Μία επείγουσα έκκληση — και μια γάτα

Μία επείγουσα έκκληση — και μια γάτα

Του Κυριάκου Αθανασιάδη

Θα κάνω μία έκκληση σήμερα. Πολύ συγκεκριμένη. Αλλά πρώτα επιτρέψτε μου να πω δυο κουβέντες προλογικές.

Έχω πολύ συγκεκριμένες και αταλάντευτες απόψεις για το βιβλίο, τη λογοτεχνία, τους συγγραφείς και την αγορά του βιβλίου — αυτό που σε μεγάλες χώρες λέμε book industry. Για παράδειγμα, τόσο για λόγους γούστου όσο και επειδή ΟΛΑ τα μη εμπορικά βιβλία ΟΛΩΝ των εκδοτικών οίκων εκδίδονται χάρη και μόνο στα μπεστ-σέλερ δύο-τριών οίκων, τάσσομαι αναφανδόν υπέρ της εμπορικής λογοτεχνίας, τόσο των ελαχίστων μεγάλων επιτυχιών κάποιων αναγνωρισμένων συγγραφέων, όσο και (κυρίως) υπέρ των μυθιστορημάτων εκείνων που είναι γραμμένα με στόχο να πετύχουν, της λεγόμενης λαϊκής πεζογραφίας ή «λογοτεχνίας είδους» (genre), αυτής δηλαδή που παλιά εδώ στην Ελλάδα τη λέγαμε παραλογοτεχνία.

Παραλογοτεχνία, θυμίζω, δεν σήμαινε ποτέ «κακή λογοτεχνία» —αυτό ήταν ένα επαναλαμβανόμενο λάθος της βιαστικής λογοτεχνικής κριτικής των εφημερίδων, και προερχόταν κυρίως, αν θέλετε, από αριστερούς διανοουμένους—, αλλά σήμαινε ακριβώς αυτό: ότι κάθε βιβλίο αυτής τής genre fiction υπηρετούσε (η λέξη το λέει) ένα συγκεκριμένο είδος, οπότε εξ ανάγκης γραφόταν με τους κανόνες και τις προβλέψεις του είδους του — δεν υπήρχε άλλος τρόπος να φτιαχτεί, και ευτυχώς. Δηλαδή, στο νουάρ υπήρχαν προβληματικοί αντιήρωες και μοιραίες γυναίκες, στο αστυνομικό εγκληματίες και αστυνομικοί, στο ντετεκτιβίστικο παράνομοι και (τι άλλο;) ντετέκτιβ, στο τρόμου τέρατα και δολοφόνοι, στο επιστημονικής φαντασίας ή εξωγήινοι, ή ταξίδια στον χρόνο, ή αποστολές στο διάστημα κλπ. κλπ. — και στο ρομάντζο υπήρχαν φυσικά μεγάλοι ανεκπλήρωτοι έρωτες, ή εραστές που περνούσαν διά πυρός και σιδήρου μέχρι να πέσουν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Ακριβώς ΑΥΤΟ είναι η παραλογοτεχνία, και μας έχει δώσει —και εξακολουθεί να δίνει, δόξα τω Θεώ— αριστουργήματα. Όπως αριστουργήματα μας δίνει και η υπόλοιπη λογοτεχνία, αυτή που στα αγγλικά λέμε literary fiction — όπως επίσης, τόσο η μία όσο και η άλλη μάς δίνουν και πολύ κακά βιβλία: κακά και προς αποφυγήν.

Εν πάση περιπτώσει, αυτά ήθελα να πω προλογικά, για να ξεκαθαρίσω τη θέση μου αναφορικά με την έκκληση που θα κάνω.

Τώρα, ο Δεκέμβριος, που ήδη μπήκε ακάθεκτος στο δεύτερο μισό του, είναι ο μήνας που τρέφει τους έντεκα στην Ελλάδα, αλλά και αλλού, αναφορικά με τα βιβλία: κατά τον Δεκέμβριο γίνονται, παραδοσιακά, τόσες πωλήσεις όσες όλους σχεδόν τους υπόλοιπους μήνες μαζί (αν εξαιρέσουμε τη δεύτερη πιο εμπορική περίοδο, αυτήν του καλοκαιριού). Είναι λογικό: τα βιβλία είναι καλά και φτηνά δώρα — βασικά, είναι ό,τι πιο φτηνό μπορεί να αγοράσει κανείς για να το χαρίσει κάπου, δεν θα βρείτε άλλο δώρο της προκοπής ανάμεσα στα 10 και στα 20 ευρώ. Επίσης, η περίοδος των Εορτών, ακόμη και σε χώρες όπως η Ελλάδα, χώρες δηλαδή που δεν έχουν εμπεδωμένη κουλτούρα ανάγνωσης, είναι πρόσφορη για διάβασμα καθώς διαθέτει καναδυό ημέρες σχόλης παραπάνω για τους περισσότερους.

Ανεξαρτήτως πάντων των λόγων, ο Δεκέμβριος, και ειδικά το δεύτερο μισό του, κινούν την αγορά του βιβλίου. Αλλά δεν την κινούν, πλέον, επαρκώς. Δεν χρειάζεται να πω περισσότερα σήμερα, τα έχω γράψει και ξαναγράψει, τόσο σε αυτή τη στήλη όσο και αλλού. Τα πράγματα δεν είναι καλά, και δεν είναι ενθαρρυντικά. Για αυτό θέλω να κάνω την έκκληση που έλεγα:

Φέτος βοηθήστε να κινηθεί περισσότερο και καλύτερα η αγορά του βιβλίου!

