υπολογισμούς, χωρίς την ανατροπή αυτή, το ΑΕΠ θα ήταν σήμερα αυξημένο κατά τουλάχιστον 10 δισ. ευρώ ετησίως. Αν κεφαλαιοποιηθεί αυτό το ποσό, «δίνει» μια ζημία πάνω από τα 100 δισ ευρώ, όπως είχε αναφέρει ο πρόεδρος του ESM (Ρέκλινγκ) και πιο κοντά στα 200 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τον πρόεδρο του EWG (Βίζερ).

«Βουλιάξαμε» όμως και σε άλλους κρίσιμους τομείς, όπως π.χ. σε ανταγωνιστικότητα (θέση 87), παραγωγικότητα της εργασίας (63% του μέσου όρου της ΕΕ), τεχνολογική ενημερότητα (θέση 112) κλπ, ενώ μείναμε έξω από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) με δική μας ευθύνη, στερώντας πολύτιμη ρευστότητα από την οικονομία μας.

Γι αυτό άλλωστε οι καθαρές επενδύσεις ήταν αρνητικές κατά την πιο πάνω περίοδο, όπως και η καθαρή τραπεζική χρηματοδότηση.

Όσον αφορά το ενδεχόμενο να βρεθούμε σε χρηματοδοτική αδυναμία και να στραφούμε πάλι στους εταίρους μας για βοήθεια, δεν μπορεί κανείς να το αποκλείσει, γιατί το διεθνές οικονομικό περιβάλλον χειροτερεύει και ο δανεισμός από τις αγορές γίνεται όλο και δυσκολότερος.

Όμως, κρατάμε την τύχη μας στα χέρια μας: Η μετάθεση των λήξεων για μεγάλο μέρος του χρέους μας δίνει μια σημαντική περίοδο χάριτος, μέσα στην οποία θα έχουμε την ευκαιρία να δυναμώσουμε την οικονομία μας, αφού βέβαια εγκαταλείψουμε τις σημερινές πρακτικές που δεν μπορούν να μας πάνε μακριά. 

* Ο Μιχάλης Γκλεζάκος είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς