Μια πρόταση για το συνταξιοδοτικό πρόβλημα

Μια πρόταση για το συνταξιοδοτικό πρόβλημα

Του Γιώργου Μπιλλίνη

Ουδεμία εκδοχή από εκείνες που έχουν προταθεί από την κυβέρνηση (αύξηση εισφορών) ή από τους Θεσμούς (μείωση μεσοσταθμικά 6% των συντάξεων, ώστε να εξοικονομηθεί για το 2016 ποσό ύψους 1,8 δισ.) προσφέρει βιωσιμότητα στο συνταξιοδοτικό σύστημα. Η πρόταση της κυβέρνησης δεν είναι βιώσιμη ούτε κάν βραχυπρόθεσμα, ενώ εκείνη των Θεσμών αποβλέπει σε κοντόθωρες δημοσιονομικές ανάσες για ένα χρόνο και μετά… επανεξέταση.

Τα κόμματα της αντιπολίτευσης επιμελώς αποφεύγουν να τοποθετηθούν επί της ουσίας, περιοριζόμενα σε καταγγελίες κατά της απαράδεκτης κυβερνητικής πρότασης. Στη Ν.Δ. ούτε που θέλουν να σκέπτονται τι τους περιμένει, εάν πέσει η κυβέρνηση ή επιχειρήσει εκλογές, και τους αφήσει να διαχειριστούν εκείνοι την καυτή πατάτα του ασφαλιστικού.

Κατά τη γνώμη μου, το πρόβλημα πρέπει να αντιμετωπιστεί ριζικά και οριστικά ΣΗΜΕΡΑ με προοπτική βάθους πεντηκονταετίας. Δεν υπάρχει διαθέσιμος χρόνος, η κατάσταση είναι ασφυκτική. Ας προκηρυχτεί ένας εθνικός διάλογος μικρού εύρους (π.χ. διάρκειας δύο μηνών), ώστε να διατυπωθούν προτάσεις από όλους. Με την υποχρέωση στην κατάληξη του η πολιτική ηγεσία να λάβει οριστικές αποφάσεις. Κοστολογημένες, δίκαιες, μετρήσιμες, βιώσιμες. Και να νομοθετήσει.

Σήμερα η ετήσια δαπάνη για συντάξεις ξεπερνά ελαφρώς τα 30 δισ. (ποσοστό 17,5% του ΑΕΠ). Από αυτά περίπου τα μισά προέρχονται από επιχορηγήσεις των Ταμείων από τον κρατικό προϋπολογισμό και τα υπόλοιπα μισά από τις εισφορές, δηλαδή τα έσοδα των Ταμείων. Ο αριθμός των συνταξιούχων ξεπερνά ελαφρώς τα 2.670.000 άτομα, ενώ δικαίωμα έχουν θεμελιώσει άλλες 300.000 + άτομα, στα οποία η απονομή καθυστερεί, καθώς δεν υπάρχουν οι απαραίτητοι πόροι για να διατεθούν.

Επειδή η μεγάλη πλειονότητα αυτών των «νέων» συνταξιούχων είναι ΔΥ (τουλάχιστον οι μισοί) που αποχωρούν με βάση της πρόνοιες του νόμου Λοβέρδου-Κουτρουμάνη σε μικρές ηλικίες (50-55 ετών), η μέση κατά κεφαλήν δαπάνη προβλέπεται υψηλή, στα 14.000 - 15.000 ευρώ τον χρόνο. Συνεπώς η επιβάρυνση του συστήματος από τους νέους δικαιούχους σε βάθος διετίας θα υπερβεί μετά βεβαιότητος τα 4δισ. Αν μάλιστα αθροίσουμε και τα 2,5 δισ. ετήσιας επιπλέον επιβάρυνσης που επιδίκασε το ΣτΕ σε συγκεκριμένες ομάδες συνταξιούχων, προκειμένου να επανέλθουν οι απολαβές τους στα επίπεδα του 2012, η απαιτηθησόμενη για συντάξεις δαπάνη αναμένεται το 2018 να αγγίξει τα 37 δισ. Εφόσον δεν υπάρξει σοβαρή παρέμβαση στο σύστημα.

Υπάρχει, λοιπόν, ανάγκη για μία άμεση παρέμβαση δραστική και ριζοσπαστική, που θα δίνει διέξοδο τόσο βραχυπρόθεσμα, όσο και μακροπρόθεσμα.