Κάντε το. Βρείτε τους τρόπους. Πηγαίνετε στα βιβλιοπωλεία — οι βιβλιοπώλες χαίρονται να βλέπουν κόσμο να ξεφυλλίζει τις νέες εκδόσεις. Ξεφυλλίστε τες. Και κάντε όμως και κάτι ακόμα: πείστε έναν (έναν) κοντινό σας άνθρωπο που δεν έχει σχέση με τα βιβλία και την ανάγνωση να αγοράσει έστω ΕΝΑ βιβλίο φέτος. Ένα. Και να το διαβάσει ή να το χαρίσει. Αυτό μόνο: πείστε έναν ακόμη άνθρωπο, έναν φίλο σας, έναν συνάδελφο ή κάποιο μέλος της οικογένειάς σας να μπει σε ένα βιβλιοπωλείο. Και να πάρει ένα βιβλίο.

Αυτό ήταν το πρώτο μέρος της έκκλησής μου. Νά το δεύτερο σκέλος της:

Αγοράστε όποια βιβλία θέλετε: είναι ΠΟΛΥ σπουδαίο να διαβάζετε αυτά που σας αρέσουν και όχι κάτι που «πρέπει» να διαβάσετε. Είναι σαν να πηγαίνετε με τη γυναίκα ή τον άντρα που δεν σας ελκύει. Αγαπάτε τα αστυνομικά; Πάρτε ένα καινούργιο αστυνομικό, κυκλοφόρησαν πρόσφατα μερικές δεκάδες θαυμάσια αστυνομικά. Αγαπάτε τα ιστορικά μυθιστορήματα; Πάρτε ένα καινούργιο ιστορικό μυθιστόρημα, έχουν βγει μερικά πραγματικά αριστουργήματα το τελευταίο δίμηνο. Αγαπάτε τα γυναικεία μυθιστορήματα; Διαλέξτε μερικά από τα καινούργια — είναι πολλά και θα τα απολαύσετε. Κάντε το κέφι σας: η ζωή είναι πολύ μικρή για να μην το κάνετε.

Αλλά.

Αλλά κάντε και κάτι ακόμη φέτος — έτσι σαν πείραμα, σαν κόλπο, σαν μία κίνηση παλιού αριστοκράτη ή ενός γέρου απόστρατου αξιωματικού, ή σαν να στέλνετε ένα ερωτικό γράμμα, ένα ραβασάκι, στο μέλλον. Γραμμένο στο χέρι, από το χέρι σας:

Πάρτε και ένα βιβλίο από αυτά που δεν συνηθίζετε. Ένα δύσκολο βιβλίο. Ένα στριφνό. Ένα από κάποιο μικρό εκδοτικό. Ένα φιλοσοφικό ή πολιτικό δοκίμιο. Μια ποιητική συλλογή. Ένα βιβλίο που μιλά για τα δικαιώματα του ανθρώπου, ή για το φύλο, ή για τις επιλογές μιας μειονότητας συνανθρώπων μας, ή για την όποια διαφορετικότητα. Και πάρτε το από ένα μικρό μαγαζί, συνοικιακό. Που το έχουν κάποια παράξενα κορίτσια, ή εκείνος ο αμίλητος, και ίσως κάπως στρυφνός, βιβλιοπώλης με τα μεγάλα γυαλιά.

Αυτό να κάνετε.

Έχετε κατά νου, όχι μόνο πόσο άσχημα περνά η αγορά (περνά πολύ άσχημα), αλλά και πόσοι άνθρωποι —συγγραφείς, εκδότες, σχεδιαστές, εικονογράφοι, πανεπιστημιακοί, λόγιοι, ακτιβιστές, βιβλιοπώλες— δεν έχουν απλώς μοχθήσει για να αλλάξουν τον κόσμο, δηλαδή για να του δώσουν (για να ΜΑΣ δώσουν) μία σταγόνα από το άρωμά τους, το άρωμα της ψυχής τους, αλλά και πώς περιμένουν μία, μία μόνο, κίνηση από εμάς. Από εμάς που είμαστε εκεί, απέναντι: απέναντί τους αλλά και μαζί τους ταυτόχρονα, περισσότερο ή λιγότερο σίγουροι για τον εαυτό μας και με περισσότερη ή λιγότερη αυτοπεποίθηση ο καθένας μας, αλλά όλοι μας βουτηγμένοι στο mainstream. Και, ναι: απέναντί τους τελικά.

Κάντε το. Αυτό να κάνετε. Στείλτε αυτό το ραβασάκι στο μέλλον. Κρατήστε τους από το χέρι, κρατήστε τους στην αγορά.

Και μετά; Και μετά απλώς καθίστε στον καναπέ σας, σβήστε την τηλεόραση, ανάψτε το πορτατίφ δίπλα σας και βυθιστείτε στο αστυνομικό σας. Θα σας αρέσει καλύτερα τότε, έχετε τον λόγο μου. Τα ξέρω καλά αυτά.

Όπως ακόμη καλύτερα θα σας αρέσει αν κοιμάται και μια γάτα κάπου δίπλα σας. Κι αυτό το ξέρω καλά.