Σε έναν τέτοιο υποθετικό διάλογο εγώ θα προσερχόμουν και θα κατέθετα τις παρακάτω θέσεις:

  1. Το νέο σύστημα επιβάλλεται να στηριχτεί σε τρεις πυλώνες. Ο πρώτος θα είναι η «διαγενεακή αλληλεγγύη». Ουσιαστικά μιλάμε για την ελάχιστη εγγυημένη σύνταξη, που θα χρηματοδοτείται από τον προϋπολογισμό, σε όλους τους πολίτες, ανεξαρτήτως εάν έχουν καταβάλλει εισφορές και πόσες, μετά από τη συμπλήρωση ενός ορίου ηλικίας. Ο δεύτερος θα είναι το ανταποδοτικό μέρος. Ο ασφαλισμένος θα λαμβάνει σύνταξη ισόποση με εκείνη που θα αναλογεί στις καταβληθείσες εισφορές του. Όπως ακριβώς γίνεται με τα ιδιωτικά ασφαλιστήρια συμβόλαια. Ο τρίτος πυλώνας θα είναι προαιρετικός και θα αφορά την ελεύθερη επιλογή εκάστου να συνάψει ιδιωτικό ασφαλιστήριο - συνταξιοδοτικό συμβόλαιο με όποιους όρους επιθυμεί.
  2. Ο προϋπολογισμός, δηλαδή οι φορολογούμενοι, είναι αδύνατον να επιδοτεί - συνεισφέρει στο σύστημα ποσοστό υψηλότερο του 5% του ΑΕΠ. Δηλαδή με τα σημερινά δεδομένα 8,5 δισ. Άρα η μεταρρύθμιση ξεκινά από αυτήν τη βάση. Υιοθετείται η ελάχιστη εγγυημένη σύνταξη η οποία συνδέεται με το ΑΕΠ. Ας πούμε στο 5%. Το ύψος της εγγυημένης σύνταξης επομένως θα εξαρτάται από τον αριθμό των συνταξιούχων αποδεκτών και θα αυξομειώνεται αναλόγως με τις ετήσιες μεταβολές του ΑΕΠ. Κατά τη μεταβατική περίοδο, που θα συνεχίσουν να υπάρχουν συνταξιούχοι κάτω από τα ηλικιακά όρια που θα τεθούν, παύει να τους χορηγείται η εγγυημένη σύνταξη και επαναποδίδεται με τη συμπλήρωση τους.
  3. Βασικός στόχος πρέπει να είναι η ανατροπή και βελτίωση της σχέσης εργαζομένων προς συνταξιούχους, που κινείται οριακά γύρω από τη μονάδα, με πτωτικές τάσεις. Και επειδή τα δημογραφικά δεδομένα της χώρας δεν αναμένεται να βελτιωθούν, πρέπει να μειωθεί ο αριθμός των συνταξιούχων. Με αυστηρή τήρηση του ηλικιακού ορίου των 67 ετών για έξοδο στη σύνταξη. Και των 62 ή 63 στα βαρέα. Αλλά με πλήρη αναθεώρηση του καταλόγου, ώστε βαρέα να συνεχίσουν να χαρακτηρίζονται μόνο εκείνα τα επαγγέλματα που πραγματικά καταπονούν τους εργαζομένους τους. Χωρίς χαριστικές πελατειακές διατάξεις. Και χωρίς εξαιρέσεις.
  4. Αλλάζει το ποσοστό αναπλήρωσης. Ορίζεται στο ίδιο ύψος με το ποσοστό των καταβαλλόμενων εισφορών, αφαιρουμένου του τμήματος αυτών που προορίζεται για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζεται η ανταποδοτικότητα σε περιβάλλον υψηλής ανεργίας και τον δείκτη εργαζομένων - συνταξιούχων πέριξ της μονάδας. Σε περίπτωση μελλοντικής αύξησης της απασχόλησης και βελτίωσης της σχέσης πάνω από τη μονάδα, εφόσον τα έσοδα από εισφορές γίνουν μεγαλύτερα των δαπανών για το ανταποδοτικό μέρος των συντάξεων, να μπορεί να αποφασίζεται κατά περίπτωση εάν το πλεόνασμα θα κατευθύνεται είτε σε αύξηση αυτού του τμήματος, είτε στον σχηματισμό περιουσίας, η οποία θα αποφέρει προσόδους που θα ενισχύσουν τα έσοδα.

Συμπερασματικά, η λογική των προτάσεων μου εδράζεται στην εξασφάλιση δύο απαράβατων δεδομένων: Αφενός ότι οι φορολογούμενοι στα πλαίσια της διαγενεακής αλληλεγγύης δεν θα κληθούν ποτέ να χρηματοδοτήσουν τις συντάξεις (το εγγυημένο από το κράτος τμήμα τους - πυλώνας 1) με ποσοστό μεγαλύτερο από το 5% του ετήσιου παραγόμενου πλούτου ό,τι και αν συμβεί. Αφετέρου τα Ταμεία θα μπορούν να αυξομειώνουν τις αποδιδόμενες από αυτά συντάξεις (το ανταποδοτικό τμήμα - πυλώνας 2) με βάση τις εισερχόμενες εισροές κατ'' έτος.

Μετατρέπεται, δηλαδή, το σημερινό καθεστώς σταθερού ύψους συντάξεων και συνεχώς αυξανόμενης δαπάνης αναλογικά με την αύξηση του αριθμού των δικαιούχων σε ένα νέο σταθερής συνολικής δαπάνης και συνεπώς μεταβαλλόμενου ύψους συντάξεων.

*